92
Σε περίπου μισή ώρα είχαν όλοι ανέβει πάνω. Με την ίδια σειρά με την οποία περπατούσαν επί δύο ώρες μέσα στις στοές. Πρώτα οι δύο ξένοι, μετά οι δύο έλληνες και τελευταίος ο τρίτος ξένος, ο ίδιος που είχε κλειδώσει την πόρτα στην Κιάφας. Αυτός μάζεψε και τη σκάλα και την έβαλε στην άκρη, στο σημείο απ' όπου την είχε πάρει νωρίτερα η κοπέλα. Τη σκάλα, που έκανε τη δουλειά την οποία, αν έλεγε αλήθεια ο Ολούρ Ολμάζ – και όλα έδειχναν ότι το παραλήρημά του δεν ήταν λόγια του αέρα – τον πρώτο καιρό έκαναν τα δυο μικρά ασανσεράκια. Απ' αυτά δεν υπήρχε κανένα ορατό ίχνος. Ο Σωκράτης τουλάχιστον δεν είδε τίποτα.
Φτάνοντας επάνω, έβαλε το χέρι του ασυναίσθητα στη θέση της καρδιάς. Εκεί ένιωσε να προεξέχει, και να τον βαραίνει, το κουτί που είχε βάλει στη μέσα τσέπη. Η κοπέλα τον καλωσόρισε στα ελληνικά, κι αυτόν και τον Γρηγόρη. Τους είπε να την ακολουθήσουν προς τα μέσα, σ' ένα μέρος που έδειχνε να φωτίζεται.
Ο Παντελής με την Κατερίνα στέκονταν όρθιοι δίπλα στην πλάκα. Όπως έφταναν ένας ένας στο σημείο οι άνθρωποι που πριν από λίγο βρίσκονταν στο πάνω και το κάτω μέρος του φρεατίου, η μία έκπληξη διαδεχόταν την άλλη.
Πρώτα η έκπληξη της Εύας, για τα καινούργια στοιχεία της γραφής. Καλά το κατάλαβα ότι κάτι κρυβόταν, ήταν έτοιμος να πει ο Παντελής στην αρχαιολόγο. Δεν πρόλαβε όμως. Η Εύα ήταν αυτή που μίλησε πρώτη, ανακοινώνοντας στον Παντελή και την Κατερίνα:
Έχουμε επισκέπτες.
Και ήρθε η σειρά των άλλων τεσσάρων να εκπλαγούν. Για μια συνάντηση που δεν θα μπορούσαν να τη φανταστούν. Είχαν ξεκινήσει εκείνη τη μέρα, ο καθένας για διαφορετικούς λόγους, από διαφορετικά σημεία της Αθήνας. Τώρα βρίσκονταν εδώ, σ' ένα μέρος που ο Παντελής το ήξερε, ο Γρηγόρης το αγνοούσε και οι άλλοι δύο το φαντάζονταν. Ένα μέρος που έκρυβε, ανάμεσα στα άλλα, μια μυστήρια επιγραφή – στην πλάκα, γύρω από την οποία είχαν τώρα συγκεντρωθεί όλοι – και δύο μεταλλικά κουτιά. Το ένα βρισκόταν ακουμπισμένο δίπλα στον Παντελή – το άλλο κρυμμένο στην τσέπη του Σωκράτη.
Ο Μαυροπουκαμισάκης είχε μείνει παραπίσω, μαζί με τους τρεις καταλανούς. Κατάλαβε ότι οι δύο νεοφερμένοι γνωρίζονταν με την Κατερίνα και τον Παντελή. Ότι ήταν φίλοι ή συγγενείς. Η σύμπτωση ήταν παράξενη. Να ήταν άραγε κάποια οικογενειακή τους κρυψώνα; Αποφάσισε να περιμένει και να ακούσει. Δεν μπορούσε να κάνει και τίποτε άλλο, ούτε καν να απλώσει χέρι πάνω στην Εύα – όπως πριν που τη συγκράτησε. Οι τρεις συμπατριώτες της πρέπει να ενημερώθηκαν – μακάρι να μπορούσε να μεταφράσει τα όσα είπαν μεταξύ τους στο φρεάτιο – και την πρόσεχαν, διακριτικά αλλά σταθερά.
Τα τρία ξαδέρφια και ο Γρηγόρης είπαν ο ένας στον άλλο πώς βρέθηκαν εκεί. Δηλαδή, είπαν αυτά που μπορούσαν να πουν.
Ο Παντελής έβγαλε την Κατερίνα από τη δύσκολη θέση, λέγοντας ότι είχαν δώσει ραντεβού για να πάνε να περπατήσουν στο Πεδίον του Άρεως – ήθελε να ξεσκάσει εκείνη λίγο, μετά από τόση κλεισούρα – αλλά πέσανε πάνω στη διαδήλωση. Έτσι απομακρύνθηκαν και την πήρε μαζί του, και τους συνόδεψε κι ένας φίλος – εννοώντας τον Μαυροπουκαμισάκη.
Ο Γρηγόρης περιέγραψε τη διαδρομή του από το εμπορικό του κυρίου Πράσινου, στα Χαυτεία, μετά στο Πολυτεχνείο, στα Εξάρχεια και τέλος σε μια απίστευτη υπόγεια διαδρομή από την οδό Κιάφας μέχρι εκεί. Δεν είπε τίποτα για την εισβολή στη Νομαρχία – δεν ήξερε αν ήταν σκόπιμο να το κάνει, με παρόντες γύρω του (και γνώστες των ελληνικών) τους ανθρώπους που άνοιξαν την κερκόπορτα στους διαδηλωτές, τους ίδιους ανθρώπους που συνόδεψαν αυτόν και το Σωκράτη στα έγκατα της πρωτεύουσας.
Ο Σωκράτης ρώτησε πρώτα την Κατερίνα αν είναι καλά – κάτι που δεν το έκανε λίγο πριν ο άντρας της. Στη συνέχεια μίλησε για το πρωινό του ραντεβού με τον φίλο του τον Ευτύχη, για την έντονη μέρα που έζησαν στο Πολυτεχνείο και την περιοχή του, για το πάθος του κόσμου που διαδήλωνε. Δεν ανέφερε τίποτα για την πρωινή συνέλευση, αυτή στην οποία ο Ευτύχης προσπάθησε να φέρει στο προσκήνιο τα πράγματα που απασχολούσαν τον ίδιο, τον Σωκράτη και ίσως, ποιος ξέρει, κι άλλους ανθρώπους που ένιωθαν ότι η Ελλάδα είχε γίνει αθηνοκεντρική, ότι οι τοπικές κοινωνίες άξιζαν και τελικά δικαιούνταν μια πιο ελεύθερη, δυνατότερη φωνή. Θυμήθηκε την ένταση που είχε προκαλέσει εκείνη η συζήτηση στο γαμήλιο γλέντι του Γρηγόρη και της Κατερίνας.
Ο Παντελής, βέβαια, δεν είχε τότε εκφραστεί με τον θερμό πατριωτισμό του Νικόλα, που σε τόσο δύσκολη θέση έφερνε πάντα το Σωκράτη. Κάθε άλλο – είχαν όμως περάσει σχεδόν πέντε χρόνια. Τον Παντελή, αν θυμόταν καλά, είχε να τον δει από τότε – μια τα ταξίδια, την άλλη ο στρατός, χαθήκανε. Οι άνθρωποι μέσα σε πέντε χρόνια αλλάζουν. Το ίδιο και οι απόψεις.
Ο Σωκράτης είδε όμως δίπλα στα πόδια του Παντελή το μεταλλικό κουτί. Έμοιαζε πολύ με αυτό που είχε βρει ο ίδιος πριν από λίγο. Και αποφάσισε να το βγάλει από την τσέπη του. Τα κοίταξε διαδοχικά. Πραγματικά, ήταν ολόιδια.
Χωρίς ιδιαίτερο κόπο το άνοιξε. Μέσα βρισκόταν ένα ρολό χαρτιού. Σαν τους παπύρους που τύλιγαν παλιότερα σε κυλινδρικό σχήμα οι αγγελιαφόροι, για να χωράνε τα μεγάλα μηνύματα που καλούνταν να μεταφέρουν από τόπο σε τόπο. Ο Σωκράτης βρήκε την άκρη που αντιστοιχούσε στην αρχή. Έπιασε από αυτήν το χαρτί και άρχισε να διαβάζει ένα έμμετρο κείμενο, χωρίς τίτλο.
Τη μέρα που αντάμωσα τους μάγκες στο λαγούμι
Μου θύμισαν το σούρουπο που ήρθαν στο Μποντρούμι
Μου είχαν πει τον πόνο τους, που φύγανε διωγμένοι
Μετά την επανάσταση που ήταν πια χαμένη
Στη Σμύρνη ανεβήκαμε το άλλο μεσημέρι
Και στου Τσιφούτη πήγαμε κοντά στο ασανσέρι
Την πόρτα βρήκαμε κλειστή, τη γειτονιά στα μαύρα
Τον ταβερνιάρη εκήδεψαν στου Κονακιού τη χάβρα
Σαν ήρθε η ανταλλαγή μας φέρανε στη νήσο
Το πήρα πια απόφαση πως δε γυρίζω πίσω
Μα όταν παίζω το τζουρά και βγαίνει το ραμπέτι
Ο νους μου ξαναβρίσκεται στη χώρα του Μεμέτη
Στις νύχτες με τον Οβριό που παίζαμε ταξίμια
Ωσότου ήρθε ο πόλεμος και γίναμε αγρίμια
Μου είχε πει πως Ιταλοί στων Αθηνών το λόφο
Τους κατελάνους θάψανε, μα αυτοί δεν είχαν ψόφο
Και στην υπόγα τούτη εκεί τα υστερ'νά τα χρόνια
Οι γιαχουντήδες γλίτωναν του Χάρου τα καψώνια
Απ' το νησί σαν έφυγα την τύχη μου να κάνω
Ο Γιάγκος μ' ακολούθησε ως την Αθήνα πάνω
Μα όταν εβρισκόμασταν στου Αρίσταρχου το στέκι
Την ώρα δεν ξανάβλεπε να πάρει το ντουφέκι
Μια μέρα από το Νικολό επήραμε μαντάτο
Ότι μας επερίμενε εις το λιμάνι κάτω
Το εννιακόσια τρ'άντα εφτά, του Αη Λια τη μέρα
Στο λόφο ανασάναμε ελευθεριάς αέρα
Τα δίστιχα ήταν δεκαπεντασύλλαβα και κάνανε ρίμα – με τον ίδιο τρόπο που συναντούσε κανείς στα ρεμπέτικα τραγούδια. Το κείμενο ήταν ανυπόγραφο – ο Σωκράτης όμως δεν είχε καμιά αμφιβολία για το ποιος το είχε γράψει.
Του Κώστα ήταν οι στίχοι – αυτοβιογραφικοί, περιεκτικοί, ίσως λίγο δυσνόητοι για όσους δεν ήξεραν την ιστορία του. Για τον Σωκράτη όμως έδιναν τις απαντήσεις στα περισσότερα από τα ερωτήματα που είχαν μείνει αναπάντητα μετά το ταξίδι στη Σμύρνη.
Ο ξακουστός ρεμπέτης μίλαγε μέσα σε εικοσιέξι στίχους για τα πάντα.
Μίλαγε για τη χαμένη εξέγερση. Τη φυγή στην Αλικαρνασσό κι από κει στη Σμύρνη – τη φυγή και των δύο. Και του Γιάγκου και του Νικολού. Μα είναι δυνατόν; Ουλούρμι; Είχε περάσει απέναντι κι ο μπαρμπα-Νικολός; Ο νομιμόφρων; Έτσι έλεγε ο Κώστας. Κι ο ίδιος ο Κώστας πού ήταν; Ήταν ακόμη απέναντι! Εν έτει εικοσιδύο, λίγο μετά την καταστροφή. Μετά! Δεν είχε φύγει λοιπόν. Είχε μείνει – γι' αυτό και τον είχανε δει κοντά στα συντρίμμια του ξενοδοχείου Κραίμερ.
Άραγε ποιος να ήταν ο λόγος που ο Κώστας δεν είχε περάσει απέναντι παρά μόνο με την ανταλλαγή – μαζί με τους φυγάδες επαναστάτες του νησιού; Το κλειδί βρισκόταν στην απάντηση ενός άλλου ερωτήματος, που όμως ο ρεμπέτης άφηνε αναπάντητο – τουλάχιστον σ' αυτό το γραπτό. Τι έκανε στον πόλεμο; Το μόνο που έγραφε ήταν ότι γίνανε αγρίμια. Μια γενικόλογη αναφορά στη φρίκη του πολέμου, σαν να ήθελε να τον αφήσει πίσω του – για πάντα ή ίσως για μια άλλη, πιο πρόσφορη στιγμή.
Μίλαγε και γι' άλλα ο Κώστας. Για το ραμπέτι. Που ο Σωκράτης δεν μπορούσε να σκεφτεί τι στο καλό σήμαινε. Που ίσως όμως να είναι αυτό το καινούργιο είδος μουσικής – σε αντιδιαστολή με τα ταξίμια. Μήπως το ραμπέτι ήταν αυτό που άρχισαν, σαν πρωτοπόροι, να παίζουν στη Λοκάντα ο Κώστας με το αφεντικό του τον Οβριό; Η κατάργηση του αυτοσχεδιασμού, δηλαδή;
Και παρακάτω, ο Κώστας μιλούσε για το Ασανσέρ – για την ακρίβεια: για τον κούφιο λόφο της Αθήνας. Στο θέμα αυτό όμως είχαν ήδη αρχίσει να συζητούν κάποιοι από τους υπόλοιπους. Η Εύα εξηγούσε ότι οι κατελάνοι ήταν οι συμπατριώτες της καταλανοί – ενώ οι γιαχουντήδες ήταν μια παλιά οθωμανική λέξη για τους εβραίους. Ο Παντελής, εντυπωσιασμένος από το περιεχόμενο του τραγουδιού, έδειχνε να τοποθετεί στο μυαλό του τα κομμάτια του παζλ, με τη βοήθεια και της Κατερίνας, που παρακολουθούσε κι αυτή με ενδιαφέρον.
Ο Σωκράτης ξαναδιάβασε, από μέσα του αυτή τη φορά, τις τελευταίες στροφές. Μιλούσαν για τη μετανάστευση του Γιάγκου και του Κώστα στην Αθήνα, για το στέκι του Προμπονά – τίποτα για το Παντείχι –, για την απογοήτευση του παλιού επαναστάτη Γιάγκου… Και στο τέλος, η σημαδιακή ημερομηνία.
Είκοσι Ιουλίου του 1937. Του Προφήτη Ηλία. Μέρα που όλοι στο νησί ανέβαιναν στο λόφο. Εκείνη τη μέρα ανέβηκαν και οι τρεις τους στο λόφο. Εκεί που ήταν το λαγούμι. Ίσως στον ίδιο λόφο που βρίσκονταν και τώρα – ποιος ξέρει; Στα τουρκοβούνια, του είχε πει ο Παντελής ότι βρίσκονταν. Τουρκοβούνια – βουνά των τούρκων. Σύμπτωση;
Εκεί, τέλος πάντων, που σαν τους εβραίους του παλιού καιρού μπορούσαν να αναπνεύσουν αέρα ελευθερίας. Ελευθερίας από τι; Ίσως να αναφέρονταν στη δικτατορία του Μεταξά – που ήδη τον Ιούλιο του τριάντα εφτά κόντευε να κλείσει χρόνο. Ίσως, πάλι, να θυμόνταν τα παλιά – τη ζωή στη χώρα του Μεμέτη που είχε τελειώσει άδοξα με τον πόλεμο, το κίνημα που απέτυχε και τους ανάγκασε να ζούνε σ' ένα κράτος που τα πάντα άρχιζαν και τέλειωναν στην Αθήνα.
Είκοσι εβδόμου… 20/7/937, αν έγραφαν την ημερομηνία με την γραφή που κάποτε συνηθιζόταν, με τριψήφια χρονολογία στο τέλος. Κι αν έβγαζε κανείς τις καθέτους…
…207937
Ήταν απίστευτο. Αυτός ήταν ο αριθμός που είχε δει στο πίσω μέρος της φωτογραφίας. Ο αριθμός που τον είχε περάσει για τηλεφωνικό. Δεν ήταν λοιπόν τίποτα άλλο από την ημερομηνία στην οποία κάποιος – άραγε ποιος; – τους φωτογράφισε, εκεί στην κορφή του λόφου.
Ο Σωκράτης θα ήθελε εκείνη την ώρα να έχει κοντά του το Σταμάτη και τον Ευτύχη. Είχε πολλές από τις απαντήσεις που έψαχναν. Δυστυχώς, από τους συγκεντρωμένους στη στοά εκείνη την ώρα, κανένας δεν θα μπορούσε να παρακολουθήσει το θέμα της νησιώτικης εξέγερσης. Ίσως η Εύα – αλλά αυτό δεν το ήξερε ούτε εκείνη ούτε ο Σωκράτης. Και οι δυο τους είχαν πέσει στην παγίδα πολλών (συνειδητοποιημένων ή λανθανόντων) αυτονομιστών – κοίταζαν μόνο τις δικές τους υποθέσεις, νομίζοντας ότι είναι μοναδικές στον κόσμο, σε βαθμό που το σωστότερο θα ήταν ίσως να τους αποκαλεί κανείς εαυτονομιστές.
Αυτό που θα ήθελε πιο πολύ απ' όλα όμως ο Σωκράτης, ήταν να γυρίσει το χρόνο πίσω και να κάνει στον παππού του της ερωτήσεις που δεν ήξερε να του κάνει όσο αυτός ζούσε. Να μάθει αν πραγματικά πίστευε ο μπαρμπα-Νικολός ότι το νησί πήγε να τουρκέψει μετά το κίνημα. Να τον ρωτήσει γιατί μουτζούρωσε το πρόσωπο του Γιάγκου στη φωτογραφία.
Οι ερωτήσεις αυτές βέβαια θα ήταν λίγο-πολύ ρητορικές. Αν ο μπαρμπα-Νικολός ήταν αντίθετος στο κίνημα, δεν θα πέρναγε καρσί μετά την αποτυχία του. Κι αν δεν ήθελε να δείξει καλή διαγωγή στο νησί και να συντηρήσει τη φήμη του σαν πατριώτη, δεν θα καιγόταν να αποκηρύξει τη χαμένη εξέγερση και δεν θα ντρεπόταν να εμφανιστεί σε φωτογραφία πλάι σε κάποιον που η επίσημη κοινή γνώμη του νησιού τον θεωρούσε προδότη.
Από πίσω δε θα διαβάσεις; διέκοψε τη σκέψη του Σωκράτη μια φωνή. Ήταν η Κατερίνα, που πρόσεξε κάποια σημάδια και τυπωμένες γραμμές στο πίσω μέρος της σελίδας με τα δεκατρία δίστιχα.
Ο Σωκράτης γύρισε τη σελίδα. Τα σημάδια σχημάτιζαν τη στάμπα με τα κόκκινα και μπλε τετράγωνα. Αυτή που είχε δει στη φωτογραφία – και στον τζουρά. Τα γράμματα ήταν σε λατινικούς χαρακτήρες. Όχι όμως στα αγγλικά. Ο Σωκράτης δεν τα καταλάβαινε και έδωσε στους άλλους να ρίξουν μια ματιά. Κανείς δεν έβγαλε άκρη – ούτε ακόμα και η αρχαιολόγος Εύα, η οποία αναγνώρισε κάποιες λατινογενείς και κάποιες σλάβικες λέξεις. Ίσως είναι ρουμάνικα, αλλά δεν είμαι σίγουρη, είπε.
Στο μεταξύ ο Σωκράτης κοίταξε την πλάκα και, με τη βοήθεια του Παντελή, διέκρινε τα μυστηριώδη γράμματα ταύ και μι. Άγνωστο, πώς έκανε το συνειρμό, αλλά η λέξη που ήρθε στο δικό του μυαλό δεν ήταν το τάμα. Ήταν κάτι άλλο – μια φράση που άκουγε συνέχεια τότε που είχε πάει στην Τουρκία. Ταμάμ, ταμάμ – δηλαδή εντάξει. Και στη συνέχεια πρόσεξε τους αριθμούς. Επηρεασμένος από τη χρονολογία που ανέφερε στο τραγούδι του ο Κώστας, ανακοίνωσε στους υπόλοιπους τη δική του εκδοχή (διαβάζοντας σε στήλες και όχι σε γραμμές) για το τι σήμαιναν τα τέσσερα ψηφία που κάποιος, κάπως, κάποτε αποτύπωσε σ' εκείνη την πλάκα:
1 | 3 | |||
= | 1937 | |||
9 | 7 |
93
Ο Παντελής κοίταξε το ρολόι του. Ήταν δύο το πρωί – ξημέρωμα Σαββάτου, δεκαεφτά του Νοέμβρη. Μέσα σε όλες τις ιστορικές αναζητήσεις, ένα βασικό ερώτημα είχε μείνει χωρίς απάντηση:
Τι γύρευαν όλοι αυτοί μαζεμένοι εκεί;
Πιο αναλυτικά: Γιατί τον είχε φωνάξει η Εύα στη δήθεν διάλεξη περί των μεσογειακών σπουδών; Πώς έτυχε να ανακαλύψουν ο Σωκράτης με το Γρηγόρη την είσοδο στο δαιδαλώδες υπόγειο δίκτυο διαδρομών της Αθήνας; Τι δουλειά είχαν οι δυο τους μαζί με τους αγέρωχους καταλανούς της Φροντιέρρα; Ήταν τυχαίο που όλα αυτά συνέπεσαν, στον ίδιο χρόνο και τον ίδιο τόπο; Και μάλιστα τη μέρα της μεγάλης διαδήλωσης, ή μάλλον της εξέγερσης;
Μόνο η Εύα μπορούσε να εξηγήσει τι έγινε. Και πράγματι, η αρχαιολόγος ξεκίνησε να μιλάει για τις πληροφορίες που είχε από τον Κώστα. Τον Κωστάλα, που ως Υφυπουργός – έστω και στο μακρινό Ηράκλειο – γνώριζε αρκετά πράγματα εκ των προτέρων για τις εξελίξεις που προμηνύονταν, και που συνδέονταν με την αντίδραση αρκετών φανατικών της Επαναστάσεως, που δυσφορούσαν βλέποντας τη ριπάμπλικ να μετατρέπεται σε ντιμόκρασι, την κυβέρνηση να πολιτικοποιείται, τις εκλογές να πλησιάζουν.
Η Εύα εξήγησε στους ακροατές της ότι, παρότι ζούσε χρόνια τώρα στην Ελλάδα, δεν θα ξεχνούσε ποτέ ποιος ήταν αυτός που την έκανε να αγαπήσει αυτή τη χώρα. Δεν είμαστε πια μαζί, Παντελή. Εσύ πιστεύεις ότι σε πρόδωσα και ίσως έχεις δίκιο. Είσαι όμως πάντα μέσα στην καρδιά μου, είπε κοιτώντας τον. Ο Παντελής προσπάθησε να μείνει ανέκφραστος – παρά τον κόμπο που ένιωθε στο λαιμό του. Άκουσε την Εύα να λέει πόσο σημαντικό ήταν γι' αυτή να προφυλάξει, όσο μπορούσε καλύτερα, τον Παντελή και μερικούς αγαπημένους του ανθρώπους.
Ήξερε πού δουλεύει ο Παντελής. Δεν δυσκολεύτηκε να το μάθει – οι γνωριμίες της στη Νομαρχία και σε άλλες υπηρεσίες αποδείχτηκαν αποτελεσματικές. Ήξερε ότι ο Παντελής γυρνώντας από τη δουλειά του θα περνούσε από την Αλεξάνδρας. Ήξερε ότι η Αλεξάνδρας θα ήταν η διαδρομή που θα ακολουθούσαν τα τανκς που είχε αποφασίσει να βγάλει στους δρόμους η χούντα, όταν οι ταραχές θα ξεπερνούσαν τα όρια επιφυλακής. Είχε διαβάσει το σχέδιο Ξενοκράτης – υπήρχε αντίγραφο στη Νομαρχία – και ήξερε όλες τις διαδρομές πρόσβασης των στρατιωτικών δυνάμεων σε περίπτωση σοβαρού προβλήματος στο κέντρο ή οπουδήποτε αλλού.
Ήξερε επίσης ότι ασχολείται με τα αθλητικά, ότι είχε κάνει το μάνατζερ αφότου χωρίσανε, ότι διαβάζει αθλητική εφημερίδα… Αυτό λοιπόν τη βοήθησε να βάλει την αγγελία εκεί όπου ο Παντελής θα τη διάβαζε.
Ήξερε ακόμα ποια από τα αγαπημένα πρόσωπα του Παντελή θα βρίσκονταν, το πιθανότερο, εκτός κινδύνου. Η αγαπημένη του ξαδέρφη Κατερίνα (άσχετα αν τελικά πήρε την πρωτοβουλία να βγει), οι θείες (που θα έμεναν σίγουρα μέσα, είτε στο σπίτι είτε στο ξενοδοχείο), οι άλλοι συγγενείς (που βρίσκονταν στο νησί).
Στο σημείο αυτό πετάχτηκε ένας από τους καταλανούς. Νομίζω πως κάτι άκουσα, είπε στα ελληνικά. Πάω επάνω να δω, συνέχισε και, χωρίς να περιμένει απάντηση, έφυγε προς τη μεριά του στομίου.
Η Εύα συνέχισε να μιλάει. Ήξερε, είπε, και για το Γρηγόρη, τον άντρα της αγαπημένης του ξαδέρφης. Κι αυτός χρειαζόταν προστασία – από την Αιόλου μέχρι τη Βικτώρια, η διαδρομή ήταν μεγάλη και περνούσε ακριβώς από το επίκεντρο των γεγονότων. Ήξερε, τέλος, και για το Σωκράτη και το ξενοδοχείο στη Σατωβριάνδου. Γι' αυτούς τους δύο έβαλε τους καταλανούς φίλους της να πιάσουν δουλειά.
Το αποτέλεσμα δικαίωνε αυτή την προσπάθεια. Όλοι βρίσκονταν μαζί σε ασφαλές μέρος. Το κυριότερο όμως για την Εύα ήταν ότι βρήκε έναν τρόπο – έστω, αυτόν τον παράδοξο τρόπο – να δώσει μια εξήγηση στον Παντελή για τη φυγή της.
Στο μεταξύ ο Ροζέ Ντεφλόρ γύρισε. Στην ερώτηση όλων, τι ήταν αυτός ο θόρυβος, ο καταλανός σήκωσε τους ώμους. Οι άλλοι συμπέραναν ότι δεν είχε δει τίποτα.
Ο Παντελής είχε μόνο μία ερώτηση να κάνει στην Εύα. Δίστασε, αλλά τελικά πήρε το θάρρος:
Είσαι ακόμα μαζί του;
Στα μάτια του υπήρχαν δάκρυα. Η Εύα τα είδε και δεν του απάντησε αμέσως. Άφησε την ερώτηση να αιωρείται. Μέχρι που ο Παντελής την επανέλαβε, δυνατότερα αυτή τη φορά.
ΕΙΣΑΙ ΑΚΟΜΑ ΜΑΖΙ ΤΟΥ;
Ταυτόχρονα, προσπάθησε να κινηθεί προς το μέρος της. Ήταν θολωμένος – θα τη χαστούκιζε, αν δεν έμπαινε στη μέση ο Ντεφλόρ. Ο Μαυροπουκαμισάκης πήγε να τον υποστηρίξει αλλά οι άλλοι δύο, με μεγάλο κόπο, τον συγκράτησαν.
Στη φασαρία της στιγμής κανείς δεν πρόσεξε ότι στο μεταξύ κάποιος εμφανίστηκε στην πλευρά του στομίου. Ένας άντρας – και λίγο αργότερα μια κοπέλα.
Τον άντρα τον αναγνώρισαν όλοι. Άλλοι τον ήξεραν από την τηλεόραση. Άλλοι είχαν δουλέψει μαζί του. Άλλοι ήταν, με διαφορετικό τρόπο, συνδεδεμένοι μαζί του.
Ήταν ο Κωστάλας.
Η κοπέλα ήταν γνωστή μόνο στα τρία ξαδέρφια και τον Γρηγόρη.
Ο Παντελής όταν ήταν μικρότερος τη συμπαθούσε – πολύ πριν γνωρίσει την αρχαιολόγο, για χάρη της οποίας τώρα δάκρυζε και ωρυόταν. Ο Σωκράτης την ήξερε από το νησί – κολλητός με τον ξάδερφό της το Σταμάτη. Και η Κατερίνα απλά απορούσε, μαζί με τους άλλους, πώς στο καλό βρέθηκε εκεί η φίλη της.
Η φίλη της η Βάσω. Η Βάσω του Κερκέντελε.
Ο Κωστάλας πήρε το λόγο. Όπως και στην τηλεόραση, έτσι και εκεί, μέσα στη στοά, κατάφερε με το μαγικό του χάρισμα να μαγνητίσει αυτούς που τον άκουγαν. Ακόμα και τους τρεις καταλανούς που, με την άφιξή του, έβγαλαν χωρίς χρονοτριβή τα περίστροφα από τις τσέπες τους και τα έστρεψαν προς αυτόν.
Ο Κωστάλας δεν είπε πολλά. Δεν χρειαζόταν άλλωστε. Η Εύα είχε ήδη μιλήσει πολύ. Και ήταν ηλίου φαεινότερο – άσχετα αν εκείνη την ώρα ο ήλιος φώτιζε το δυτικό ημισφαίριο και σίγουρα όχι τις υπόγειες στοές της Αθήνας – ότι ο Κωστάλας περίμενε στο στόμιο και ο Ροζέ Ντεφλόρ είχε σπεύσει να τον ενημερώσει.
Να τον ενημερώσει – όχι για το μυστικό σχέδιο της Εύας – αυτό το ήξερε από αρκετά νωρίς ο Υφυπουργός – αλλά για το γεγονός ότι η αρχαιολόγος το είχε αποκαλύψει στον Παντελή και όλους τους άλλους που είχε συγκεντρώσει εκεί.
Ο Κωστάλας είχε έρθει σαν τιμωρός. Η άφιξή του ήταν προσχεδιασμένη. Το απρόοπτο, ακόμα και για τον Ροζέ Ντεφλόρ – που υποκριτικά σημάδευε κι αυτός προς τον Κωστάλα μαζί με τους άλλους δύο – ήταν η παρουσία της Βάσως. Αυτό ακριβώς ήταν που προσπάθησε να εξηγήσει ο Κωστάλας.
Ήταν δύσκολο βέβαια, ακόμα και για τον Κωστάλα, να παρουσιάσει με κομψό τρόπο το ρόλο της Βάσως. Από το παραμυθάκι που είπε, η Κατερίνα κατάλαβε αυτό που είχε πραγματικά συμβεί. Ότι ο Κωστάλας ήταν ένα από τα επιφανέστερα μέλη της περίφημης Οργάνωσης, στην οποία ανήκε η φίλη της. Και ότι – από τον αγωνιστικό της ζήλο ορμώμενη – θεώρησε σκόπιμο να δίνει στην Οργάνωση οποιαδήποτε σημαντική ή ασήμαντη πληροφορία έπεφτε στα χέρια της. Χαρτί και καλαμάρι. Έτσι έκανε, λοιπόν, και με τα δύο τηλέφωνα που της είχε δώσει το προηγούμενο βράδυ η Κατερίνα.
Με τα τηλέφωνα του Μαυροπουκαμισάκη, δηλαδή. Οι άνθρωποι της Οργάνωσης, που ήταν και άνθρωποι του καθεστώτος, είχαν εύκολη δουλειά από κει και πέρα. Παρακολούθησαν τα τηλέφωνα, την Κατερίνα και τον πατέρα του παιδιού της, τους ακολούθησαν μέχρι το στόμιο – και μετά ενημέρωσαν εκεί που έπρεπε.
Και να ο Κωστάλας. Και να από δίπλα του η Βάσω, σε ένα περίεργο ψυχολογικό παιχνίδι που έπαιζε ο Κωστάλας – κάνοντάς τη να νιώσει σημαντική στην αρχή, και αργότερα (βλέποντας ότι στην παγίδα είχε πιαστεί και η φίλη της, και τα δύο ξαδέρφια της φίλης, όλοι δηλαδή οι παλιοί γνωστοί από το νησί) να την καταρρακώσει.
Με άλλα λόγια, να τη σκοτώσει.
Μόνο που πραγματικά, κυριολεκτικά, τη Βάσω δεν τη σκότωσε ο Κωστάλας. Αλλά ο Μαυροπουκαμισάκης, που παρά τα κομψευόμενα λόγια του Υφυπουργού κατάλαβε τι ακριβώς είχε γίνει. Και σαν την αστραπή πετάχτηκε μπροστά, έβγαλε το μαχαίρι του και τη σημάδεψε κατευθείαν στην καρδιά.
Οι καταλανοί δεν πρόλαβαν να τη σώσουν. Με τα πιστόλια τους σημάδεψαν και οι τρεις ταυτόχρονα τον Μαυροπουκαμισάκη. Θα πρέπει να πυροβόλησαν και οι τρεις ταυτόχρονα, γιατί ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός.
Ο κρητικός έπεσε αμέσως κάτω. Και μαζί του έπεσαν και οι μάσκες. Αυτές των καταλανών, που – μισθοφόροι κι αυτοί, σαν τους παλιούς Αλμογκάβερς – άλλαξαν στρατόπεδο και έπαψαν πια να σημαδεύουν τον Κωστάλα, στρέφοντας τώρα τα περίστροφά τους στην Εύα και στους φοβισμένους ανθρώπους που εκείνη είχε μαζέψει, υποτίθεται για να τους σώσει.
94
Σε λίγη ώρα κείτονταν όλοι τους νεκροί. Η Εύα, ο Παντελής, η Κατερίνα – με το μωρό στην κοιλιά της –, ο Σωκράτης και ο Γρηγόρης. Η δουλειά είχε γίνει, με συνοπτικές διαδικασίες.
Με ένα νεύμα του Κωστάλα, οι καταλανοί απομακρύνθηκαν προς το φρεάτιο. Ο Κωστάλας φεύγοντας τους άκουσε να τοποθετούν τη σκάλα. Μάλλον θα κατέβαιναν στη βάση του φρεατίου – θα συνέχιζαν τη σκοτεινή παρουσία τους στις υπόγειες στοές, συνεχίζοντας τη μακραίωνη (όπως τελικά αποδεικνυόταν) μυστική παρουσία της φυλής τους στην Αθήνα.
Ο Κωστάλας δεν έφυγε με άδεια χέρια. Ή, για την ακρίβεια, με άδειες τσέπες. Τα έγγραφα που κρατούσαν στα χέρια τους ο Παντελής και ο Σωκράτης ήταν ματωμένα, φαίνονταν όμως πολύ σημαντικά για να τα αφήσει να χαθούν. Ο Ντεφλόρ του είχε πει για τη συζήτηση που είχε προκληθεί εξαιτίας τους. Ο Κωστάλας θα ενδιαφερόταν να μάθει τις λεπτομέρειες αλλά όχι εκείνη την ώρα. Θα είχε άλλωστε όλο τον καιρό να το κάνει στο αεροπλάνο.
Τα μεταλλικά κουτιά τα είχαν πάρει οι καταλανοί. Ο Ροζέ Ντεφλόρ είχε προσέξει ότι ήταν σχεδόν πανομοιότυπα, με εξαίρεση ότι το ένα τους ήταν πιο σκούρο, από τη σκουριά. Ρώτησε τον Καρντενάλ και τον Μορένο αλλά κανένας τους δεν μπορούσε να το εξηγήσει. Ο Ντεφλόρ σήκωσε τους ώμους και τα άφησε να πέσουν στο φρεάτιο. Μετά από λίγα δευτερόλεπτα ακούστηκε, πολλαπλασιασμένο από την αντήχηση, το πέσιμό τους στη βάση του ασανσέρ.
Ο Κωστάλας βγήκε έξω στη φθινοπωρινή ψύχρα. Ήταν τρεις τα ξημερώματα – η ώρα που κάποιο άρμα μάχης κάτω στην Πατησίων γκρέμιζε την πύλη του Πολυτεχνείου. Ο Κωστάλας μπήκε στο αυτοκίνητο και γύρισε τη βελόνα του ραδιοφώνου κοντά στη συχνότητα του Ενόπλων. Λίγο πιο δεξιά για την ακρίβεια, κοντά στους 1060 χιλιοκύκλους. Ακούγονταν μόνο παράσιτα. Μάλλον ο σταθμός είχε σιγήσει.
Άναψε το εσωτερικό φωτάκι και έψαξε τη μία από τις εσωτερικές του τσέπες. Το αεροπορικό εισιτήριο ήταν εκεί. Το έβγαλε, κρατώντας το προσεκτικά από την άκρη για να μην το λερώσει, και διάβασε τις ώρες των πτήσεων. Αθήνα-Ηράκλειο, 18/11, ώρα 07:30. Ηράκλειο-Αθήνα, 25/11, ώρα 09:15. Όλα ήταν εντάξει. Όλα ήταν στη θέση τους. Όλα τα εμπόδια είχαν φύγει – αυτοί που ήξεραν, αυτοί που έλεγχαν, αυτοί που ψάχνονταν, αυτοί που διαμαρτύρονταν.
Οχτώ μέρες έμεναν μόνο. Οχτώ μέρες. Την άλλη Κυριακή, κάποιοι δεν θα γιόρταζαν τη χαμένη Κατερίνα. Κάποιοι θα αναπολούσαν τη χαμένη εξουσία. Κάποιοι, με κατεβασμένο το κεφάλι, θα οδύρονταν για τη χαμένη ευκαιρία. Και κάποιοι άλλοι – κι ο Κωστάλας πίστευε ότι θα ήταν ανάμεσά τους – θα χαμογελούσαν, πριν πέσουν με τα μούτρα στη δουλειά. Για οχτώ μήνες.
Έσβησε το φωτάκι, ξανάβαλε το εισιτήριο στην τσέπη, έφτυσε στις παλάμες του – και τις σκούπισε, για να μην κολλάνε στο τιμόνι – και στο τέλος γύρισε το κλειδί της μηχανής. Η μαύρη Άλφα Ρομέο με τον αριθμό κυκλοφορίας ΤΜ-1973 κατηφόρισε προς το κέντρο μιας τρομαγμένης πόλης, στους δρόμους της οποίας – επίγειους και υπόγειους – είχε αρχίσει, μετά από λίγα χρόνια φαινομενικής γαλήνης, να τρέχει και πάλι αίμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου