89
Ο Μαυροπουκαμισάκης εξακολουθούσε να την κρατάει γερά, παρότι εκείνη δεν αντιστεκόταν πια και είχε χάσει την αρχική της διάθεση να φωνάξει. Παρ' όλα αυτά, η Εύα είχε κάτι να πει.
Μπορώ να πω κάτι; ρώτησε, κοιτώντας προς τον Παντελή. Εκείνος όμως ήταν φορτισμένος.
Θα μιλήσω πρώτα εγώ!, είπε με έντονη φωνή, καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια για να μην τρέμει. Δεν ήταν εύκολο. Το κείμενο που είχε πριν από λίγο διαβάσει του φανέρωνε όχι μόνο αυτά που υποψιαζόταν για την κοπέλα που τον παράτησε, αλλά και αυτά που αγνοούσε και που είχαν σημαδέψει τη ζωή του κι εκείνη της οικογένειάς του.
Σίγουρα δεν μπορεί να έφταιγε η Εύα για τα πάντα. Όλα αυτά τα χρόνια παίζονταν παιχνίδια στα οποία πιθανώς και εκείνη να είχε συρθεί, χωρίς να έχει μεγάλα περιθώρια επιλογής. Το γράμμα όμως – αυτό το γράμμα που ο Παντελής είχε κρύψει, σχεδόν κάτω από τη μύτη της, σε μια κόχη στο φρεάτιο που είχαν ανακαλύψει οι δυο τους, κάποτε, στα Τουρκοβούνια – την ονόμαζε ευθέως σαν υπεύθυνη για υπεξαίρεση ενός μεγάλου ποσού. Και ο Παντελής απαιτούσε να ακούσει την εξήγηση. Έστω, τη δική της εξήγηση.
Η Εύα περίμενε υπομονετικά να τελειώσει ο Παντελής. Όταν ήρθε η σειρά της, τον παρακάλεσε να την ακούσει προσεκτικά. Και μπήκε κατευθείαν στο θέμα.
Πράγματι, εγώ κι ο Κώστας διαχειριστήκαμε τα λεφτά από τον δεκαπενταύγουστο του '69 και μετά. Με μια συμφωνία όμως: ότι ο καθένας θα ήταν υπεύθυνος για το πενήντα τοις εκατό – και δε θα ρωτούσε για το άλλο πενήντα. Θέλω όμως να καταλάβεις ένα πράγμα, Παντελή. Δεν τα πήρα για τον εαυτό μου τα λεφτά. Θα μπορούσα να είχα χτίσει μια βίλλα, να ζήσω με πολυτέλεια – θα έφταναν και θα περίσσευαν για όλη μου τη ζωή. Δεν το έκανα όμως. Τουλάχιστον όχι εγώ, όχι με το δικό μου πενήντα τοις εκατό.
Κι όταν λέμε δικό μου, δεν ήταν δικό μου. Ήταν για την πατρίδα μου. Κι εσύ ξέρεις ποια είναι η πατρίδα μου. Είναι τα χρήματα που θα πήγαιναν στον αγώνα μας αν δε μας πουλούσε τότε ο Υπουργός σας που το κανόνισε μαζί με κάποιους τύπους από τη Μαδρίτη. Άλλο που δεν ήθελαν κι αυτοί! Αυτό το πενήντα τοις εκατό είναι τα λεφτά που έβαζε η Φροντιέρρα όλα αυτά τα χρόνια που κάποιοι στην Ελλάδα έκαναν το κορόιδο και δεν κατέθεταν ούτε δραχμή.
Αυτά τα λεφτά, λοιπόν, αποφάσισα μαζί με τους συντρόφους μου να τα βάλουμε κάπου που θα πιάσουν τόπο. Μαζί είχαμε πρωτοέρθει σε τούτην εδώ τη στοά – θυμάσαι; Ήταν σημαντικό για μένα να συνεχίσω αυτή την έρευνα. Και ξέρεις πολύ καλά ότι δεν υπήρχε καμία περίπτωση να τη χρηματοδοτήσει ούτε η ισπανική κυβέρνηση ούτε κανείς άλλος. Ήταν, επομένως, μια μεγάλη ευκαιρία – η μοναδική ευκαιρία – να το κάνω εγώ.
Με τη βοήθεια του Κώστα, βρήκα μια θέση στη Νομαρχία, για να έχω να βγάζω το ψωμί μου. Και μη νομίζεις – εκείνος απλά είχε τις γνωριμίες. Όλα τα λαδώματα και τα φιλοδωρήματα για να πάρω ελληνική υπηκοότητα, εγώ τα πλήρωσα. Το ίδιο και τα μαθήματα ελληνικών. Αυτό για να δεις, πόσο σημαντικό μου ήταν να συνεχίσω την έρευνα.
Ο Παντελής άκουγε με προσοχή. Δεν χρειαζόταν να κάνει καμία ερώτηση – η Εύα, χειμαρρώδης όπως πάντα, ακόμα και στα ελληνικά, τα έλεγε όλα πριν προλάβει αυτός να ρωτήσει.
Η έρευνα, συνέχισε η Εύα, έδειξε ότι οι υπόγειες στοές εκτείνονται σε συνολικό μήκος πολλών χιλιομέτρων. Αλλά στην ουσία πρόκειται για έναν μεγάλο βασικό άξονα με διάφορα παρακλάδια. Ο άξονας ξεκινάει από τα Τουρκοβούνια και καταλήγει δίπλα στην κοίτη του Ηριδανού, στο ανατολικό άκρο του Κεραμεικού. Δηλαδή ουσιαστικά συνδέει το ψηλότερο σημείο της παλιάς, εντός των τειχών, Αθήνας με το χαμηλότερο.
Αυτό που μας έκανε τη μεγαλύτερη εντύπωση είναι ότι αυτό το χαμηλότερο σημείο είναι ανάμεσα σε διάφορα μνημεία όλων των μεγάλων θρησκειών. Εκεί κοντά είναι οι Άγιοι Ασώματοι, πιο βόρεια οι αρμένικες εκκλησίες, λίγο παραπάνω ήταν επί τουρκοκρατίας ένα τζαμί. Το πλησιέστερο όμως θρησκευτικό κτίσμα είναι η συναγωγή.
Ψάχνοντας κάμποσο – και πρέπει να σου πω ότι οι θρησκευτικές κοινότητες ήταν μάλλον απρόθυμες να βοηθήσουν, ειδικά για μια έρευνα που δεν είχε την επίσημη σφραγίδα του κράτους – βρήκαμε ότι η εγγύτητα στη συναγωγή δεν είναι κάτι τυχαίο.
Ο Παντελής απόρησε. Όχι μόνο με τα καλά ελληνικά της Εύας – ούτε που θυμόταν πότε είχε ο ίδιος χρησιμοποιήσει για τελευταία φορά τη λέξη εγγύτητα – αλλά και με όσα μάθαινε για την πόλη που μεγάλωσε.
Η Εύα συνέχισε να εξηγεί. Οι στοές κατά πάσα πιθανότητα χρησιμοποιήθηκαν σαν υπόγειο δίκτυο προστασίας και διαφυγής της εβραϊκής κοινότητας της Αθήνας. Δεν μπορούμε βέβαια να το πούμε με σιγουριά αλλά έχουμε αρκετές ενδείξεις – όπως, για παράδειγμα, τα άστρα του Δαβίδ που υπάρχουν σε πολλά σημεία σε όλο το μήκος του άξονα. Οι εβραίοι σε όλον τον κόσμο βρέθηκαν πολλές φορές υπό διωγμό, άλλωστε. Παρόμοια μυστικά δίκτυα υπάρχουν και αλλού.
Και πώς ανακάλυψαν το δίκτυο της Αθήνας οι εβραίοι; ρώτησε ο Παντελής.
Αυτό είναι και το πιο δύσκολο κομμάτι, παραδέχτηκε η Εύα. Είναι πιθανό απλά να το βρήκαν έτοιμο κάποιους αιώνες μετά την κατασκευή του από τους καταλανούς. Σ' αυτήν την περίπτωση, το πολύ-πολύ να ευχαριστούσαν την καλή τους τύχη ή, δεν ξέρω, ίσως τον θεό που το έφερε μπροστά τους. Είναι όμως πιθανό και το άλλο: Να το παρέλαβαν.
Δηλαδή; Αυτή τη φορά την ερώτηση την έκανε η Κατερίνα. Παρακολουθούσε κι αυτή με ενδιαφέρον, όπως και ο Μαυροπουκαμισάκης, που είχε πια σταματήσει να κρατάει την Εύα και είχε περιοριστεί στο ρόλο του ακροατή.
Προσέξτε τις χρονολογίες. Το 1388 έχασαν οι καταλανοί την κυριαρχία στην Αθήνα. Εντάξει;
Εντάξει, απάντησαν σχεδόν ταυτόχρονα οι άλλοι.
Η επιγραφή όμως που έχουμε εδώ, λέει 1397. Έτσι τέλος πάντων το ερμηνεύουμε εμείς. Και λέμε ότι ίσως οι καταλανοί να έμειναν εδώ για κάμποσο καιρό.
Μα τα εννιά χρόνια είναι ήδη κάμποσος καιρός, παρατήρησε η Κατερίνα.
Ναι, αλλά αν αντέξεις τα εννιά χρόνια, αντέχεις και τα ενενήντα εννιά. Αν θέλεις να σώσεις το τομάρι σου και να διαιωνίσεις τη γενιά σου – και εκείνοι οι καταλανοί ήταν πολύ περήφανοι για τη γενιά τους – βρίσκεις τον τρόπο να το κάνεις. Η Εύα διαπίστωσε ότι οι ακροατές της την κοιτούσαν απορημένοι και μάλλον δεν είχαν πειστεί. Εκείνη συνέχισε. Σας είπα, αυτό είναι το πιο δύσκολο μέρος. Οι μαρτυρίες είναι δυσεύρετες. Ο πιο σκοτεινός αιώνας είναι ο δέκατος πέμπτος. Το μόνο που ξέρουμε είναι ότι κάποια στιγμή κατέκτησαν την Αθήνα, όπως και τα περισσότερα κομμάτια του Βυζαντίου, οι οθωμανοί. Και φτάνουμε σε μια χρονιά-ορόσημο. Το 1492.
Εκτός από την ανακάλυψη της Αμερικής, εκείνη η χρονιά είναι γνωστή και για κάτι άλλο. Ο Φερδινάνδος και η Ισαβέλλα έδιωξαν πολλούς εβραίους απ' όλη την Ισπανία. Πολλοί απ' αυτούς έγιναν δεκτοί με μεγάλη χαρά από τον Σουλτάνο. Και εγκαταστάθηκαν στις μεγάλες πόλεις της αυτοκρατορίας.
Εδώ ξαναμίλησε η Κατερίνα, που μάλλον είχε διαβάσει κάποτε κάτι σχετικό. Όχι όμως στην Αθήνα! Οι περισσότεροι πήγαν στις πιο ανθηρές οικονομικά πόλεις. Στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλονίκη, τη Σμύρνη. Η Αθήνα ήταν σε παρακμή.
Έτσι νομίζουν όλοι, απάντησε η Εύα. Πραγματικά, οι επίσημες πηγές της εβραϊκής ιστορίας αναφέρουν ότι στην Αθήνα υπήρχε μόνο ρωμανιώτικη παροικία, δηλαδή οι εβραίοι που έμειναν από τα βυζαντινά χρόνια, και όχι σεφαραδίτες από την Ισπανία. Η Αθήνα, όμως, δεν ήταν και τόσο ασήμαντη όσο νομίζουμε. Ήταν ένα από τα κομβικά σημεία, μια πύλη εισόδου για μια δύσκολη περιοχή για τους οθωμανούς – την Πελοπόννησο, που ήταν γεμάτη από άπιστους χριστιανούς. Η Αθήνα δεν έπαψε ποτέ να έχει εμπόριο. Δεν υπήρχε λόγος να μην πάνε και εκεί οι σεφαραδίτες.
Τελικά πήγαν ή δεν πήγαν; ρώτησε ο Παντελής, που είχε αρχίσει να ανυπομονεί.
Πήγαν – και μάλιστα, πήγαν διαβασμένοι. Κάποιοι από τους εβραίους της Καταλονίας ήξεραν για το χειρόγραφο του Μοντσερράτ. Είχαν ακούσει για την πραγματική επτάλοφο και πήγαν να την ανακαλύψουν. Και με την επιμονή τους κατάφεραν να βρουν όχι μόνο τις υπόγειες στοές αλλά και τους ανθρώπους που ακόμα τις κατοικούσαν και που, στην ουσία, ήταν συμπατριώτες τους. Μιλούσαν την ίδια γλώσσα! Και έτσι δημιουργήθηκε μια γέφυρα ανάμεσα στην καταλανική κυριαρχία και τους εβραίους της Αθήνας. Μια γέφυρα που φτάνει μέχρι σήμερα. Φυσικά οι καταλανοί ερημίτες αφομοιώθηκαν από τους εβραίους της Καταλονίας, κι αυτοί με τη σειρά τους από τους ρωμανιώτες, που έτσι κι αλλιώς είχαν το πάνω χέρι στην Αθήνα. Η γλώσσα χάθηκε – αλλά τα έργα των καταλανών έμειναν και έγιναν έργα των εβραίων.
Οι τρεις ακροατές της Εύας έμειναν για λίγο αμίλητοι. Αν όμως τους ρωτούσε κανείς, θα έλεγαν και οι τρεις με ένα στόμα ότι η ιστορία της Εύας ήταν τραβηγμένη απ' τα μαλλιά. Ο Παντελής δε σταμάτησε να πιστεύει ότι η Εύα είχε δημιουργήσει ένα πολύπλοκο παραμύθι για να αποκρούσει την κατηγορία περί υπεξαίρεσης. Η Κατερίνα, πιο διαβασμένη απ' όλους, ήξερε μέσες-άκρες την ιστορία και πίστευε ότι, ακόμα κι αν τα λόγια της Εύας ήταν αρλούμπες, τουλάχιστον ήταν προσεγμένες και είχαν μια λογική συνέχεια – ακόμα κι αν τους έλειπε η τεκμηρίωση. Ο Μαυροπουκαμισάκης ήταν ο πρώτος που εξέφρασε τη δυσπιστία του με έναν πολύ απλό τρόπο:
Ήντα' ναι τούτα που μας λες;
90
Ένας θόρυβος τράβηξε την προσοχή τους και διέκοψε τη συζήτηση που είχαν ξεκινήσει σχετικά με τις εικασίες της Εύας. Για την ακρίβεια ήταν μια βουή, υπόκωφη στην αρχή, που με την ώρα γινόταν πιο συγκεκριμένη, μεταφραζόταν σε βήματα και – πού και πού – κάτι που έμοιαζε με τον ήχο ανθρώπινης φωνής, μακρινής βέβαια και απροσδιόριστης.
Πριν ακόμα σκεφτεί κάποιος να κινηθεί προς το εσωτερικό της στοάς – το μέρος απ' όπου φαίνονταν να έρχονται οι ήχοι – η Εύα πρόλαβε και φώναξε:
Ροζέ;
Το ζήτα το πρόφερε παχύ, όπως οι γάλλοι τη λέξη πλαζ. Παρ' όλα αυτά οι υπόλοιποι άργησαν λίγο να καταλάβουν ότι επρόκειτο για όνομα. Μόνο όταν ο Ντεφλόρ απάντησε – κάτι στα καταλανικά, το δίχως άλλο – κατάλαβαν ότι η Εύα ήξερε αυτούς που έρχονταν.
Ο Μαυροπουκαμισάκης κοίταξε προς τον Παντελή, σαν να ζητούσε να του δώσει οδηγία. Ο Παντελής όμως έμεινε ακίνητος, απλά κοιτώντας κι αυτός προς τη μεριά απ' όπου έρχονταν οι άγνωστοι επισκέπτες. Δεν ένιωθε την ανάγκη να αμυνθεί απέναντι σε κάτι. Δεν ένιωθε ότι εκεί μέσα γινόταν κάτι για το κακό του. Ήταν πικραμένος με την Εύα, νευριασμένος – ακόμα – μαζί της, αλλά μέχρι εκεί. Η Εύα δεν είχε κανένα λόγο, κανένα συμφέρον να τον παγιδέψει. Θα μπορούσε να συνεχίσει αυτά που έκανε – τις μυστικές της έρευνες για λογαριασμό της εθνικής υπόθεσης των καταλανών – χωρίς να κάνει κοινωνούς των πληροφοριών και των γνώσεών της τον Παντελή και δύο άλλους έλληνες που εκείνη δε γνώριζε.
Η Εύα ξεκίνησε να πηγαίνει προς τη μεριά του φρεατίου. Ο Μαυροπουκαμισάκης – χωρίς να περιμένει νεύμα ή κουβέντα από τον Παντελή – την ακολούθησε. Η Κατερίνα, εξαντλημένη από την ταλαιπωρία εκείνης της μέρας, δεν είχε το κουράγιο να σηκωθεί. Ο Παντελής αποφάσισε να μείνει κοντά της. Όσο η Εύα επικοινωνούσε με τους συμπατριώτες της που πλησίαζαν, ο Παντελής αποφάσισε να ξαναρίξει μια ματιά στην πλάκα. Κάτι πρέπει να υπήρχε πάνω από το ένα και το τρία. Αυτή τη φορά η αρχαιολόγος δεν ήταν εκεί να τον σταματήσει.
Πραγματικά, με αρκετή προσοχή φαινόταν μια μικρή διαφοροποίηση στο χρώμα – παρόλο που η υφή ήταν ίδια. Ο Παντελής φώναξε την Κατερίνα και εκείνη, παρά την κούρασή της, γονάτισε για να δει κι αυτή. Μετά από προσεκτική παρατήρηση, οι δυο τους επιβεβαίωσαν ότι πάνω από τα τέσσερα ψηφία υπήρχε μια ακόμα αναγραφή – για την ακρίβεια, δύο γράμματα: το ταυ και το μι.
Ταυ και μι. Το πρώτο, και μοναδικό, πράγμα που ήρθε στο μυαλό τους ήταν η λέξη Τάμα. Ποιο τάμα όμως; Του Έθνους; Ή αυτό του Πίπη, με την επαναφορά της δημοκρατίας, με το γύρισμα του τροχού, που – όπως θα έλεγε και ο Πολύβιος – δεν κάνει τίποτε άλλο από το να εναλλάσσεται ανάμεσα στην τάξη και την αταξία, την ελευθερία και την απολυταρχία;
Θυμήθηκαν την παρακαταθήκη του Πίπη, αυτή που δεν τόλμησε να πραγματοποιήσει ο Δανιηλίδης. Τρία χρόνια μετά το θάνατό μου, τα τρία χρόνια πέρασαν και βρίσκονταν ήδη στο 1973. Χωρίς να καταλάβει το πώς, απλά και μόνο με τα παιχνίδια του μυαλού του, ο Παντελής ανακάλυψε ότι οι αριθμοί μπορούσαν να διαβαστούν με έναν ακόμα τρόπο – αυτή τη φορά όχι τον απλούστερο, αλλά ξεκινώντας από πάνω αριστερά και συνεχίζοντας ανάποδα από τη φορά του ρολογιού.
1 | 3 | |||
= | 1973 | |||
9 | 7 |
91
Το ύψος ήταν αρκετά μεγάλο – μερικές δεκάδες μέτρα. Οι δέσμες φωτός των φακών δεν ήταν αρκετά δυνατές για να συναντηθούν. Οι κάτω έβλεπαν από τους πάνω μόνο μια μεγάλη φωτεινή τελεία – το ίδιο έβλεπαν και η Εύα με τον Μαυροπουκαμισάκη, κοιτάζοντας προς τον πάτο του φρεατίου.
Αν βρίσκονταν πιο κοντά, θα άκουγαν το λαχάνιασμα πέντε ανθρώπων, που είχαν περπατήσει για πάνω από δύο ώρες στην υπόγεια Αθήνα. Ένας απ' αυτούς σκεφτόταν – όπως πάντα – την ιδιαίτερη πατρίδα του. Για την ακρίβεια, είχε σιγουρευτεί ότι ποτέ πια δεν θα του φαινόταν κουραστικό να ξανανέβαινε τα σκαλιά της Αγίου Νικολάου, που οδηγούσαν από το κέντρο της πόλης προς το κάστρο της. Σκεφτόταν επίσης τον συντοπίτη και φίλο του, που βρισκόταν μαζί του όλο το απόγευμα, μέχρι την ώρα που άρχισαν να τους κυνηγούν εκεί κάπου στα Εξάρχεια. Θυμόταν τον πυροβολισμό, τότε που χώρισαν οι δρόμοι τους και ο καθένας έτρεχε για να προφυλάξει τον εαυτό του.
Ο Γρηγόρης δεν σκεφτόταν το σπίτι του. Δεν του έλειπε η Κατερίνα. Δεν τον ένοιαζε αν θα ανησυχούσε – παρέα είχε –, ούτε και πίστευε ότι ανησυχούσε γι' αυτόν. Φυσικά, δεν φανταζόταν ότι η γυναίκα του βρισκόταν εκεί κοντά. Ούτε μπορούσε να μαντέψει πώς και με ποιους είχε έρθει.
Οι σκέψεις του Σωκράτη ήταν διαφορετικές. Τον απασχολούσε ο άμεσος περίγυρός του: οι στοές και οι τρεις άγνωστοι που τους οδηγούσαν μέσα σ' αυτές. Όση ώρα περπατούσαν δεν είχαν ανταλλάξει με τον Γρηγόρη παρά ελάχιστες κουβέντες, και μ' αυτούς καμία. Απλά τους ακολουθούσαν. Ο Γρηγόρης του εξήγησε ότι τους είχε δει στη διαδήλωση – και άρα μάλλον κυνηγημένοι ήταν κι αυτοί. Αλλά, κυνηγημένοι που ήξεραν πού πηγαίνουν. Θα έλεγε κανείς ότι τους ξεναγούσαν, τον Σωκράτη και τον Γρηγόρη, σε ένα απέραντο δικό τους κελάρι, με μυρωδιά βαριά, που όμως όσο προχωρούσαν γινόταν λιγότερο δυσάρεστη – πιο πολύ μούχλα παρά βρώμα.
Οι τρεις είχαν μείνει αμίλητοι, και μόνο όταν πλησίαζαν στο φρεάτιο αντάλλαξαν κάποιες κουβέντες με μια γυναικεία φωνή, που μάλλον ήταν το πρόσωπο που κρατούσε το φακό στο πάνω μέρος. Κουβέντες σε μια άγνωστη γλώσσα, θα μπορούσαν να είναι ιταλικά αλλά η ομιλία δεν ήταν τραγουδιστή όπως των δυτικών γειτόνων.
Ο Σωκράτης διαπίστωσε ότι βρίσκονταν σε ένα μέρος λιγότερο στριμωγμένο. Στη βάση του φρεατίου μπορούσαν να σταθούν επιτέλους όρθιοι – καλά μαντάτα για τη μέση του, που είχε αρχίσει να τον ενοχλεί μετά από το αδιάκοπο βάδισμα. Μπορούσαν επίσης να αναπνεύσουν λίγο καλύτερα – ένιωθαν μάλιστα να έρχεται και λίγο πιο δροσερός ο αέρας, σημάδι ότι βρίσκονταν κάπου κοντά σε ένα από τα στόμια αυτού του απίστευτου υπόγειου δικτύου.
Ακόμα πιο απίστευτος, όπως είδε ο Σωκράτης, ήταν ο τρόπος κατασκευής του φρεατίου στο οποίο βρίσκονταν. Με την αφή μπορούσε να καταλάβει ότι το τοίχωμα ήταν φτιαγμένο από τούβλα. Του έκανε εντύπωση το πόσο λείο ήταν, καθώς και η καλή ποιότητα του αρμολογήματος. Προσπάθησε να συνεννοηθεί στα αγγλικά με έναν από τους τρεις ξένους συνοδοιπόρους τους. Εξκιούζ μι…
Παρακαλώ; απάντησε αυτός που κρατούσε το φακό. Στα ελληνικά. Η συνεννόηση του Σωκράτη έγινε έτσι ευκολότερη. Ζήτησε από τον συνομιλητή του να φωτίσει, με το φακό, τον τοίχο στο σημείο που είχε αγγίξει με το χέρι του. Έτσι και έγινε – και ο Σωκράτης ένιωσε ότι η μορφή του τοιχώματος του ήταν γνώριμη. Το ίδιο και το χρώμα των τούβλων – αυτό το πορτοκαλοκόκκινο. Σαν να είχε ξαναβρεθεί στο ίδιο μέρος. Ή σε κάποιο παρόμοιο.
Σε κάποιο παρόμοιο… Μόνο ένα μέρος θυμόταν που έμοιαζε μ' αυτό. Ήταν βέβαια λουσμένο στο φως, γεμάτο με ζωή. Ήταν και μεγαλύτερο. Είχε και δυο ανελκυστήρες για να ανεβοκατεβάζουν τον κόσμο.
Το ασανσέρ… Και αστραπιαία ήρθε στο μυαλό του η αφήγηση του Ολούρ Ολμάζ. Εκείνη η απίστευτη ιστορία για το αθηναϊκό ασανσέρ, που ήταν πιστό αντίγραφο εκείνου της Σμύρνης. Κρυμμένο μέσα σε ένα λόφο της Αθήνας… Βρίσκονταν άραγε οι πέντε τους στο εσωτερικό κάποιου από τους λόφους; Ήταν πιθανό – είχαν ξεκινήσει από την Κιάφας και, παρότι η διαδρομή ήταν πολύπλοκη, με αρκετές αλλαγές πορείας, θυμόταν ότι περισσότερο ανέβαιναν παρά κατέβαιναν. Ίσως να βρίσκονταν μέσα στο Λυκαβηττό ή τα Τουρκοβούνια.
Σύντομα οι φωνές των ξένων τον επανέφεραν στην πραγματικότητα της στιγμής. Βρίσκονταν στο απέναντι τοίχωμα και προσπαθούσαν να σταθεροποιήσουν το κάτω άκρο μιας φορητής σκάλας. Φαινόταν εύκαμπτη και μάλλον θα ήταν από πολύ γερό σκοινί ή συρματόσχοινο. Προφανώς και αυτοί που ήταν στο πάνω μέρος προσπαθούσαν να τη στερεώσουν γερά, ώστε να αντέξει για να ανέβουν οι πέντε άνθρωποι επάνω – έστω, να ανέβουν ένας-ένας. Ο Γρηγόρης τούς ρώτησε αν χρειάζονται βοήθεια. Εκείνοι είπαν όχι.
Όσο περίμεναν να τελειώσει η επεξεργασία, ο Σωκράτης συνέχισε να περιεργάζεται τον τοίχο. Το ειδικό τούβλο από τη Μασσαλία… Εδώ λοιπόν είχε καταλήξει το πλεονάζον φορτίο που πλήρωσε ο Λεβή. Εδώ είχαν κάνει οι εβραίοι της Αθήνας, κάτω από τη μύτη όλων των άλλων αθηναίων, το πιλοτικό τούνελ πριν κατασκευαστεί αυτό της Σμύρνης. Εδώ ήταν το στέκι τους άραγε; Η κρυψώνα τους στις δύσκολες ώρες; Ποιος ξέρει; Άραγε ήταν εβραϊκά τα σύμβολα που είχε δει σε διάφορα σημεία όση ώρα περπατούσαν;
Έπιανε με το χέρι του ένα ένα τα τούβλα. Μακριά από το φυσικό φως, αυτός ο όμορφος και προσεκτικά φτιαγμένος τοίχος χαραμιζόταν. Ο Σωκράτης θαύμαζε την υπομονή των ανώνυμων ανθρώπων που εργάστηκαν, ένας θεός ξέρει για πόσο καιρό, μέσα στο σκοτάδι.
Σε κάποιο σημείο η αφή τού φάνηκε διαφορετική. Πιο λεία. Χτύπησε τον τοίχο με το δαχτυλίδι που φορούσε στο αριστερό του χέρι. Ήταν σαν να χτυπούσε μέταλλο με μέταλλο. Περίεργο.
Φώναξε τον Γρηγόρη να το πιάσει κι εκείνος. Υπήρχε λοιπόν ένα τούβλο που δεν ήταν τούβλινο, ήταν μεταλλικό. Ο Σωκράτης το χτύπησε με το κάτω μέρος της παλάμης του – σαν να του έκανε ένα απαλό χτύπημα καράτε. Το χτύπησε ξανά και ξανά, με λίγο μεγαλύτερη δύναμη, όσο άντεχε χωρίς να φτάσει στο σημείο να πονέσει. Μέχρι που το κάτω μέρος υποχώρησε. Ήταν ένα πορτάκι – χωρίς μεντεσέ, απλά στερεωμένο σαν πλακάκι ανάμεσα στα τούβλα, με λίγη κονία που με τον καιρό είχε χαλαρώσει.
Να λοιπόν μια μικρή κρυψώνα μέσα στη μεγάλη. Ο Σωκράτης έβαλε μέσα το χέρι του και τράβηξε ένα μικρό μεταλλικό κουτί, λίγο πλακέ στο σχήμα. Με μια γρήγορη κίνηση το έβαλε στη μέσα τσέπη του σακακιού του – ίσα που χωρούσε. Οι τρεις ξένοι δεν κατάλαβαν τίποτα. Ούτε καν ο Γρηγόρης, που είχε γυρίσει την πλάτη στον Σωκράτη και τους παρατηρούσε την ώρα που έλεγχαν τη σκάλα και συνεννοούνταν με τη γυναίκα που βρισκόταν επάνω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου