85
Ακούγοντας την πόρτα να κλείνει, η Κατερίνα δεν περίμενε καν ν' ακούσει το θόρυβο του ασανσέρ. Άρχισε να ντύνεται – είχε βαρεθεί να φορά νυχτικά και πασούμια, τόσες μέρες κλεισμένη στο σπίτι. Διαψεύδοντας τα στερεότυπα που θέλουν τις γυναίκες να καταναλώνουν άπειρο χρόνο για τον καλλωπισμό τους, η Κατερίνα ήταν ντυμένη και περιποιημένη – πραγματικά όμορφη – μέσα σε πολύ λίγη ώρα.
Το ραντεβού της ήταν στην Πλατεία Αιγύπτου, στις τέσσερις. Η ανέλπιστη αποχώρηση της μητέρας της τη διευκόλυνε αφάνταστα. Έβαλε κι εκείνη βέβαια το χέρι της, και ολίγη υποκριτική τέχνη, για να την πείσει ότι η θεία Χρυσούλα την είχε – τη μάνα της Κατερίνας – περισσότερη ανάγκη απ' ό,τι η ίδια. Η μητέρα του Σωκράτη είχε τηλεφωνήσει ανήσυχη την ώρα του μεσημεριανού φαγητού. Ο γιος της είχε φύγει από το πρωί – ποιος ξέρει αν είχε μπλέξει με τίποτα παρέες στην κατάληψη ή σε τυχόν επεισόδια. Εκείνη, ακούγοντας τη φασαρία των δρόμων από τη μια, και περιμένοντας το γιο της να φανεί από την άλλη, δεν τολμούσε να βγει από το ξενοδοχείο. Ακουγόταν κατατρομαγμένη, κι έτσι η ιδέα της Κατερίνας να στείλει τη μάνα της, για να δει τι γίνεται και να της κάνει παρέα, δε φάνηκε και πολύ παράξενη. Η Στάσα η Φραγκήδαινα περνιόταν πάντα για πιο θαρραλέα. Δεν ήθελε και πολύ η κόρη της να την πιάσει στο φιλότιμο και μ' αυτόν τον τρόπο να υπερνικήσει τους ενδοιασμούς που σίγουρα είχε.
Δεν ήταν να κυκλοφορείς εκείνη την ημέρα στο κέντρο. Και η Κατερίνα το διαπίστωσε όταν βγήκε έξω κι άρχισε να περπατάει. Δεν υπήρχαν ακόμα μπλόκα στη διαδρομή κατά μήκος της Χέυδεν μέχρι την Μαυρομματαίων και από κει προς τον τόπο του ραντεβού, όμως στους δρόμους και τα πεζοδρόμια γινόταν το αδιαχώρητο και η ατμόσφαιρα ήταν βαριά, για κάποιον λόγο που η Κατερίνα δεν μπορούσε να προσδιορίσει.
Αναρωτιόταν αν θα ήταν δυνατό να τον διακρίνει μέσα στην πολυκοσμία. Το μήνυμα που της μετέφερε η Βάσω δεν ήταν πιο συγκεκριμένο: Θα βρίσκονταν στην Ιουλιανού; Στην είσοδο του Πεδίου του Άρεως; Στο κάτω πεζοδρόμιο της Πατησίων; Τελικά δε δυσκολεύτηκε και τόσο. Τον είδε δίπλα σ' ένα περίπτερο, να περιμένει καπνίζοντας. Βοήθησαν και τα ρούχα που αυτός φορούσε. Και ειδικότερα, το πουκάμισο. Μαύρο – όπως και τότε, στη φωτογραφία που έκανε το γύρο της Ελλάδας μετά από την αεροπειρατεία.
Έμεινε να τον κοιτάζει για λίγα λεπτά, πριν πάει να του μιλήσει και να πέσει στην αγκαλιά του. Ήταν ένα μικρό θαύμα το ότι η Βάσω κατάφερε να τον βρει – στον δεύτερο αριθμό, τον αθηναϊκό. Αργότερα, όταν κάθησαν στο πάρκο να μιλήσουν (το ζήτησε η Κατερίνα για να αποφύγει να κουράζεται), της εξήγησε ότι είχε πάρει το καράβι αμέσως μόλις έμαθε ότι ξεκίνησε η εξέγερση – ότι ήρθε η ώρα. Άφησε πίσω του τη δουλειά που με αρκετό κόπο είχε καταφέρει να βρει – σε κάποιον συγγενή του που είχε μεταφορική εταιρεία στο Ηράκλειο – και ήρθε στο σπίτι ενός παλιόφιλου στο Κουκάκι, ενός πραγματικά δικού του ανθρώπου. Ένιωθε το σπίτι του φίλου σαν σπίτι του, και το τηλέφωνό του σαν τηλέφωνό του. Τουλάχιστον, αυτό είχε δώσει στην Κατερίνα, μαζί με του σπιτιού του. Συνήθως δεν βρισκόταν στο αθηναϊκό τηλέφωνο αλλά η Κατερίνα δεν θα 'χανε τίποτα αν κράταγε κι αυτό το σημείο επαφής.
Υπήρχε κι άλλο ένα μικρό θαύμα. Αυτό που δεν έγινε σε τεσσεράμισι χρόνια γάμου – και που, όσο κι αν την απογοήτευε ο γάμος της, μέχρι πριν ένα εξάμηνο δεν είχε συνειδητά σταματήσει να το επιδιώκει – συνέβη σε μία και μόνο νύχτα στο Ηράκλειο, χωρίς να αποτελεί μέρος κάποιου σχεδίου. Ο Μαυροπουκαμισάκης όμως αιφνιδιαστικά – με σωστό πειρατικό ρεσάλτο – μπήκε στη ζωή της. Όταν του ανακοίνωσε ότι περιμένει το παιδί του, δεν μπήκε στον κόπο να τη ρωτήσει αν είναι σίγουρη, ούτε άρχισε να αναρωτιέται τι θα κάνουν. Μονάχα την πήρε αγκαλιά και με τα δυο του χέρια, κι έμειναν έτσι εκεί, σ' ένα παγκάκι, για κάμποση ώρα, μέχρι που νύχτωσε κι ακόμα πιο πολύ.
86
Κάποιοι άλλοι πειρατές, που λειτουργούσαν τον ραδιοσταθμό μέσα απ' το Πολυτεχνείο, ανακοίνωσαν ότι καταλήφθηκε η Νομαρχία. Ένας ακροατής που δε βρισκόταν στην περιοχή ίσως σχημάτιζε την εντύπωση ότι η φοιτητική και νεανική διαμαρτυρία είχε αρχίσει πια να εξαπλώνεται, να παίρνει χαρακτήρα εξέγερσης. Όσοι βρίσκονταν στην περιοχή δεν ήταν, κατά κανόνα, ακροατές και έτσι δεν μπορούσαν να συγκρίνουν.
Ούτε ο Γρηγόρης με τον φίλο του ήταν ακροατές. Δεν είχαν μαζί τους ραδιοφωνάκι – και, ακόμη κι αν είχαν, δεν θα μπορούσαν να το ακούσουν μέσα στο χαμό. Σίγουρα όχι όσο βρίσκονταν στη Νομαρχία, από την ώρα που μπήκαν μέσα – σχεδόν με μέθοδο ριφιφί – μέχρι τότε που, ακολουθώντας τους πολλούς, ξαναβγήκαν έξω στην Αιόλου. Ο Γρηγόρης δεν κατάλαβε αν κάτι τους ανάγκασε να φύγουν ή αν το αποφάσισαν από μόνοι τους. Στην έξοδο, που έγινε από την κανονική πύλη του κτιρίου και όχι από το παρακείμενο κατάστημα, δεν τους εμπόδισε η αστυνομία ή κανείς άλλος. Τα οχήματα και οι πεζοί αστυνομικοί ήταν στη Σταδίου, όπως και πριν.
Ούτε τους τρεις αγνώστους είδαν πουθενά. Η πόρτα του καταστήματος ήταν ανοιχτή όπως και πριν, αλλά δεν υπήρχε κίνηση μέσα ή μπροστά σ' αυτό. Τουλάχιστον δεν φάνηκε τίποτα, στο βιαστικό πέρασμα της ανθρώπινης μάζας, η οποία μετακινήθηκε και πάλι προς την Πανεπιστημίου. Για να πάει πού;
Η απάντηση δεν άργησε να δοθεί. Όλοι στο Σύνταγμα! Το έλεγαν ο ένας στον άλλο και λίγο αργότερα άρχισαν να το φωνάζουν και σαν σύνθημα. Όλοι στο Σύνταγμα, μόνο που η πρόθεση δεν είναι πάντα εύκολο να γίνει πράξη. Η αστυνομία προσπάθησε και πέτυχε να κρατήσει τον κόσμο πολύ μακριά από την κεντρική πλατεία της πόλης. Η εξέγερση δεν έφτασε πιο πέρα από τη Σανταρόζα.
Όσο περνούσε η ώρα, τα πράγματα δυσκόλευαν. Το Σύνταγμα, η συντεταγμένη πολιτεία είχε περάσει στην αντεπίθεση. Οι διαδηλωτές εξακολουθούσαν να πολιορκούν δημόσια κτίρια αλλά σταδιακά υποχωρούσαν και προσπαθούσαν να αμυνθούν με σιδερένια τείχη – με τρόλλεϋ και λεωφορεία που έκλειναν τους δρόμους γύρω απ' το Πολυτεχνείο. Θα ήταν το ίδιο αποτελεσματικά με τα ξύλινα τείχη της Σαλαμίνας; Ποιος ξέρει;
Η ατμόσφαιρα πάντως ήταν βαριά, πολεμική και τα ισχυρότερα όπλα δεν τα είχαν οι έγκλειστοι και οι άλλοι συγκεντρωμένοι. Οι δρόμοι γύρω από το Πολυτεχνείο είχαν γίνει αρκετά επικίνδυνοι. Ο Γρηγόρης και ο φίλος του βρέθηκαν στην οδό Τζωρτζ, ανάμεσα Σολωμού και Στουρνάρα, και διαπίστωναν ότι δεν υπήρχε εύκολος δρόμος για να γυρίσουν στα σπίτια τους. Τριγύρω – στην Κάνιγγος, στο Μουσείο, στη Μάρνη – υπήρχε αστυνομία και ήδη κυκλοφορούσαν φήμες ότι η χούντα θα έβγαζε στους δρόμους και τα τανκς.
Τις φήμες τις άκουσε κι ο Σωκράτης, την ώρα που η περιφρούρηση, σε συνθήκες συνωστισμού, τον άφηνε να βγει από την πλευρική πόρτα της Στουρνάρα. Η χούντα φέρνει το στρατό! έλεγαν διάφοροι, κι ο Σωκράτης δεν απορούσε πλέον ποια χούντα ήταν αυτή. Ήταν, το έβλεπε καθαρά, η χούντα που κρυβόταν πίσω από την ηρεμία, την εξαγγελία εκλογών και τα όμορφα αστικά κουστούμια των νέων υπουργών. Ήταν το αυταρχικό καθεστώς που τελικά δεν άντεξε στην πίεση και αποφάσισε να δείξει ξανά το αληθινό του πρόσωπο.
Η πίεση λειτουργούσε αμφίδρομα. Δεν ήταν όλοι το ίδιο αποφασισμένοι να μείνουν και να συνεχίσουν. Ο Ευτύχης προτίμησε να μείνει έγκλειστος και να το παλέψει μέχρι το τέλος. Ο Σωκράτης ήταν απ' αυτούς που ζήτησαν και κατάφεραν να βγουν έξω, μήπως και προστατέψουν τους εαυτούς τους από την αναμέτρηση που όλο και δυσκόλευε.
Κοντά στη διασταύρωση Τζωρτζ και Στουρνάρα, έξω από ένα καφενείο που εκείνη την ώρα είχε κι αυτό κατεβασμένα τα ρολά, ο Σωκράτης έπεσε πάνω στο Γρηγόρη και το φίλο του. Είχαν κάμποσο καιρό να ιδωθούν – ο Γρηγόρης είχε σχεδόν ενάμιση χρόνο να πάει με την Κατερίνα στο νησί.
Δε ρώτησαν ο ένας τον άλλο πώς βρέθηκε εκεί. Εκείνη την ώρα ήταν περιττό. Αυτό που τους απασχολούσε περισσότερο ήταν τι θα συνέβαινε στη διάρκεια της νύχτας και ποια θα ήταν η δική τους τύχη. Για την τύχη της εξέγερσης δεν είχαν πολλές αυταπάτες. Ο πατρινός φίλος αναρωτιόταν τι θα γινόταν αν έστω και τώρα εμφανίζονταν κάποιοι απ' τους παλιούς πολιτικούς και αποφάσιζαν να καλύψουν πολιτικά τη διαμαρτυρία ή έστω, από ανθρωπισμό και μόνο, να αποτρέψουν τη βίαιη καταστολή της.
Πουλημένοι είναι όλοι, είπε ο Γρηγόρης.
Δεν ξέρω αν είναι πουλημένοι. Μάλλον φοβούνται, αποφάνθηκε ο φίλος του. Οι τρεις τους είχαν αρχίσει να περπατούν. Ανέβαιναν τη Σολωμού προς τα Εξάρχεια, για να δουν αν υπήρχε κάποια ξεχασμένη οδός διαφυγής, πράγμα που έδειχνε απίθανο εκείνες τις ώρες. Η αστυνομία ήταν παντού – αυτή που φορούσε στολή και φαινόταν αλλά και η άλλη, ντυμένη στα πολιτικά και γι' αυτό πιο ύπουλη, σκορπισμένη μέσα στο πλήθος που, όσο απομακρυνόσουν από τον πυρήνα του, τόσο αραίωνε και σε έκανε να νιώθεις ανασφαλής, ευάλωτος.
Δεν άργησαν, όπως περπατούσαν, να γίνουν στόχος για κάποιους απ' αυτή τη δεύτερη, περίεργη συνομοταξία. Αναγκάστηκαν να τρέξουν για να γλιτώσουν απ' το κυνήγι των τριών διωκτών τους. Σε κάποιο σημείο σκόρπισαν. Για την ακρίβεια, ο φίλος του Γρηγόρη έφυγε προς τα αριστερά και οι άλλοι δύο προς τα δεξιά. Οι μυστικοί, ή ό,τι άλλο ήταν, διάλεξαν να κυνηγήσουν τον πιο εύκολο στόχο – εκείνον που ήταν μόνος του. Λίγο αργότερα ακούστηκαν δυο πυροβολισμοί. Ίσως να ήταν από τη μεριά που ήταν ο πατρινός φίλος, ίσως από αλλού. Ο Γρηγόρης με τον Σωκράτη πάντως συνέχισαν να τρέχουν, σχετικά κοντά ο ένας στον άλλο. Δεν ήταν φρόνιμο να σταματήσουν.
Κάποια στιγμή βρήκαν ένα γιαπί και μπήκαν μέσα. Περνώντας μέσα από άμμο και λάσπες, βρέθηκαν στην πίσω αυλή ενός εγκαταλελειμμένου παλιού σπιτιού. Στην πρόσοψή του έβγαζε ένας στενός, χορταριασμένος διάδρομος. Σκαρφάλωσαν στην πύλη, κοίταξαν τριγύρω και, αφού βεβαιώθηκαν ότι δεν περνούσε κανείς, κατέβηκαν με προσοχή στο πεζοδρόμιο και συνέχισαν να περπατούν.
Ο Σωκράτης δεν ήξερε τα στενά. Ούτε κι ο Γρηγόρης ήταν άσσος στον προσανατολισμό, αλλά η γενική του αίσθηση ήταν ότι βρίσκονταν κάπου κοντά στην Ακαδημίας. Πραγματικά, σε μερικές δεκάδες μέτρα απόσταση έβλεπαν τον γνώριμο, φαρδύ δρόμο. Ένιωσαν και οι δύο ένα είδος ανακούφισης που αναγνώριζαν τις συντεταγμένες τους. Δεν ένιωσαν όμως καθόλου ευχάριστα όταν είδαν ότι κάποιοι αστυνομικοί, που προφανώς διέκριναν τις σιλουέτες τους παρότι περπατούσαν τοίχο τοίχο, άρχισαν να έρχονται από την Ακαδημίας προς το μέρος τους.
Έτρεξαν αμέσως στο στενό που βρισκόταν δεξιά τους. Δυστυχώς όμως ήταν ένα μικρό λοξό δρομάκι που λίγο παρακάτω ξανάβγαζε στην Ακαδημίας. Ο Σωκράτης πρόλαβε να δει την επιγραφή στη γωνία. Οδός Κιάφας.
Δεν είχαν άλλη επιλογή από το να κατηφορίσουν. Στην Ακαδημίας ίσως θα ξανάπεφταν πάνω σε αστυνομικούς – αν όμως σταματούσαν ή πήγαιναν πίσω, τότε σίγουρα θα τους έπιαναν αυτοί που τους κυνηγούσαν. Προτίμησαν την ελπίδα του ίσως και προχώρησαν, μέχρι που ο Σωκράτης είδε το κτίριο με τον αριθμό 4-6.
Το κτίριο το είδε και ο Γρηγόρης, το ίδιο και τον αριθμό του. Μόνο που για εκείνον, η διεύθυνση δε σήμαινε τίποτα. Ο Σωκράτης αντίθετα, σε μια αναλαμπή απ' αυτές που κάνει το μυαλό μόνο όταν είναι πολύ στριμωγμένο, θυμήθηκε την παλιά φωτογραφία και αυτό που είχε διαβάσει στο πίσω μέρος της – θυμήθηκε τη διεύθυνση Κιάφας 46 που ποτέ δεν μπόρεσε να εντοπίσει διότι απλά αυτός που την έγραψε δεν εννοούσε το σαρανταέξι αλλά τον διπλό αριθμό τέσσερα-έξι.
Ενστικτωδώς ο Σωκράτης έσπρωξε την πόρτα. Ήταν ανοιχτή. Μπήκαν και οι δύο μέσα, ελπίζοντας ότι δεν τους είχαν δει αυτοί οι αστυνομικοί, και πήραν κατευθείαν τα σκαλιά προς το υπόγειο.
87
Όσο πιο ψηλά ανέβαινε στα Τουρκοβούνια, τόσο περισσότερο κρύωνε. Ήταν λογικό. Είχε αρχίσει να νυχτώνει.
Όσο πιο ψηλά ανέβαινε, τόσο πιο ήσυχη του φαινόταν η Αθήνα. Απομακρυνόταν από τη στριμωγμένη κυκλοφορία και τις διαδηλώσεις. Υπήρχε βέβαια μια καταχνιά, που την απέδωσε στη φθινοπωρινή υγρασία. Υπήρχαν και κάποιες λάμψεις, κάποιες ανταύγειες πάνω στην ομιχλώδη ατμόσφαιρα – αυτές δεν ήξερε πού να τις αποδώσει.
Όσο ψηλά κι αν ανέβαινε, δεν σταματούσε να βλέπει ανθρώπους στα πεζοδρόμια, στις πόρτες και στα παράθυρα. Περισσότερους απ' ό,τι συνήθως. Μερικοί συζητούσαν χαμηλόφωνα. Όλοι έδειχναν προβληματισμένοι και ανήσυχοι.
Στην αρχή περπατούσε μόνος. Αργότερα, στο απέναντι πεζοδρόμιο είδε ένα ζευγάρι να κινείται στην ίδια κατεύθυνση μ' αυτόν. Σε μια διασταύρωση, στα όρια της χτισμένης και κατοικημένης περιοχής, μπόρεσε να διακρίνει τα πρόσωπά τους.
Ήξερε ότι η ξαδέρφη του ήταν έγκυος. Γι' αυτό το λόγο δεν καταλάβαινε τι δουλειά είχε να ανηφορίζει το λόφο. Και ποιος ήταν αυτός ο τύπος δίπλα της με το μαύρο πουκάμισο; Ίσως κάποιος συνάδελφος – αλλά σε τόσο μεγάλη απόσταση από το γραφείο του Δανιηλίδη;
Για μια στιγμή σκέφτηκε να φανεί διακριτικός και να συνεχίσει το δρόμο του. Θυμήθηκε όμως το αφεντικό της Κατερίνας και το φάκελο που εκείνη είχε δώσει για λογαριασμό του στον Παντελή. Τον είχε κρύψει στον ίδιο χώρο προς τον οποίο ο ίδιος πήγαινε εκείνη την ώρα. Μήπως άραγε είχε έρθει η ώρα; Όσο υπήρχε πιθανότητα η απάντηση σ' αυτό το ερώτημα να είναι Ναι, ο Παντελής αποφάσισε να περάσει απέναντι και να τους μιλήσει από κοντά.
Μετά από τις συστάσεις και τη σχετική γρήγορη χειραψία, συνέχισαν να περπατούν προς τα πάνω. Η Κατερίνα εξήγησε στον Παντελή ότι προσπαθούσαν να απομακρυνθούν όσο το δυνατόν περισσότερο από το κέντρο της πόλης. Η ατμόσφαιρα είχε αρχίσει να βαραίνει – ήδη έπεφταν δακρυγόνα και σε κάποια σημεία οι διαδηλωτές άναψαν φωτιές για να τα αντιμετωπίσουν. Κι ακόμη, ο Μαυροπουκαμισάκης αποτελούσε στόχο – η Κατερίνα θύμισε στον ξάδερφό της την ιστορία του, κι εκείνος συνειδητοποίησε ότι το πρόσωπό του κρητικού μπορεί να ήταν γνώριμο στους ανθρώπους της αστυνομίας, η οποία συγκέντρωνε όλο και περισσότερες δυνάμεις της γύρω από το Πολυτεχνείο.
Έκαναν αρκετές στάσεις στο δρόμο, για να ξεκουραστεί η Κατερίνα – που ήδη είχε περπατήσει πολύ περισσότερο απ' όσο της είχε συστήσει ο γιατρός. Συνέχισαν όμως να πηγαίνουν προς τα πάνω. Στην ερώτηση της Κατερίνας, πού πηγαίνουν, ο Παντελής είχε απαντήσει ότι πήγαιναν σε ένα σίγουρο μέρος. Ε τότε, ας συνεχίσουμε! προέτρεψε η Κατερίνα τον Μαυροπουκαμισάκη. Στο απορημένο του βλέμμα απάντησε με τρεις μόνο λέξεις: Ξέρει ο Παντελής.
Π' ανάθεμά με κι αν ξέρω! σκέφτηκε εκείνος. Ναι, η στοά που είχε ανακαλύψει η Εύα, τον καιρό των ερευνών της Φροντιέρρα, ήταν ένα μέρος όπου η ξαδέρφη του και ο φίλος της θα μπορούσαν να κρυφτούν μέχρι να ηρεμήσουν τα πράγματα – και έτσι να γλιτώσουν τις περιπέτειες. Ο Παντελής όμως, έχοντας διαβάσει τη μυστηριώδη αγγελία, πήγαινε προς τα Τουρκοβούνια για να βρει την περιπέτεια, όχι να την αποφύγει.
Τον φακό, που είχε πάρει μαζί του από το γραφείο φεύγοντας, δεν τον άναψε παρά μόνο όταν είχαν μπει κι οι τρεις στη στοά. Περπάτησαν αργά-αργά μέχρι που άρχισαν να βλέπουν φως μπροστά τους, αρχικά σε κάποια απόσταση και αχνό, στη συνέχεια πιο έντονο. Είχαν μπει αρκετά μέσα – σχεδόν μισό μίλι.
Σε κάποια στιγμή ο Παντελής σταμάτησε. Έμεινε λίγο ακίνητος, σκέφτηκε και αποφάσισε να φωνάξει:
Εύα!
Σχεδόν αμέσως πήρε την απάντηση: Καμ όβερ χίαρ, Παντελής! Ήταν η φωνή που θυμόταν, λίγο παραμορφωμένη από την αντήχηση και ίσως και λίγο πιο βραχνή από παλιά.
Προχώρησαν και την είδαν. Για την ακρίβεια είδαν τη σκιά της – στεκόταν μπροστά από μια λάμπα θυέλλης, η οποία, ακουμπισμένη στο δάπεδο, φώτιζε το σημείο όπου βρισκόταν.
Η Εύα ήταν μόνη της. Ο Παντελής τής σύστησε την Κατερίνα και τον Μαυροπουκαμισάκη. Δεν υπήρχε χώρος για χειραψίες. Είπαν ένα Γεια!
Ο Παντελής πρόσεξε ότι ήταν Γεια, δεν ήταν Χαλόου. Λίγες στιγμές αργότερα η Εύα άρχισε να μιλάει στα ελληνικά. Η έκπληξη στο πρόσωπο του Παντελή, ορατή ακόμα και στο περιορισμένο φως του χώρου, οφειλόταν όχι τόσο στη χρήση των ελληνικών – μετά από το Εύα Παπαδοπούλου της αγγελίας ήξερε ότι κάτι τέτοιο έπρεπε να περιμένει – όσο στη φυσικότητα με την οποία η αρχαιολόγος ξεκίνησε αυτή τη διάλεξη, μπροστά στο κοινό των τριών ατόμων, με τον ίδιο τρόπο που θα το έκανε σε ένα πανεπιστημιακό αμφιθέατρο ή άλλο επιστημονικό φόρουμ. Το μόνο που έλειπε ήταν οι εισαγωγικές κουβέντες που συνήθως ακούγονται σ' αυτές τις ομιλίες – οι ευχαριστίες στους διοργανωτές και στον προεδρεύοντα.
Όλοι γνωρίζουν ότι η Αθήνα στη φραγκοκρατία ήταν η έδρα ενός δουκάτου… Τα ελληνικά της ήταν πολύ καλά, με μια ξενική προφορά βέβαια αλλά με ελάχιστους σολοικισμούς. Η Εύα μίλησε για τους Αλμογκάβερς και τη νίκη τους στη μάχη του 1311, μετά από την οποία οι καταλανοί μισθοφόροι έγιναν κυρίαρχοι στην ανατολική Στερεά.
Σε αντίθεση όμως με την έναρξη της καταλανικής κυριαρχίας, η οποία χαρακτηριζόταν από μια χρονολογία-ορόσημο, η λήξη της δεν είχε σημαδευτεί από κάποιο γεγονός αντίστοιχης βαρύτητας. Οι ιστορικές πηγές μιλούσαν για μια σταδιακή αποσύνθεση. Πρώτα άρχισε να φυλλοροεί η ηγεσία: τον τίτλο του δούκα δεν τον έφεραν πια οι καταλανοί της Αθήνας αλλά απευθείας οι ομοεθνείς τους βασιλείς της Σικελίας. Μετά εμφανίστηκαν οι ναβαρραίοι, που κατέκτησαν το μισό δουκάτο και απειλούσαν το άλλο μισό. Στο τέλος, το 1388, κυρίαρχος της Αθήνας έγινε ο Νέριο Ατσαγιόλι από τη Φλωρεντία.
Η κατάκτηση της Αθήνας από τον Ατσαγιόλι είχε ημερομηνία (2 Μαϊου), όμως οι αναφορές στον τρόπο κατάκτησής της ήταν πενιχρές. Το εντυπωσιακό ήταν ότι τα ίχνη των καταλανών μετά το 1388 εξαφανίζονταν απότομα. Η Εύα τόνισε ότι η έρευνά της εστιάστηκε ακριβώς σε αυτό το σημείο: το πώς οι σκληροτράχηλοι Αλμογκάβερς χάθηκαν από προσώπου γης.
Υπήρχε όμως το χειρόγραφο του Μοντσερράτ για την πραγματική επτάλοφο. Αυτό έδειξε στην Εύα ότι οι καταλανοί κατά πάσα πιθανότητα δεν περιορίζονταν στο πρόσωπο της γης. Και πραγματικά: Με τις έρευνές της, από το '69 και μετά – και ο Παντελής θυμήθηκε τις βόλτες στα Τουρκοβούνια –, επιβεβαίωσε ότι το υπέδαφος της Αθήνας ήταν γεμάτο στοές και πηγάδια, που φτιάχτηκαν κάποτε από ανθρώπινο χέρι.
Σ' εκείνο το σημείο η Εύα ζήτησε από το ακροατήριό της να κοιτάξει προσεκτικά. Έβγαλε ένα φακό από την τσάντα της και τον έστρεψε προς το δάπεδο. Στο σημείο εκείνο σχηματιζόταν ένα σκαλοπάτι ή, ακριβέστερα, κάτι που έμοιαζε με πλατύσκαλο. Το δάπεδο σχημάτιζε μια μικρή υπερύψωση, με διαστάσεις περίπου ένα επί ένα μέτρο.
Ο Παντελής θυμήθηκε. Ήταν το σημείο που είχε κάνει την Εύα να σκοντάψει, τότε που είχαν πρωτοπερπατήσει μαζί μέσα στο σπήλαιο. Το σημείο στο οποίο και ο ίδιος είχε προσέξει να μην την ξαναπατήσει, όταν το προηγούμενο καλοκαίρι είχε περάσει από εκεί με σκοπό να κρύψει το φάκελο της Κατερίνας. Δεν είχε φανταστεί όμως ότι υπήρχε κάτι άξιο λόγου σε εκείνο το σκαλοπάτι ή ό,τι άλλο ήταν. Και σίγουρα το λιγοστό φως δεν βοηθούσε, ούτε τον Παντελή ούτε τους άλλους δύο συνοδοιπόρους του να δουν αυτό που ήθελε να τους δείξει η Εύα.
Η αρχαιολόγος ζήτησε από τον Παντελή να βάλει το χέρι του στο δάπεδο και να της πει αν νιώθει κάτι. Και πραγματικά, εκείνος αισθάνθηκε ότι σε κάποια σημεία άλλαζε η υφή της (κατά τα άλλα λείας) πλάκας. Αυτή η αλλαγή δεν φαινόταν εύκολα με το γυμνό μάτι, ήταν όμως σαφής σε όποιον έκανε τον κόπο να ακουμπήσει την παλάμη του – ορισμένα σημεία ήταν αισθητά πιο τραχιά στο άγγιγμα.
Η Εύα ρώτησε τον Παντελή αν αναγνωρίζει κάποιο σχήμα ή κάποια μορφή στα σημεία αυτά. Ο Παντελής μετακίνησε την παλάμη του πάνω, κάτω και πλάγια και μετά από λίγο απάντησε ότι μοιάζουν με γράμματα του αλφαβήτου. Ψάχνοντας λίγο ακόμη, συμπέρανε ότι πρόκειται για δύο ζεύγη χαρακτήρων:
Στην πρώτη σειρά ήταν το ένα και το τρία.
Και στη δεύτερη σειρά, ήταν το εννέα και το επτά.
Για την Εύα, η πιθανότερη ερμηνεία ήταν η απλούστερη:
1 | 3 | |||
= | 1397 | |||
9 | 7 |
Με άλλα λόγια, τα τέσσερα ψηφία σχημάτιζαν τη χρονολογία χίλια τριακόσια ενενήντα επτά. Εννιά ολόκληρα χρόνια αφότου χάθηκαν τα ίχνη των Καταλανών. Ήταν δυνατόν;
Η επιγραφή βέβαια δεν ήταν τίποτε παραπάνω από μια ένδειξη. Η Εύα δεν είχε ακόμη καταφέρει να αποδείξει, με κάποια αδιαμφισβήτητη μεθοδολογία, τη γνησιότητα και άρα την αληθινή ηλικία της χαραγμένης γραφής.
Ο Παντελής ζήτησε το φακό. Γονάτισε πάνω στην πλάκα που είχε, κάποτε, κάνει την Εύα να σκοντάψει – και την κοίταξε προσεκτικά. Σε λίγο ρώτησε τους άλλους, αν έχει κανείς μαζί του ένα σουγιαδάκι, μια πέτρα ή κάτι άλλο σκληρό και αιχμηρό. Η Εύα είπε πως ναι και έβαλε το χέρι της στη μαγική της τσάντα. Έβγαλε και έδωσε στον Παντελή μια πέτρα που έμοιαζε στο σχήμα με τις πελεκημένες που χρησιμοποιούσαν οι προϊστορικοί άνθρωποι.
Εδώ πέρα, είπε ο Παντελής δείχνοντας ένα σημείο κοντά στο άκρο της πλάκας, μού φαίνεται ότι υπάρχει κάτι. Η Εύα έσκυψε μήπως και προσέξει κάτι. Δεν έβλεπε όμως τίποτα. Ο Παντελής πήγε να ξύσει την επιφάνεια της πλάκας αλλά η Εύα, σαν γνήσια και ευσυνείδητη αρχαιολόγος, τον σταμάτησε.
Ο Παντελής δεν επέμεινε. Σχεδόν αμέσως προχώρησε παραμέσα, κρατώντας τη λάμπα θυέλλης, και μετά από λίγο επέστρεψε, κρατώντας στην αριστερή του μασχάλη ένα μεταλλικό κουτί. Το άνοιξε μπροστά σε όλους. Η Κατερίνα αναγνώρισε το περιεχόμενο αμέσως μόλις το είδε. Ή μάλλον το διαισθάνθηκε – εξωτερικά ήταν ένας φάκελος σαν όλους τους άλλους. Για να τον φέρει όμως ο Παντελής, δεν θα μπορούσε παρά να είναι εκείνος ο φάκελος.
Κατερίνα… Σε πειράζει να τον ανοίξω και να τον διαβάσω εγώ; Εσύ θα είσαι εξαντλημένη. Η Κατερίνα παραξενεύτηκε αλλά ο όποιος δισταγμός της υπερνικήθηκε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Ήταν στ' αλήθεια εξαντλημένη. Απορούσε αν άξιζε να βάλει το παιδί της σε τέτοια ταλαιπωρία εκείνη τη βραδιά – ήταν όμως πια αργά.
Εντάξει, του είπε. Σε εμπιστεύομαι, συμπλήρωσε, ρίχνοντας μια αβέβαιη ματιά προς την πλευρά της Εύας, που τους άκουγε ανέκφραστη. Ο Παντελής κάθησε οκλαδόν. Τον μιμήθηκαν και οι υπόλοιποι. Πήρε δίπλα του τη λάμπα, άνοιξε τον φάκελο και άρχισε να διαβάζει το περιεχόμενο. Το κείμενο ήταν δακτυλογραφημένο με μεγάλο περιθώριο στα δεξιά – σαν ένα κανονικό συμβολαιογραφικό έγγραφο, με τη δέουσα χαρτοσήμανση. Η γλώσσα ήταν η γνώριμη απλή καθαρεύουσα ενός παλιομοδίτη.
Αθήναι 21/4/970
Σήμερον τινές θα εορτάσουν την επέτειον της Επαναστάσεως. Μαζύ τους κ' εγώ, μολονότι ήμουν μεταξύ εκείνων οι οποίοι συνεργάσθηκαν μετά των επαναστατών, ουχί από της εκδηλώσεως του στρατιωτικού κινήματος αλλ' αφού οι συνταγματάρχαι είχον πλέον εδραιωθή.
Έμαθα ότι την επιλογήν μου, όπως συνεργασθώ, ωρισμένοι την εθεώρησαν ως προδοσίαν ή ακόμη και δωσιλογισμόν. Αντιλαμβάνομαι ότι η πικρία δύναται να ωδηγήση εις υπερβολήν. Ίσως και εις αμνησίαν. Λησμονούν την κατάστασιν εις ην ευρίσκετο η χώρα προ της Επαναστάσεως. Ομοίως, λησμονούν ό,τι έλεγον κ' οι ίδιοι: <Πότε θα έλθη ένας λοχίας να βάλη τα πράγματα σε μία τάξι;> Ακόμη και ο Καραμανλής, ον επικαλούνται, εις συνέντευξίν του εις την γαλλικήν εφημερίδα <Le Monde> εις τα τέλη του 1967, είπεν ότι, προ της Επαναστάσεως, ήρχετο αδελφοκτόνος σπαραγμός και ηθική αναρχία. Ήρχετο, λέγω εγώ, άρα απεσωβήθη.
Καλώς λοιπόν εγένετο η Επανάστασις. Οι σώφρονες υποστηρίζουν την Εθνικήν Κυβέρνησιν. Τούτο το βλέπουν όλοι και παντού. Ενθουσιώδη πλήθη συρρέουν εις τας ομιλίας και δημοσίας συγκεντρώσεις του κ. Προέδρου και των κ.κ. Υπουργών. Η κοινωνία μας και η Εθνική Οικονομία συνεχίζουν να αναπτύσσωνται εντός κλίματος σταθερότητος.
Τους σώφρονας, λοιπόν, ωφείλαμε να ανταμείψωμεν. Να τους ανταποδώσωμε την εμπιστοσύνην τους. Τους παρέσχομεν ασφάλειαν – σύμφωνοι. Εδικαιούντο όμως έτι πλέον. Και, διά να τους παράσχωμε έτι πλέον, προέβην κ' εγώ, με ιδικήν μου πρωτοβουλίαν, εις τας ενεργείας, τας οποίας εθεώρουν ορθάς. Διότι εγνώριζον, εκ της μακράς μου πείρας, ότι αι διαθέσεις των ανθρώπων αλλάζουν με τον καιρόν. Η αποδοχή της σήμερον δύναται να γίνη ανοχή ή αδιαφορία αύριον και απόρριψις μεθαύριον.
Επίσης, επίστευον ότι όστις πράττει το Ορθόν δεν δεσμεύεται από τας τυπικότητας της γραφειοκρατίας αλλ' οφείλει να αξιοποιή όλας του τας δυνάμεις. Εις την διάθεσίν μου είχον δε άφθονα μέσα. Χάρις εις το κυβερνητικόν μου αξίωμα, αλλά κυρίως χάρις εις την παλαιάν μου διπλωματικήν σταδιοδρομίαν, είχον τόσας διεθνείς διασυνδέσεις, όσας ελάχιστοι άλλοι Έλληνες.
Ήδη από της ψηφίσεως του Συντάγματος κ' ενωρίτερον, διείδον ότι τα κράτη της Δυτικής Ευρώπης θα επίεζον σθεναρώς διά την λήψιν φιλελευθέρων μέτρων και την επιστροφήν εις σύστημα κοινοβουλευτισμού. Μετά λύπης μου διεπίστωσα ότι οι συνάδελφοί μου εις την Κυβέρνησιν είχον την γνώμην ότι ήμουν υπερβολικός και ότι εν πάση περιπτώσει οι κίνδυνοι διά το καθεστώς ήσαν αμελητέοι. Δεν είμαι σίγουρος εάν απηχούσαν την άποψιν της Ηγεσίας ή αντιστρόφως, εάν ούτοι επηρέαζον και εφησύχαζον τον Πρόεδρον και τους παρ' αυτώ.
Παρά ταύτα, απεφάσισα να δράσω μόνος μου, προσπαθών με όλας μου τας δυνάμεις να αποτρέψω τον διασυρμόν της πατρίδος. Την ώραν όπου η επίσημος Διπλωματία μας προσπαθούσε να <ροκανίση> χρόνον, υποσχομένη διά στόματός μου και διά των κατά τόπους Πρέσβεων έν χρονοδιάγραμμα επιστροφής εις τον κοινοβουλευτισμόν, παραλλήλως εγένοντο ενέργειες με σκοπόν το <ροκάνισμα> (ανεπαισθήτως, αλλά σταθερώς) της ατρώτου εικόνος του καθεστώτος εις το εσωτερικόν. Αύτη η φθορά ουδόλως θα εγένετο αισθητή εις το εξωτερικόν και άρα δεν θα επηρέαζε την εντύπωσιν των ξένων, θα εδημιουργούσε όμως εις τον Λαόν ελπίδα και θα τον ωθούσε να εκφρασθή περισσότερον ελευθέρως και τολμηρότερον. Η ελπίς μου ήτο ότι η Κυβέρνησις με τον καιρόν, και προτού το εσωτερικόν της μέτωπον κλονισθή, θα ελάμβανε το μήνυμα και θα προσάρμοζε την στάσιν της ηπίως και ουχί βιαίως.
Με πλήρην διακριτικότητα, λοιπόν, συνεννοήθην με τους καταλλήλους ανθρώπους διά την ενεργοποίησιν του λογαριασμού 62. Τον είχαμε ανοίξη εις ανύποπτον χρόνον, μαζύ με συναδέλφους διπλωμάτας εξ Ισπανίας, εις μίαν εκ των παμπόλλων εν Ζυρίχη τραπεζών. <Αχρείαστος να είναι>, είχομεν ειπή τότε, και ιδού! τον εχρειάσθημεν!
Οι άνθρωποί μου εις Ισπανίαν έτεινον ευήκοον ούς εις την πρότασιν ενεργοποιήσεως του λογαριασμού. Συνέβαλε εις τούτο και ο άνθρωπός μου εις Ρώμην (και συγκεκριμένως εις Φιουμιτσίνον), όστις πάντοτε με εθεώρει ως έναν εκ των μεντόρων του κ' έδιδε μεγάλην σημασίαν εις όσα έλεγον. Κατάφερε όπως πείση την αδελφήν του, και τοιουτοτρόπως, το αναγνωρίζω, έθεσε τα θεμέλια δι' αυτήν την μυστικήν Ελληνο-Ισπανικήν συνεργασίαν.
Συνέβαλε επίσης και η συγκυρία. Τον Αύγουστον του 1968, η αυτονομιστική οργάνωσις των Βάσκων επραγματοποίησε το πρώτον της δολοφονικόν κτύπημα. Οι Ισπανοί εφοβούντο το ενδεχόμενον του διμετώπου εσωτερικού αγώνος εναντίον Βάσκων και Καταλανών ταυτοχρόνως. Διά τούτο έσπευσαν να προλάβουν τουλάχιστον τους δευτέρους, τώρα που και οι πρώτοι είχον αρχίση να σκοτώνουν. Και ο καλύτερος τρόπος δια να τους προλάβουν ήτο να τους πληρώσουν.
Με την ενεργοποίησιν του λογαριασμού 62 θα διοχετεύοντο, μετά διακριτικότητος και ταχειών διαδικασιών, τα εκάστοτε απαιτούμενα ποσά δια τας λεγομένας ειδικού χειρισμού ενεργείας, υπό τον στενόν έλεγχον μιας μικρής ομάδος ανθρώπων εις Ελλάδα και Ισπανίαν.
Υπήρχε βεβαίως και μια λεπτομέρεια. Δια να ενεργοποιηθή ο λογαριασμός, έπρεπε να υπάρχουν χρήματα εις αυτόν, τα οποία θα συνεισφέροντο και από τας δύο πλευράς αναλόγως του κατά κεφαλήν ακαθαρίστου εθνικού προϊόντος εκάστης χώρας. Κ' οι μεν Ισπανοί ήσαν συνεπείς εις την καταβολήν των ποσών. Πηγή τους ήτο μία σκιώδης τεχνική εταιρεία ονόματι <Frontierra>. Η Ελληνική πλευρά όμως επί πολλά έτη δεν είχε μεριμνήση σοβαρώς διά την τροφοδοσίαν του ειδικού λογαριασμού.
Η ανάγκη εκαλύφθη συντόμως χάρις εις μιαν έμπνευσιν θρησκευτικού χαρακτήρος. Δεν ξεύρω εάν ήτο κ' θεόσταλτος. Μάλλον καρτεσιανή ήτο, βασισμένη εις την ψυχράν λογικήν. Κάποιος παρετήρησεν ότι ο Έλλην εκ της καρδίας του πληρώνει μόνον ό,τι έχει σχέσιν με την Εκκλησίαν. Διά το κηρίον, τον δίσκον του ναού, το Φιλόπτωχον, την παρουσίαν του ιερέως εις τα ιερά μυστήρια και τας άλλας τελετάς – έμπροσθεν του ράσου και της εικόνος, ο Έλλην βάζει την χείρα εις την τσέπην.
Όστις, λοιπόν, προέβλεψε την επιτυχίαν, ήν θα είχεν εις έρανος υπέρ της ανεγέρσεως μιας υπερλάμπρου εκκλησίας εις τον υψηλότερον λόφον των Αθηνών, εδικαιώθη. Με την συνεργασίαν μιας Ελληνικής τραπέζης, εδυνήθημεν…
Εδώ ο Παντελής ένιωσε έναν κόμπο στο λαιμό του.
…να δημιουργήσωμεν το παγκοσμίως πρωτότυπον ερανικόν δάνειον, μέσω του οποίου το ύψος καταθέσεων διεμορφώνετο κατ' αναλογίαν προς τον οβολόν τον οποίον κατέθετον οι πιστοί υπέρ του Τάματος του Έθνους. Εφεξής, το μόνον το οποίον εχρειάζετο ήτο ο καθορισμός ενός μικρού πλην επαρκούς ποσοστού <υπέρ του λογαριασμού 62>, το οποίον κ' αποταμίευε η τράπεζα ιδιαιτέρως.
Αρχικώς, τα αποτελέσματα ήσαν πράγματι εντυπωσιακά. Η Ελληνική συνεισφορά των παρελθόντων ετών εκαλύφθη και εξωφλήθησαν οι τόκοι των. Τα χρήματα ήσαν επαρκή διά να καλύψουν τας ανάγκας εις αμφοτέρας τας χώρας. Δεν γνωρίζω τι ακριβώς εχρηματοδοτήθη εν Ισπανία, αλλ' οι Ισπανοί είχον την γαλήνην, την οποίαν επιθυμούσαν εις την Καταλωνίαν, ενόσω οι Βάσκοι εμαίνοντο. Εις την Ελλάδα, πάντως, αρχικώς όλα έβαινον ως έδει. <Βομβίτσες> εδώ κ' εκεί, άνευ πολλών συνεπειών κ' άνευ ουδεμίας διεθνούς δημοσιότητος, αλλ' ικαναί εις αριθμόν ώστε να δημιουργήσουν εις τον κόσμον την ψευδαίσθησιν ότι κάτι εκινείτο. Και ταυτοχρόνως, είς εικονικός αρχιτεκτονικός διαγωνισμός διά το Τάμα είχε δρομολογηθή, ίνα εξασφαλισθή το ενδιαφέρον του κόσμου κ' η ροή των χρημάτων.
Ο Παντελής έκανε μια παύση για να βεβαιωθεί ότι είχε διαβάσει σωστά. Εικονικός. Μάλιστα. Συνέχισε.
Έως το θέρος, όμως, είχον έλθη τα επάνω-κάτω. Εις το <παιχνίδι> του Τάματος είχε εισέλθει και η επίσημος Εκκλησία, ήτις επεθύμει να έχη μεγαλύτερον έλεγχον και, πιθανώτατα, και ρόλον τινά εις τα οικονομικά του εγχειρήματος. Αρχικώς τους απησχόλησε μόνον ο δήθεν διαγωνισμός και διατί επελέγη η Α τράπεζα και ουχί η Β. Έκαμα ωρισμένας απαραιτήτους διορθωτικάς παρεμβάσεις…
Ήταν στ' αλήθεια δύσκολο για τον Παντελή να δεχτεί ότι οι αλλαγές στη ζωή του και σ' αυτή των γονιών του ήταν απλά οι διορθωτικαί παρεμβάσεις του Πίπη.
…και τα πράγματα εφάνησαν να ηρεμούν κατ' αρχήν. Μέχρις ότου ήλθεν ο Ιούλιος. Και όλα άρχισαν να αλλάζουν.
Η βόμβα, ήτις εξερράγη εις τας χείρας του Καράγιωργα τον μήνα εκείνον έδωσε εις την αντίστασιν, και εις την καταστολήν αυτής, την δημοσιότητα ήν απευχόμουν. Αι δυτικοευρωπαïκαί κυβερνήσεις ήρχισαν εκ νέου να κάμνουν φασαρίαν. Το χειρότερον όμως δι εμέ ήτο ότι, υπό την ασφυκτικήν πίεσιν των συνομιλητών τους εις τας χώρας αι οποίαι τους εφιλοξενούσαν, οι Πρέσβεις δεν ηρώτουν πλέον την ιεραρχίαν των αλλ απηυθύνοντο εις εκείνους, τους οποίους ο καθείς εγνώριζεν καλύτερον. Το αποτέλεσμα ήτο ότι ήρχισαν να λαμβάνουν απευθείας εντολάς και κατευθύνσεις παρ' ετέρων κέντρων. Εις τας αρχάς Αυγούστου τους συνεκέντρωσα άπαντας εις την εν Βέρνην Πρεσβείαν ημών, όπου τους παρέθεσα γεύμα…
Ο Παντελής γύρισε και είδε την Εύα να χαμογελάει, χωρίς να τον κοιτάει. Χαμογέλασε κι εκείνος. Ξαναγύρισε στο κείμενο.
…και προσεπάθησα να τους επαναφέρω <στα νερά μου>. Εις μάτην. Μεθ' ολίγον ήρχισαν εκ νέου να πράττουν όπως ήθελον. Και έκαμαν μεγάλην ζημίαν.
Αντί να κατευνασθή η κοινή γνώμη των Ευρωπαίων, ηναγκάσθημεν να αποχωρήσωμεν του Συμβουλίου της Ευρώπης. Δεν επίστευον πλέον ουδόλως τα λεγόμενά μας περί του χρονοδιαγράμματος. Δεν πταίουν φυσικώς μόνον οι Πρεσβευταί διά τούτο, αλλ' είμαι πεπεισμένος ότι η υπεροψία την οποίαν απέπνεον, με προτροπήν βεβαίως τινών εξ Αθηνών, έπαιξε καθοριστικόν ρόλον εις την αυστηρότητα και εχθρικότητα, άς αντιμετωπίσαμεν.
Το χειρότερον όμως όλων ήτο η απομύζησις του λογαριασμού 62. Και μάλιστα, εις μιαν εποχήν όπου είχον καταφέρη, εις συνεννόησιν μετά των Ισπανών, να τους πείσω ίνα αναστείλουν την χρηματοδότησιν των ιδικών τους δράσεων – άλλως, να εξασφαλίσω το 100% των χρημάτων του λογαριασμού υπέρ των εν Ελλάδι ενεργειών. Είχομεν καταφέρη να εκμεταλλευθώμεν μιαν ευτυχήν συγκυρίαν: Εις την Ισπανίαν είχε συμφωνηθή η διαδοχή του Φράνκο παρά του βασιλικού ζεύγους. Οι Ισπανοί ήσαν πλήρεις αισιοδοξίας – και τούτο ακριβώς το κλίμα επέδρασεν ευνοϊκώς εις την επιδίωξιν ημών.
Δυστυχώς, ολίγον μετά την συμφωνίαν ταύτην, το ήμισυ των χρημάτων του λογαριασμού <έκαμναν φτερά>! Δηλαδή, ακριβώς τα χρήματα τα οποία αρχικώς προωρίζοντο διά τους Ισπανούς, κατόπιν δε της συμφωνίας θα τα ελαμβάνομεν πλέον ημείς…
Σ' αυτό το σημείο ο Παντελής δίστασε. Ενστικτωδώς έφερε τα χαρτιά προς τα αριστερά του πριν συνεχίσει, προβλέποντας την αντίδραση σ' αυτό που θα διάβαζε αμέσως μετά.
…Το πλέον απογοητευτικόν ήτο ότι η υπεξαίρεσις εγένετο υπό δύο ανθρώπων απολύτου εμπιστοσύνης. Ο είς είχεν υπηρετήση επί σειράν ετών διά λογαριασμόν Πρεσβειών μας εις διαφόρους χώρας. Θλίβομαι όταν τον ορώ προαλειφόμενον ως Υπουργόν. Δεν ξεύρω εάν θα αντέξω να τον έχω ως συνάδελφον. Δυστυχώς απολαμβάνει υψηλής προστασίας. Η ετέρα είναι έν πρόσωπον το οποίον επίσης συνειργάσθη μεθ' ημών καθ' όλον το διάστημα της ενεργοποιήσεως του λογαριασμού 62. Είναι η Ισπανίς αρχαιολόγος Εύα Σαβάλλ…
Όπως περίμενε ο Παντελής, η Εύα πετάχτηκε προς το μέρος του. Ο Μαυροπουκαμισάκης όμως ήταν ταχύτερος. Πρόλαβε και την συγκράτησε πριν πέσει πάνω στον Παντελή και αρπάξει το κείμενο, που είχε πια σχεδόν διαβαστεί ολόκληρο.
Έμενε η τελευταία παράγραφος. Όταν βεβαιώθηκε ότι ο κρητικός είχε ηρεμήσει την Εύα, ο Παντελής συνέχισε.
Το σχέδιόν μου δεν ηυδοκίμησε. Τουλάχιστον ουχί όσον ταχέως ήλπιζον. Πιστεύω όμως ότι η πορεία προς τον σταδιακόν εκδημοκρατισμόν είναι μονόδρομος. Και επιπλέον, έστω τα ολίγα τα οποία επραγματοποιήθησαν μέχρι τούδε,, είμαι βέβαιος ότι θα <πιάσουν τόπον>. Δεν ξεύρω εάν θα ζήσω δια να τα ιδώ. Έχω όμως το ιδικόν μου ΤΑΜΑ. Και ιδού: Καταθέτω το παρόν κείμενον εις τον φίλον συμβολαιογράφον κ. Αλέξανδρον Δανιηλίδην, μετά της παρακλήσεως να φυλαχθή μακράν οιουδήποτε τρίτου μέχρι της συμπληρώσεως τριών ετών από την ημερομηνίαν θανάτου μου. Μετά ταύτην την προθεσμίαν, ο κ. Δανιηλίδης ή οι νόμιμοι κληρονόμοι του είναι ελεύθεροι να το δημοσιεύσουν, εάν το επιθυμούν. Έχω άλλωστε την βεβαιότητα ότι έως τότε η αγαπημένη μου Πατρίς θα έχη εισέλθη εις την οδόν της Δημοκρατίας.
Κάτω από την φαρδιά-πλατιά υπογραφή του πάλαι ποτέ Υπουργού κάποιος είχε γράψει, με αχνό γαλάζιο μελάνι και άτσαλα κεφαλαία γράμματα, μια ακόμα φράση:
Ο ΖΕΡΜΑΙΝ ΕΦΥΓΕ
Ο Παντελής δεν ήθελε να διαβάσει τη χειρόγραφη φράση. Είχε βουρκώσει. Η Κατερίνα τού ζήτησε την επιστολή. Της την έδωσε και εκείνη αμέσως αναγνώρισε, στην άτσαλη γραφή, τον γραφικό χαρακτήρα του ίδιου του Δανιηλίδη.
Ο Ζερμαίν έφυγε. Έφυγε νύχτα – το βράδυ της Πέμπτης προς Παρασκευή, πριν το δημοψήφισμα. Έφυγε επειδή παραήταν κόκκινος. Και μαζί του έφυγε κι ο Δανιηλίδης. Η Κατερίνα συνειδητοποιούσε τώρα τον λόγο για τον οποίο το αφεντικό της δεν ήταν πια – και ίσως να μην ξαναγινόταν ποτέ – ο ίδιος άνθρωπος με πριν. Ήταν ο μόνος που είχε διαβάσει αυτό που ισοδυναμούσε με την πολιτική διαθήκη του Πίπη.
Τα γεγονότα εκείνης της μαγιάτικης μέρας, οπότε και όλη η Ελλάδα έμαθε πού βρίσκεται το Φιουμιτσίνο, λειτούργησαν σαν καταλύτης. Η Ελλάδα άρχισε να γίνεται δημοκρατία, έστω ριπάμπλικ στην αρχή, στη συνέχεια με το δημοψήφισμα και ίσως λίγο αργότερα και με τις εκλογές θα γινόταν και ντιμόκρασι. Ο Δανιηλίδης ένιωθε ότι είχε ένα μεγάλο χρέος και μέτραγε μία-μία τις μέρες μέχρι να συμπληρωθούν τα τρία χρόνια – για να μπορέσει να δημοσιεύσει το κείμενο. Και η επέτειος έπεφτε μέσα στην τελική ευθεία για το δημοψήφισμα. Ο συμβολαιογράφος ήταν βέβαιος ότι αυτά που αποκαλύπτονταν στο γράμμα του Πίπη θα έφερναν τη μεγάλη ανατροπή στο δημοψήφισμα. Σίγουρα δεν θα δυσκολευόταν να πετύχει τη δημοσίευση – είχε πρόσβαση σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες αλλά και σε παλαιούς πολιτικούς που σίγουρα δεν θα έμεναν αδιάφοροι μπροστά σε μια τέτοια αποκάλυψη.
Όπως και πολλοί άλλοι κάτοικοι της Αθήνας και των μεγαλύτερων πόλεων που τολμούσαν να εκδηλωθούν υπέρ του ΟΧΙ, και ο Δανιηλίδης ήταν από εκείνους δεν το έκαναν τόσο για το περιεχόμενό του όσο για την άγρια χαρά που θα τους προκαλούσε ένα αποτέλεσμα αντίθετο με αυτό που ήθελε το καθεστώς.
Όμως ο Ζερμαίν έφυγε. Κι αυτή η είδηση μόνο ένα πράγμα μπορούσε να σημαίνει. Ότι αυτοί που κατείχαν επικίνδυνο υλικό έπρεπε να το κρατήσουν για τον εαυτό τους. Και να καθήσουν στ' αυγά τους. Διαφορετικά, θα έφευγαν κι αυτοί. Και όχι απλά σε άλλη χώρα.
88
Στο ισόγειο της οδού Κιάφας 4-6 υπήρχε μια πόρτα που έβγαζε κατευθείαν στον ακάλυπτο. Ο Σωκράτης κι ο Γρηγόρης τη βρήκαν ξεκλείδωτη. Χωρίς να χάσουν χρόνο, βγήκαν στον ακάλυπτο και την έκλεισαν πίσω τους.
Όπως οι περισσότεροι ακάλυπτοι χώροι των πολυκατοικιών του κέντρου, κι εκείνος ουσιαστικά ήταν μια ακατάστατη και χορταριασμένη πίσω αυλή – υποδοχέας άχρηστων αντικειμένων και εστία εντόμων και μικροβίων. Με μια διαφορά. Κάπου στην άκρη, κοντά στον τοίχο που σημάδευε τα όρια με τις γειτονικές ιδιοκτησίες, ανάμεσα στους αυτοφυείς θάμνους υπήρχε ένα μικρό πεζούλι.
Οι δύο επισκέπτες του ακάλυπτου δεν είδαν βέβαια αμέσως αυτή την ιδιαιτερότητα του χώρου. Στην αρχή, ελάχιστα τους ένοιαζε – μέλημά τους ήταν να μείνουν ακίνητοι, αθόρυβοι και αόρατοι, για το ενδεχόμενο που κάποιοι από τις δυνάμεις καταστολής θα έμπαιναν να τους ψάξουν.
Έμειναν για περίπου πέντε λεπτά με την πλάτη στον τοίχο της πολυκατοικίας, χωρίς να σαλέψουν ούτε σπιθαμή. Μέχρι που, πρώτα ο Σωκράτης και μετά από ένα δευτερόλεπτο ο Γρηγόρης, είδαν κάτι που τους έκανε να τιναχτούν – αντανακλαστικά, από την έκπληξή τους. Μέσα από τα φυτά ξεπρόβαλε ένα κεφάλι, και μετά άλλα δύο δίπλα του. Η μία από τις τρεις σιλουέτες – δυσδιάκριτες στο σκοτάδι εκείνης της ώρας – τους έκανε νόημα να έρθουν. Εκείνοι δεν κινήθηκαν;
Ποιος είναι; ρώτησε ο Γρηγόρης. Αντί για άλλη απάντηση, ένας από τους αγνώστους άναψε έναν φακό και τον έστρεψε σ' αυτόν που έκανε τα νοήματα. Το πρόσωπό του δεν έλεγε τίποτα στο Σωκράτη – φαινόταν σαν μια συνηθισμένη, μεσογειακή φυσιογνωμία. Ο Γρηγόρης όμως θυμήθηκε ότι κάπου τον είχε δει εκείνη την πολύβουη μέρα. Κάπου, αλλά πού;
Την ώρα που βασάνιζε το μυαλό του, ακούστηκε ένας θόρυβος που μάλλον ερχόταν από μέσα από την πολυκατοικία. Σαν κάποια πόρτα να παραβιαζόταν. Πάμε – τους ξέρω! είπε ο Γρηγόρης στο Σωκράτη. Δεν τους ήξερε – απλά το είπε για να τον παρακινήσει. Σίγουρα θα ήταν ασφαλέστερο να φύγουν απ' ό,τι να παραδοθούν στους διώκτες τους.
Το πεζούλι μόλις που φαινόταν. Η δέσμη του φακού φώτισε καλύτερα το πίσω του μέρος, στο οποίο κατευθύνθηκαν οι τρεις άγνωστοι και ο Σωκράτης με το Γρηγόρη. Είχε ένα άνοιγμα με σκαλιά που σε οδηγούσαν σε μια υπόγεια κατασκευή. Άραγε ήταν αντιαεροπορικό καταφύγιο; Αυτή ήταν η πρώτη σκέψη του Γρηγόρη. Στο Σωκράτη, πάλι, η είσοδος φαινόταν παρόμοια με αυτή του αρχαίου υδραγωγείου που υπήρχε στο νησί. Κατέβηκαν γρήγορα, πρώτα οι δύο από τους ξένους, μετά ο Σωκράτης, ο Γρηγόρης και στο τέλος αυτός που είχε κάνει το νόημα. Στη βάση της σκάλας υπήρχε μια πόρτα, που ο ουραγός της πεντάδας κλείδωσε πίσω του.
Βρίσκονταν σε μια στοά στην οποία κανείς τους δεν χωρούσε όρθιος. Συνέχισαν να περπατάνε σκυφτοί, ακολουθώντας τον πρώτο της σειράς, που κρατούσε και το φακό. Δεν μιλούσε κανείς – απλά περπατούσαν. Κι αυτό συνεχίστηκε για κάμποση ώρα. Σε κάποια σημεία υπήρχαν σκαλιά, σε κάποια άλλα η στοά διακλαδιζόταν, φάρδαινε ή στένευε. Ο μπροστινός έδειχνε να ξέρει πού πηγαίνει – ο Σωκράτης με τον Γρηγόρη απλά ακολουθούσαν. Άλλωστε, ήταν προτιμότερη αυτή η περιπλάνηση, έστω και με την κλεισούρα και την δυσωδία αυτού του υπόγειου δικτύου, παρά η μία και μόνη εναλλακτική δυνατότητα – αυτή της σύλληψής τους, την οποία όσο περνούσε ο χρόνος όλο και περισσότερο την άφηναν πίσω τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου