ΚΑΛΟΣ ΣΜΥΡΝΙΟΣ
67
Υπάρχει μάθηση και μετά τις σπουδές;
Κάποιοι θα απαντούσαν: Τα μεταπτυχιακά. Σπουδές όμως είναι κι αυτά. Ένας αρχαίος φιλόσοφος – ποτέ δεν μπόρεσε να συγκρατήσει αν ήταν ο Σόλων, ο Σωκράτης ή κάποιος τρίτος – είχε πει το Γηράσκω αεί διδασκόμενος που γαλούχησε γενιές και γενιές, άσχετα αν ελάχιστοι το έκαναν τρόπο ζωής.
Καμιά φορά ο Παντελής προσπαθούσε να φιλοσοφήσει κι αυτός. Έπαιρνε αποστάσεις από τη ζωή του και έβλεπε… Έβλεπε κάτι που δεν το είχε φανταστεί. Μια καριέρα αρχιτέκτονα που ξεκίνησε με ταξίδια στο εσωτερικό και διακόπηκε ένα καλοκαιρινό μεσημέρι. Το μοναδικό του έργο βρισκόταν στα χέρια (ή μήπως στα συρτάρια;) επιστημονικών συνεργατών του πανεπιστημίου της Ζυρίχης. Ο Ντιέγκο εμφανιζόταν όλο και αραιότερα και δυστυχώς δεν ήξερε – ή δεν ήθελε – να πει πολλά.
Στα δυο χρόνια που μεσολάβησαν από τότε έμαθε πολλά. Ήξερε πια τα πάντα γύρω από τη διαχείριση ενός εστιατορίου. Έμαθε επίσης όχι απλά να μιλάει (αυτό το ήξερε ήδη) αλλά και να σκέφτεται στα γερμανικά, και μάλιστα με άψογη ελβετική προφορά – έχοντας βέβαια ένα καλό υπόβαθρο από τα εφηβικά του χρόνια στο Γκαίτε. Τέλος, είχε γίνει έμπειρος και σε έναν άλλο τομέα, με τον οποίο ποτέ δεν είχε φανταστεί ότι θα ασχοληθεί επαγγελματικά. Θα του αρκούσε να κάθεται στο τσιμέντο της κερκίδας, να πανηγυρίζει ή να στεναχωριέται τυλιγμένος με το κασκόλ σαν απλός φίλαθλος. Ο αθλητισμός όμως είχε και άλλα πρόσωπα – ένα απ' αυτά ήταν ο παραγοντισμός, ένας από τους παράγοντες είχε γίνει κι εκείνος.
Ναι, ο άνθρωπος είναι κάτι σαν χαμαιλέοντας, σκεφτόταν ο Παντελής ενώ το αεροπλάνο ζέσταινε τις μηχανές του στο δάπεδο στάθμευσης του αεροδρομίου της Ζυρίχης. Προσαρμόζεται στα πάντα, γιατί αλλιώς θα τον πουν απροσάρμοστο, κι αυτό είναι κακή ρετσινιά. Ήταν άλλη μια καλοκαιρινή μέρα, όπως και πριν δύο χρόνια, μόνο που η κεντρική Ευρώπη δεν καταλαβαίνει από απόλυτες ηλιοφάνειες και έτσι σήμερα είχε συννεφιά. Ο Παντελής είχε ζητήσει θέση δίπλα στο παράθυρο, κι έτσι μπορούσε να απασχολείται περισσότερο από το τοπίο – έστω και συννεφιασμένο, πλησιάζοντας προς την Ελλάδα όμως θα καθάριζε – και λιγότερο από τα τεκταινόμενα μέσα στο αεροπλάνο, από αεροσυνοδούς και συνταξιδιώτες. Ειδικά τους τελευταίους ήθελε να τους ξεχάσει για λίγο, ή μάλλον τον έναν απ' αυτούς, εκείνον που ήταν η αφορμή για να γυρίσει στην πατρίδα του, κάμποσες εβδομάδες πριν από την έναρξη της νέας αγωνιστικής περιόδου 1971-72.
Το εισιτήριο ήταν μονό και οι αποσκευές του ήταν πολύ κοντά στο ανώτατο όριο βάρους ανά άτομο. Η διετία είχε περάσει σχεδόν σαν το νεράκι, ειδικά ο δεύτερος χρόνος. Χρειάστηκε προσπάθεια για να συνηθίσει στα καινούργια δεδομένα και να συμβιβαστεί με όσα άλλαξαν. Παραδόξως, το ευκολότερο απ' όλα αποδείχτηκε αυτό που νόμιζε πως θα τον δυσκόλευε περισσότερο – το να ανταποκριθεί στα καθήκοντα του υπεύθυνου διαχείρισης για το εστιατόριο Πολύβιος. Η μεθοδικότητα που τον χαρακτήριζε, σαν άνθρωπο γενικά και σαν φοιτητή/επιστήμονα ειδικότερα, τον βοήθησε να αναπληρώσει τον Κωστάλα στην απουσία του, η οποία δεν περιορίστηκε σ' εκείνη την απόδραση του δεκαπενταύγουστου αλλά είχε, όπως σύντομα διαπίστωσε ο Παντελής, έναν πιο μόνιμο χαρακτήρα.
Το ίδιο εύκολη του φάνηκε και η παράλληλη απασχόληση. Η Ελβετία, όπως και οι περισσότερες χώρες της Ευρώπης, ήταν γεμάτη ομογενείς. Αρκετοί απ' αυτούς ήταν σπουδαία ταλέντα στο ποδόσφαιρο και διακρίνονταν στις ομάδες τους, στα τοπικά τουλάχιστον πρωταθλήματα. Συνδυάζοντας διασκέδαση και απασχόληση, ο Παντελής γύριζε όλη την Ελβετία τις Κυριακές για να δει σε δράση νεαρούς ή όχι και τόσο νεαρούς ποδοσφαιριστές που ίσως θα ενδιέφεραν ελληνικούς συλλόγους. Το καθεστώς της Ελλάδας, στα πλαίσια της περί άρτου και θεαμάτων πολιτικής του, ενθάρρυνε και υποστήριζε χρηματικά όσους ήθελαν να κάνουν πιο φανταιζί τις ομάδες τους ενισχύοντάς τις με ομογενείς – εντός ή εκτός εισαγωγικών – παίκτες. Τη δουλειά του Παντελή την έκαναν πολλοί ομόλογοί του σε διάφορα σημεία ανά τον κόσμο.
Ακόμα και η φυγή της Εύας, που η σύμπτωσή της με την απόδραση του Κωστάλα αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τυχαία, είχε πάψει πια να τον πληγώνει. Και σ' αυτό δε συνέβαλε μόνο η παρέα που έκανε με την κυρία Μπεάτε, η οποία σύντομα έδειξε ότι η αλλαγή φρουράς στον Πολύβιο επεκτεινόταν πέραν της επαγγελματικής και σε κάποια από τις προσωπικές ενασχολήσεις του τέως διαχειριστή. Ο χρόνος γιατρεύει, όπως κοινότοπα αλλά τόσο αληθινά λέγεται. Η ιστορία με την Εύα απλά έπαψε να είναι στο προσκήνιο.
Το μόνο που τον δυσκόλευε ήταν το Γιατί. Όχι τόσο για τη σχέση του με την Εύα, που στο κάτω κάτω δεν ήταν και κανένας πολυετής δεσμός. Η απορία του αφορούσε το σύνολο των εξελίξεων από την Πρωτοχρονιά του '69 και μετά. Διαδοχικές αλλαγές, που αποφασίζονταν ερήμην του, ενδεχομένως για το καλό του – παρόλο που είχε σοβαρές αμφιβολίες για το πόσο προτιμότερα ήταν όσα συνέβησαν από το να ξεκινούσε ταπεινά την επαγγελματική του σταδιοδρομία σε ένα τεχνικό γραφείο με τρεις κι εξήντα, όπως όλοι…
Θα ήθελε πραγματικά να ξέρει γιατί ήταν ανάγκη να μαθαίνει τις επόμενες αποστολές του σαν να βρισκόταν σε κυνήγι θησαυρού ή σαν να επρόκειτο για άθλους που του ανέθετε ένας Ευρυσθέας – χωρίς ο ίδιος να είναι ή να θέλει να γίνει Ηρακλής.
Θα ήθελε πολύ να μάθει ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που ο πατέρας του, ένας άνθρωπος που απείχε πολύ από το να έχει φάει τα ψωμιά του, βγήκε σε πρόωρη σύνταξη και ουσιαστικά εξορίστηκε στο νησί – το τόσο αγαπημένο αλλά και τόσο μικρό για κείνον…
Θα ήθελε κάποια φορά να νιώσει αρκετά δυνατός ώστε να σταματήσει να είναι εγκλωβισμένος σε ένα παιχνίδι στο οποίο όλοι έπαιζαν – έπαιζαν μαζί του, ένιωθε ο ίδιος – από συνήθεια, πλέον, μια και ο άνθρωπος εξαιτίας του οποίου ξεκίνησε το παιχνίδι είχε, εδώ και ένα χρόνο, πεθάνει.
Θα ήθελε… Για άλλη μια φορά, όμως, το τι ήθελε δεν είχε σημασία. Διαγώνια απέναντί του, στο παράθυρο της άλλης πλευράς τέσσερις θέσεις πιο μπροστά, καθόταν ο Ζερμαίν. Ο ελληνο-ελβετός που από την επόμενη χρονιά θα έπαιζε σε μια μεγάλη ομάδα της πρωτεύουσας.
Οι άνθρωποι της ομάδας τον είδαν να παίζει στο ελβετικό πρωτάθλημα και χωρίς δεύτερη κουβέντα τον έκλεισαν για την επόμενη σαιζόν. Έβαλαν όμως έναν όρο. Η κάθοδος του Παντελή στην Ελλάδα, ως ατζέντη του Ζερμαίν, ήταν η εκπλήρωση αυτού του όρου. Ας ήταν καλά τα θαλασσοδάνεια, σαν κι αυτό που ζήτησε – και πήρε – πριν από τρία χρόνια από την Τράπεζα του Μίμη ο περίφημος αντιπρόεδρος του μεγάλου συλλόγου. Με αυτήν την πτήση, με την επάνοδο του Παντελή στην Ελλάδα σε έναν καινούργιο ρόλο – εξίσου άγνωστο με τους προηγούμενους –, ο αντιπρόεδρος ξεχρέωνε την εξυπηρέτηση του Μπούσουλα.
68
Σχεδόν κάθε δεύτερο σαββατοκύριακο ήταν στο καράβι. Το τετράωρο που διαρκούσε η μετακίνηση σε κάθε κατεύθυνση δεν ήταν και φοβερά μεγάλο διάστημα, επαναλαμβανόμενο όμως είχε γίνει κουραστικό. Γνώριζε σχεδόν κάθε λεπτομέρεια από τους βράχους, τις ακρογιαλιές, τα ακρωτήρια και τα κτίσματα σ' όλη τη διαδρομή ανάμεσα στα δύο νησιά. Λίγες μόνο φορές άλλαξε η πορεία, όταν για παράδειγμα είχε δυνατό βοριά και ο καπετάνιος έπαιρνε τους κάβους πιο ανοιχτά. Μια φορά, μες στη βαρυχειμωνιά, έδεσαν στο ενδιάμεσο λιμάνι και περίμεναν δυο μερόνυχτα μέχρι να πέσει ο καιρός και να περάσουν το Μπουγάζι.
Ο Σωκράτης έκανε τις περισσότερες φορές μόνος του αυτά τα δρομολόγια. Οι φαντάροι της μονάδας του αλλά και οι δικοί του, στους οποίους είχε την ευκαιρία να διανυκτερεύει όταν βρισκόταν στον τόπο του, θεωρούσαν ότι ταλαιπωρείται υπερβολικά. Όμως, αυτή η εθελοντική εργασία ανταλλαγής εγγράφων μεταξύ της μονάδας του, που βρισκόταν στο νησί του Ευτύχη, και του Φρουραρχείου, που βρισκόταν στο νησί του και μάλιστα μερικές εκατοντάδες μέτρα από το σπίτι του, ήταν επωφελής τόσο για τον ίδιο το Σωκράτη όσο και για το στράτευμα.
Όχι ότι περνούσε άσχημα στη μονάδα του. Η πίεση ήταν μάλλον μικρή, ο διοικητής καλός, τα περισσότερα παιδιά ξηγημένα. Οι γύρω ταβέρνες ζωντάνευαν τα βράδια με τις κουβέντες και τις πλάκες τους – κάποτε μαζεύονταν σε μεγάλες παρέες, κάποτε σε δυάδες ή τετράδες, σπανιότερα θα έβλεπες κάποιους να τρώνε και να πίνουν μόνοι τους. Μία από τις δυάδες που εμφανίζονταν συχνότερα ήταν αυτή του Σωκράτη με τον Ευτύχη. Συνήθως πιάναν ένα τραπέζι κοντά στο παράθυρο και συζητούσαν, χαμηλόφωνα, με τις ώρες.
Δυο χειμώνες και σχεδόν δυο καλοκαίρια πέρασαν σ' αυτή τη μονάδα. Κατά μέσο όρο κάθε δεύτερο βράδυ βρίσκονταν, έστω και για λίγο, σε κάποιο καφενέ ή ταβέρνα. Οι συζητήσεις τους ήταν ατέλειωτες – είχαν βρει κοινή φλέβα. Η ιστορία των νησιών τους είχε αναλυθεί από τους δυο τους σε βάθος που θα ζήλευαν επαγγελματίες του χώρου. Ειδικά τα χρόνια από το δώδεκα μέχρι το εικοσιδύο τα είχαν εξαντλήσει. Ούτε ο ένας ούτε ο άλλος αμφέβαλλε για την ιστορική αναγκαιότητα όσων είχαν γίνει τότε σε κάθε ένα νησί. Ένα πράγμα που τους απασχολούσε ήταν το αν κάποια πράγματα θα μπορούσαν να είχαν σχεδιαστεί και υλοποιηθεί από κοινού. Μήπως ξοδεύτηκαν δυνάμεις επειδή κάθε ένας σήκωσε το δικό του μπαϊράκι; Μήπως το χαρακτηριστικότερο όλων ήταν ότι, αν και τα χώριζαν μόλις μερικά μίλια, το κάθε ένα νησί ήταν στο δικό του κόσμο, με αποτέλεσμα μέχρι πρόσφατα να αγνοούν οι μεν πόσο τους έμοιαζαν οι δε και πόσα κοινά είχαν μεταξύ τους;
Παράδειγμα, ο μπαρμπα-Νικολός. Ή μάλλον, η τριάδα εκείνης της φωτογραφίας. Ο Ευτύχης και οι περισσότεροι συντοπίτες του στην καλύτερη περίπτωση είχαν ακουστά μόνο τον Κώστα το Ρεμπέτη, πολλοί χωρίς να ξέρουν καν την καταγωγή του. Κανα-δυο θείοι του Ευτύχη είχαν γνωρίσει μερικούς εξόριστους, μετά τον εμφύλιο, που ψιθύριζαν κάποια από τα τραγούδια του όταν είχαν κέφια. Οι άλλοι δύο – ο Γιάγκος και ο Νικολός – ήταν φυσικά ολωσδιόλου άγνωστα πρόσωπα για τους γείτονες νησιώτες.
Όποτε τους απογοήτευε η ιστορία, ο Σωκράτης και ο Ευτύχης έκαναν τις προεκτάσεις τους στο μέλλον. Έβλεπαν τη συγκυρία εκείνης της εποχής σαν το αποκορύφωμα του συγκεντρωτισμού. Πίστευαν ότι ο ασφυκτικός έλεγχος, η στρατιωτική ομοιομορφία, η μονολιθική Ελλάδα είχαν ημερομηνία λήξης. Φτάνοντας στην κορυφή θα άρχιζαν τα πράγματα να κατρακυλούν προς την όλο και μεγαλύτερη αταξία. Και, όπως τουλάχιστον ήταν σίγουρος ο Ευτύχης, αυτό θα γινόταν με τρόπο απότομο και ίσως βίαιο. Οι τοπικές κοινωνίες, είτε επρόκειτο για νησιά είτε για επαρχιακές πόλεις με τις ενδοχώρες τους, κάποια στιγμή δεν θα φοβόνταν πια να ζητήσουν πίσω τις ιδιαιτερότητες που τους ανήκαν, όλα όσα χάθηκαν στο μεγάλο χωνευτήρι που έγινε με το πέρασμα των χρόνων η πρωτεύουσα.
Κάθε φορά που ταξίδευε από και προς το νησί του, ο Σωκράτης άφηνε το θαλασσινό αέρα να τον χτυπά και ξανάφερνε στο μυαλό του τους ίδιους προβληματισμούς. Ναι, η σκέψη ότι μπορεί ο κόσμος να αλλάξει προς το καλύτερο είναι κάτι που σου δίνει δύναμη. Δεν έπαυε όμως να προσγειώνεται στην πραγματικότητα όταν πήγαινε στο σπίτι των δικών του και ξανάμπαινε, έστω για τις λίγες αυτές μέρες κάθε δεκαπενθήμερο, στην καθημερινότητά τους, στις έγνοιες και τους περιορισμούς τους. Προσπαθούσε να φανταστεί τουλάχιστον ένα άλλο μέλος της οικογένειάς του – εκτός απ' τον ίδιο – να προβληματίζεται, να επιθυμεί να αλλάξει τον κόσμο, να επαναστατεί. Δυσκολευόταν να βρει έστω και έναν θεωρητικό συνοδοιπόρο.
Μόνο με το Σταμάτη θα μπορούσε να συνεννοηθεί, αλλά τον έβλεπε σπάνια πια. Είχε πάρει μετάθεση για μια από τις πιο δύσκολες μονάδες του νησιού. Έξοδο είχε κάθε έκτη μέρα και ακόμα κι αυτή ήταν δώρο άδωρο, αφού οι συγκοινωνίες δε βόλευαν για να πεταχτεί μέχρι το σπίτι του. Τους δικούς του τους έβλεπε σε επισκεπτήρια και άδειες. Ο Σωκράτης δυο τρεις φορές είχε ζητήσει να μεταφέρει αλληλογραφία από το Φρουραρχείο στη μονάδα κι έτσι κατόρθωσε να τον δει. Ήταν μες στη μαύρη απελπισία, περίμενε πώς και πώς το απολυτήριο.
Στο άκουσμα της μαγικής λέξης, ο Σωκράτης χαμογέλασε. Το τέλος της θητείας ήταν το φως στο βάθος του τούνελ, όπως για όλους άλλωστε τους στρατευμένους. Ο καθένας έχει τα δικά του σχέδια για να υλοποιήσει την ευχή Καλός πολίτης που ακούει απ' τον περίγυρό του. Ο Σωκράτης με το Σταμάτη είχαν το δικό τους σχέδιο για τις πρώτες μέρες της μετά στρατό εποχής, ένα σχέδιο στο οποίο – σύμφωνα με ένα νοερό λογοπαίγνιο του Σωκράτη – η ευχή που ταίριαζε δεν ήταν Καλός πολίτης αλλά Καλός σμυρνιός.
69
Το πλοίο ήταν γεμάτο, κάτι φυσικό για μεσημεριανό δρομολόγιο το μήνα Αύγουστο. Η διαδρομή όμως ήταν μικρή, γι' αυτό και οι περισσότεροι επιβάτες προτιμούσαν να στέκονται όρθιοι – οι περισσότεροι δεν έβγαιναν καν από τα αυτοκίνητά τους. Έτσι έμεναν ελεύθερες κάμποσες θέσεις, ακόμα και εξωτερικές. Σε μία απ' αυτές, με το πρόσωπο στραμμένο στη μικρή πόλη που πλησίαζαν, καθόταν ένας άντρας μόνος του, που με δυσκολία έκρυβε κάτω από τα μαύρα του γυαλιά και το χέρι που δήθεν κουμαντάριζε το τσιγάρο, την απέραντη διάθεσή του να χαμογελάσει με όλους τους μύες του προσώπου του.
Μετά από πάμπολλα χρόνια, ο Κώστας ξανάβλεπε τη γενέτειρά του. Λουσμένη στο φως, δεν έδειχνε να έχει καμία σχέση με τον σκοτεινό τόπο που σκότωσε, κάποτε, την ψυχή του ποιητή. Θα έμενε εκεί μόνο ένα βράδυ, μόνος του, σε ξενοδοχείο. Δεν είχε κανονίσει καμία επαφή με συγγενείς ή οικογενειακούς γνωστούς. Δεν είχε και πολλούς, το παρελθόν του στην πόλη ήταν μικρής διάρκειας και πολύ μακρινό πια. Είχε λάβει βέβαια, στο γραφείο του στην Αθήνα, μερικά γράμματα και τηλεγραφήματα από κατοίκους της πόλης που τα ονόματά τους δεν του έλεγαν τίποτα, αν και εκείνοι ισχυρίζονταν ότι τον ήξεραν από παιδί. Ήταν πεπεισμένος ότι σχεδόν όλα αυτά τα μηνύματα δεν ήταν τίποτε άλλο παρά οι συνήθεις εκφράσεις δουλοπρέπειας τις οποίες ήταν υποχρεωμένος να ανέχεται κάθε άνθρωπος που αναλάμβανε σημαντικό αξίωμα ή θέση – ειδικά από συντοπίτες.
Ο Κωστάλας ήταν εδώ και ένα χρόνο Υφυπουργός Τύπου. Παρότι δεν ήταν και κανένας πιτσιρικάς, ωστόσο η ηλικία του – καθώς και μερικών ακόμη απ' όσους μπήκαν στην Κυβέρνηση σ' εκείνο τον ανασχηματισμό – ήταν αρκετά χαμηλότερη από τον μέσο όρο του υπόλοιπου Υπουργικού Συμβουλίου ώστε ο Πρωθυπουργός να μπορεί να περηφανεύεται ότι πραγματοποίησε άνοιγμα εις την νέα γενεά. Μέσα στον πρώτο χρόνο της θητείας του, ο Κώστας είχε διακριθεί για την ευφράδειά του και τον εύστροφο χειρισμό των συνεντεύξεων τύπου. Το πόστο του ήταν δύσκολο και ακριβώς γι' αυτό μέρα με τη μέρα ένιωθε όλο και πιο ευχαριστημένος από την απόδοσή του.
Πίστευε ότι δύο ήταν τα πράγματα που τον βοηθούσαν περισσότερο στη δουλειά του. Το ένα ήταν η καλή γνώση που είχε, όχι μόνο για τον κρατικό μηχανισμό εν γένει, αλλά ιδίως για το κύκλωμα επίσημης και μυστικής πληροφόρησης – με το οποίο ήταν σε επαφή για πάρα πολλά χρόνια, σε όλη τη διάρκεια των περιπλανήσεών του ως ειδικός συνεργάτης των ελληνικών πρεσβειών σε αρκετές χώρες. Κυρίως τις ανατολικές, και αυτό δεν ήταν τυχαίο. Η οικογένεια του Κωστάλα κατέληξε στο λεγόμενο παραπέτασμα τον καιρό του εμφυλίου, όταν οι πόλεις και κυρίως τα χωριά της Ηπείρου εκκαθαρίζονταν διαδοχικά από Τσάμηδες, Ελασίτες και άλλους ανεπιθύμητους. Τους Κωσταλαίους μάλλον τους πήρε η μπάλα, χωρίς να πρόκειται για ιδιαίτερα δραστήρια μέλη κάποιας παράνομης οργάνωσης. Έχοντας μάθει και αφομοιώσει, λόγω χαρακτήρα και κλίσεων, τα μυστικά της σοβιετικής προπαγάνδας στα πρώτα χρόνια του ψυχρού πολέμου, ο Κωστάλας αποδείχτηκε ιδιαίτερα χρήσιμος όταν τον ανακάλυψε και τον επιστράτευσε με την πλευρά της η ελληνική διπλωματία.
Αυτό που ο ίδιος θεωρούσε το δεύτερο μεγάλο προσόν του ήταν η σχεδόν απόλυτη ιδεολογική του ταύτιση με την αναγκαιότητα της Επαναστάσεως και τη χρησιμότητα της Εθνικής Κυβερνήσεως. Ήταν σίγουρος ότι πολλοί από τους συναδέλφους του στο Υπουργικό Συμβούλιο, συμπεριλαμβανομένων ακόμη και κάποιων από τους στρατιωτικούς, ήταν κατά βάθος άνθρωποι που όχι απλά θα επιβίωναν σε οποιαδήποτε κατάσταση, αλλά και θα γίνονταν ένθερμοι υποστηρικτές της – είτε επρόκειτο για κοινοβουλευτισμό, είτε για υπαρκτό σοσιαλισμό, είτε για τριτοκοσμική απολυταρχία. Το έβλεπε στη συγκαταβατικότητά τους, στο πώς κρέμονταν από τα χείλη του Πρωθυπουργού ή του Αντιπροέδρου για να πάρουν γραμμή, στην αγωνία τους να δείξουν πόσο σημαντικοί και χρήσιμοι είναι ώστε να αυξήσουν τις πιθανότητές τους να διατηρηθούν στη θέση τους όσο το δυνατόν περισσότερο. Ο ίδιος ένιωθε ότι ήταν κάτι διαφορετικό. Θυμόταν τη χαρά με την οποία είχε πληροφορηθεί τα νέα για την επικράτηση της Επαναστάσεως, την αποτυχία του κινήματος του βασιλιά, την υπερψήφιση με ένα τεράστιο ΝΑΙ του Συντάγματος του '68, την εξαγγελία της Συμβουλευτικής Επιτροπής – και πάνω απ' όλα, το σχέδιο για την επάνοδό του στην πατρίδα και την ευκαιρία που του παρουσιάστηκε, ένα χρόνο αργότερα, να συμμετέχει και ο ίδιος από ένα υπεύθυνο πόστο στην προσπάθεια αναμόρφωσης της χώρας.
Χωρίς να είναι ιδιαίτερα θρησκευόμενος, ο Κώστας έβλεπε έναν μεγάλο συμβολισμό στο ότι έφυγε από την Ελβετία για την Ελλάδα ανήμερα τον Δεκαπενταύγουστο. Ίσως επειδή είχε από καιρό το προαίσθημα ότι πλησίαζε η μέρα της επιστροφής του – είχε μάλιστα την εντύπωση ότι είχε δει και κάποιο σχετικό όνειρο, αν και η σχετική ανάμνησή του δεν ήταν ξεκάθαρη. Πάντως, τη μέρα της αναχώρησής του από τη Ζυρίχη, αφού τακτοποίησε την τελευταία αλλά πολύ σημαντική δουλειά που είχε στην Τράπεζα, το τελευταίο πράγμα που έκανε πριν πάει στο αεροδρόμιο για να συναντήσει την Εύα ήταν να ανάψει ένα κερί στην πλησιέστερη εκκλησία που βρήκε ανοιχτή. Δεν είχε σημασία το ότι ήταν καθολική και όχι ορθόδοξη. Ο Θεός ήταν ένας. Και, φιλέλλην ή όχι, ο Κωστάλας ένιωθε ότι εκείνη την ημέρα εκείνον τον αγαπούσε.
70
Η ερώτηση επαναλαμβανόταν συχνά και είχε αρχίσει να γίνεται εκνευριστική.
Αν ήταν άνθρωπος με διαφορετική ανατροφή, δηλαδή με μεγαλύτερη αυθάδεια, η Κατερίνα θα έδινε τις ανάλογες απαντήσεις σε θείους, θείες, ξαδέρφια, γείτονες, φίλους και συντοπίτες που καίγονταν να μάθουν πότε, επιτέλους, θα κάνει παιδί.
Φαίνεται ότι για κάποιους – τι κάποιους, για όλο σχεδόν τον κόσμο – τα δυόμισι χρόνια ήταν πάρα πολλά για να μείνει ένα ζευγάρι άτεκνο. Τι στο καλό, γιατί παντρεύτηκαν τότε; Οι προεκτάσεις στο μυαλό του καθενός ήταν πολλές. Με μια κοινή παράμετρο: Κάπου υπάρχει πρόβλημα. Δεν μπορεί εκείνη. Δεν μπορεί εκείνος (σπανιότερα το σκεφτόταν κανείς αυτό). Δεν τα βγάζουν πέρα (δίνουν όλα τα λεφτά τους στα βιβλία). Διαφωνούν στο όνομα του παιδιού. Διαφωνούν γενικότερα – ασυμφωνία χαρακτήρων.
Ασυμφωνία χαρακτήρων. Να κάτι το οποίο, όποιος το σκεφτόταν, δεν θα' πεφτε και πολύ έξω. Όχι γιατί αυτός ήταν ο λόγος που δεν έκαναν παιδιά – η αλήθεια ήταν ότι είχαν προγραμματίσει να περιμένουν κάποια χρόνια, να βρουν καλύτερες δουλειές, να βάλουν στην άκρη ένα κομπόδεμα. Παρ' όλα αυτά, όμως, η Κατερίνα προβληματιζόταν. Όχι τόσο από τη διαφορετικότητά της απ' τον Γρηγόρη, γιατί αυτή ήταν κάτι δεδομένο και γνωστό από την αρχή κιόλας της γνωριμίας τους. Αυτό όμως που παλιά έδινε την ποικιλία, τη σπιρτάδα και το ενδιαφέρον στη σχέση τους, είχε πια μεταβληθεί σε κάτι σαν χάσμα.
Τι να έφταιγε άραγε; Θα πήγαινε μόνο του εκεί το πράγμα; Υπήρχε κάτι που δεν έκαναν σωστά, κάποια προσπάθεια που δεν κατέβαλαν, κάποιο κόλπο που ίσως ξέχασαν να τους διδάξουν οι παλιότεροι και εμπειρότεροι, αυτοί που έδειχναν – καμιά φορά το περηφανεύονταν κιόλας – ότι κατάφεραν να ζήσουν μαζί είκοσι, τριάντα, σαράντα και βάλε χρόνια, δήθεν χωρίς πρόβλημα;
Αυτό που ήξερε ήταν ότι τον επιθυμούσε όλο και λιγότερο. Και ταυτόχρονα ήταν σίγουρη ότι κι εκείνος δεν την επιθυμούσε καθόλου. Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα, συλλογιζόταν ότι, επειδή εκείνος δεν την επιθυμούσε, γι' αυτό είχε απομακρυνθεί και η ίδια. Γρήγορα καταλάβαινε το μάταιο που είχαν τέτοιοι ισχυρισμοί. Τη βόλευαν όταν έγραφε το ημερολόγιό της ή όποτε τα εκμυστηρευόταν στη Βάσω, την οποία συνέχισε να τη βλέπει, σχεδόν με θρησκευτική ευλάβεια τις Τετάρτες τα απογεύματα – ήξερε όμως ότι πάντοτε χρειάζονταν δύο χέρια για να παίξουν παλαμάκια. Κανένας δεν έφερε την αποκλειστική ευθύνη.
Έτσι κυλούσε η ζωή, πηγαίνοντας αργά αλλά σταθερά προς το τέλμα. Το μόνο που έμενε αμετάβλητο ήταν το διάβασμα. Μόνο που τώρα γινόταν όλο και περισσότερο σε διαφορετικούς χώρους – παλιά τουλάχιστον βρίσκονταν στον ίδιο καναπέ, αν και βυθισμένος ο καθένας στον δικό του κόσμο. Αν μη τι άλλο ενδιαφέρονταν για το τι διάβαζε ο άλλος. Τώρα σπάνια έκαναν τον κόπο να ρωτήσουν ή να κρυφοκοιτάξουν τον τίτλο του βιβλίου που κρατούσε ο καθένας στα χέρια του.
Μια από τις λίγες φορές εκείνο το καλοκαίρι που βρέθηκαν δίπλα-δίπλα, ξαπλωμένος στην πετσέτα του ο καθένας στην παραλία της Βούλας, ο Γρηγόρης πρόσεξε ότι η Κατερίνα διάβαζε κάτι ασυνήθιστο, για εκείνη.
Από πότε σε ενδιαφέρει ο Ηρόδοτος; τη ρώτησε. Εκείνη γύρισε και τον κοίταξε, καρφώνοντας το βλέμμα της στα μάτια του.
Ό,τι έχει να κάνει με την Αλικαρνασσό, με συγκινεί, του απάντησε. Κι εκείνος σκέφτηκε τα καραβάκια που πηγαινοέρχονταν στο Μπόντρουμ, το κάστρο, το καταπράσινο τοπίο, τις κατακόκκινες σημαίες.
Εκείνη, πάλι, δεν σκεφτόταν τίποτα απ' όλα αυτά.
71
Λένε ότι για τον έλληνα που έχει μεγαλώσει με τη συλλογική ιστορική μνήμη του λαού του, θρηνώντας τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς και τρομάζοντας στη νοερή εικόνα του Ιμπραήμ και του Κεμάλ, το δυσκολότερο απ' όλα όταν πρωτοεπισκέπτεται την Τουρκία είναι ο φόβος για το πώς θα περάσει η πρώτη νύχτα του στην γειτονική αλλά όχι και τόσο φιλική χώρα.
Έναν τέτοιο φόβο είχε νιώσει ο Παντελής, όταν είχε κάνει εκείνη την εκδρομή στη Σμύρνη στα εφηβικά του χρόνια. Αυτό τουλάχιστον θυμόταν από την αφήγηση του εξαδέλφου του ο Σωκράτης, την ώρα που το ντολμούς ανέβαζε εκείνον, τους δύο συνταξιδιώτες του και μερικούς ακόμα επιβάτες – κυρίως τουρίστες – αρκετά χιλιόμετρα βόρεια από το Μπόντρουμ, προς τη μητρόπολη του ανατολικού Αιγαίου.
Φτάνοντας στα περίχωρα της πόλης είδαν τους δρόμους και πολλά από τα κτίρια να έχουν στολιστεί με σημαίες. Κατακόκκινες. Ο Ευτύχης ρώτησε έναν από τους τουρίστες μήπως γνώριζε το λόγο. Εκείνος συμβουλεύτηκε τον ταξιδιωτικό του οδηγό και απάντησε, χαμηλόφωνα – γιατί μάλλον είχε μαντέψει την καταγωγή του συνομιλητή του – ότι την επομένη ξημέρωνε η ενάτη Σεπτεμβρίου, η μέρα που ο τουρκικός στρατός είχε απελευθερώσει την Ίζμιρ. Ο ξένος – η προφορά του θύμιζε ολλανδό ή βέλγο – σχεδόν αμέσως μετάνιωσε για το ρήμα που χρησιμοποίησε. Θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιήσει κάτι πιο ουδέτερο απέναντι σε έναν έλληνα (να έλεγε ότι την κατέλαβε, ας πούμε), αντί να διαβάσει αυτολεξεί έναν όρο που μάλλον θα τον πλήγωνε. Ο Ευτύχης καμώθηκε τον ατάραχο και στις ερωτήσεις των δύο άλλων ανέβαλε την απάντηση για αργότερα, όταν θα κατέβαιναν από το λεωφορειάκι και θα έψαχναν να βρουν το δρόμο για το ξενοδοχείο τους.
Φτάνοντας στην πλατεία του Κονάκ, πήραν στο χέρι τα σακίδιά τους και κάθησαν δίπλα στο παλιό ρολόι, κοιτάζοντας γύρω τους, μια προς το Διοικητήριο και μια προς το λόφο του Μπαχρή Μπαμπά και ακόμα δεξιότερα προς την παραλία. Όταν επιτέλους ο Ευτύχης μετέφερε στον Σωκράτη και τον Σταμάτη την πληροφορία για τη σημαδιακή ημερομηνία, εκείνοι δεν είπαν τίποτα. Ο Σωκράτης σκέφτηκε ότι η πρώτη νύχτα θα ήταν, λόγω του επετειακού συνειρμού, ακόμα πιο δύσκολη απ' ό,τι πίστευε αρχικά. Ο Σταμάτης έσκυψε το κεφάλι και έφερε στο μυαλό του κάποιες από τις αφηγήσεις του παππού του, του Παναή Κερκέντελε, που είχε ζήσει μαζί με δεκάδες χιλιάδες άλλους ρωμιούς την τραγωδία εκείνης της μέρας και των ημερών που ακολούθησαν. Ήταν τυχερός που δε συνειδητοποιούσε ότι σ' εκείνη ακριβώς την πλατεία που κάθονταν, και για την ακρίβεια μέσα και μπροστά στο Διοικητήριο, είχαν εκτυλιχθεί οι δραματικοί τελευταίοι διάλογοι ανάμεσα στον αρχιεπίσκοπο Χρυσόστομο και τον στρατιωτικό διοικητή Νουρεντίν, λίγο πριν τα επεισόδια που οδήγησαν στο μαρτυρικό θάνατο του πρώτου.
Όλα άρχισαν να τους φαίνονται απειλητικά, παρά την ομορφιά του καλοκαιρινού απογεύματος και την ξένοιαστη ατμόσφαιρα του παραλιακού δρόμου. Ένιωθαν ότι σε κάθε δρόμο παραμόνευε ένα αυτοκίνητο έτοιμο να τους παρασύρει. Έβλεπαν πίσω από κάθε γωνία έναν τσακιτζή που είχε την πρόθεση να τους μαχαιρώσει. Υπέφεραν από τα ερευνητικά και καχύποπτα, όπως τα αισθάνονταν, βλέμματα των υπαλλήλων στη ρεσεψιόν του ξενοδοχείου που θα έμεναν. Και είχαν πάρει την απόφασή τους, εκείνο το βράδυ να μην κυκλοφορήσουν έξω, σε σκοτεινούς αλλά ούτε καν σε φωτισμένους δρόμους. Έφαγαν κάτι πρόχειρο στο διπλανό σνακ μπαρ και λίγο μετά το ηλιοβασίλεμα γύρισαν στο τρίκλινο δωμάτιό τους. Δεν ήταν βέβαιο αν θα κοιμόνταν καλά. Έπρεπε όμως να προσπαθήσουν, γιατί οι επόμενες μέρες προμηνύονταν αρκετά απαιτητικές.
72
Από τα πρώτα κιόλας φιλικά παιχνίδια, ο Ζερμαίν – που όλοι προτιμούσαν να χρησιμοποιούν το μικρό του όνομα – έδειχνε αυτό που οι αθλητικές εφημερίδες αρέσκονταν να αποκαλούν τη μεγάλη του κλάση. Οι οπαδοί της νέας του ομάδας διψούσαν, όχι απλώς για θέαμα, αλλά κυρίως για να δουν το σύλλογό τους δυνατό, ικανό να αποτελέσει το αντίπαλο δέος απέναντι στον Παναθηναϊκό, που την προηγούμενη σαιζόν είχε καταφέρει να φτάσει στον τελικό του κυπέλλου Πρωταθλητριών, στο Γουέμπλεϊ.
Το γήπεδο γέμιζε ασφυκτικά, ακόμα και στους εύκολους αγώνες με αντιπάλους τις μικρές επαρχιώτικες ομάδες. Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι υπεράριθμοι φίλαθλοι παραβίαζαν τις θύρες και δημιουργούσαν τέτοιο συνωστισμό, που οι αστυνομικοί άφηναν τους φιλάθλους που βρίσκονταν μπροστά-μπροστά να μπουν στον αγωνιστικό χώρο, σχεδόν μέχρι τα όρια της πλάγιας γραμμής. Μία φορά μάλιστα διακόπηκε το παιχνίδι όταν το φαλτσαριστό δεξί σουτ του Ζερμαίν έφερε τη μπάλα με μεγάλη δύναμη στη συμβολή κάθετης και οριζόντιας δοκού – με αποτέλεσμα η μπάλα να ξεφουσκώσει. Ο κόσμος από τον ενθουσιασμό του παραβίασε τις γραμμές και άρχισε, σαν πλημμύρα, να γεμίζει το κυρίως γήπεδο, αποθεώνοντας το νέο του ίνδαλμα.
Αν και λόγω της ιδιότητάς του θα μπορούσε να απολαμβάνει αυτές τις μοναδικές στιγμές μέσα στο γήπεδο και μάλιστα από την εξέδρα τον επισήμων, ο Παντελής προτιμούσε να ακούει τις περιγραφές από το ραδιόφωνο, να βλέπει τις τηλεοπτικές μεταδόσεις – όποτε αυτές υπήρχαν – και, ανελλιπώς, να διαβάζει την αθλητική εφημερίδα, να τη ρουφάει, για την ακρίβεια. Ο λόγος γι' αυτή του την αποχή δεν ήταν η διαφορετική του συλλογική προτίμηση – δεν ήταν πια έφηβος για να καίγεται για την αγαπημένη του ομάδα, κι επιπλέον είχε πια μάθει, με το ψάξιμο που έκανε επί δύο χρόνια στην Ελβετία για λογαριασμό σχεδόν όλων των ελληνικών ομάδων άλφα εθνικής, να αντιμετωπίζει το ποδόσφαιρο επαγγελματικά και ψυχρά.
Η αλήθεια ήταν ότι ο Παντελής ήταν υποχρεωμένος να κρατήσει χαμηλό προφίλ, λόγω των γεγονότων που οδήγησαν εκείνον στην Ελβετία και τον πατέρα του σε πρόωρη σύνταξη και ουσιαστικά σε εκτόπιση. Με την παρέμβαση του αντιπροέδρου της ομάδας οι τελωνειακοί στο Ελληνικό είχαν κάνει τα στραβά μάτια, σε μια άφιξη όπως του Παντελή, σημαδεμένη, που παρόμοιά της θα σήμαινε στην καλύτερη περίπτωση ότι θα έκαναν φύλλο τις αποσκευές του, τα χαρτιά του και όλο του το παρελθόν, με σοβαρές πιθανότητες να τον ξαναστείλουν πίσω με την επόμενη πτήση. Ο Παντελής τελικά δεν ταλαιπωρήθηκε. Η συμφωνία όμως, για την οποία ο Παντελής ενημερώθηκε, με μέριμνα του ίδιου του αντιπροέδρου, ήταν να φροντίσει να μην ξαναασχοληθεί κανένας μαζί του. Αυτό μπορούσε να ερμηνευτεί με ποικίλους τρόπους. Ο Παντελής προτίμησε τη λεγόμενη διασταλτική ερμηνεία: αποφάσισε να περνάει όσο το δυνατόν πιο απαρατήρητος, σε όλα του. Τα ποσοστά από τη μεταγραφή του Ζερμαίν θα εξακολουθούσε να τα εισπράττει για όσο διάστημα ο βιρτουόζος της μπάλας θα είχε συμβόλαιο με την ομάδα του. Το μόνο που ευχόταν λοιπόν ήταν να τα πάει καλά ο ελληνοελβετός, ώστε να μην αγωνιά για τα προς το ζην. Σίγουρα στο μεταξύ θα μπορούσε να βρει και μια ψευτο-δουλειά, για να έχει να πορευτεί για το μέλλον. Ποιος ξέρει, ίσως και σαν βοηθός σε τεχνικό γραφείο – ένα νέο ξεκίνημα από το μηδέν. Λιγάκι άδοξο, μετά από το πολλά υποσχόμενο ξεκίνημα, αλλά δεν είχε πολλές επιλογές – έπρεπε να κοιτάξει μπροστά.
Αναπόφευκτο ήταν όμως να κοιτάζει και πίσω. Σαν το αρχικά ζεστό τραύμα, που τώρα κρύωσε και πονάει, η χαμένη του σχέση με την Εύα γύριζε στη μνήμη του. Την είχε γνωρίσει στη Βαρκελώνη, την είχε χάσει στη Ζυρίχη – αλλά, ακόμα και στην Αθήνα, πολλά του τη θύμιζαν. Του φαινόταν αστείο, αλλά συνειδητοποίησε ότι προτιμούσε να περπατά με το κεφάλι σκυφτό, για να μη βλέπει τους λόφους – το ρομαντικό τους αποκούμπι στο Λυκαβηττό, ή τα Τουρκοβούνια και τη θέση όπου θα ανεγειρόταν το Τάμα, και όλα όσα κρύβονταν στο εσωτερικό του ψηλότερου λόφου του λεκανοπεδίου.
Αν η σκέψη της Εύας ήταν πόνος, το όνομα του Κωστάλα – όποτε το άκουγε στην τηλεόραση ή το ραδιόφωνο και όποτε το διάβαζε στις εφημερίδες – του έφερνε εκνευρισμό και οργή. Δεν είχε μάθει κανένα νέο για την Εύα, η ταυτόχρονη όμως εξαφάνισή της μαζί με τον μετέπειτα υφυπουργό σίγουρα δε θα μπορούσε να είναι τυχαία. Ο Παντελής διάβαζε κάποιες φορές τις κοσμικές στήλες, τις οποίες μερικές φορές απασχολούσε ο Κωστάλας, αυτό το σχετικά νεαρό και σίγουρα γοητευτικό πρόσωπο του κυβερνητικού σχήματος. Ποτέ όμως, ούτε στις κοινωνικές εκδηλώσεις ούτε και στις επίσημες, δεν εμφανιζόταν συνοδευόμενος. Υπήρχαν φήμες που μιλούσαν για κάποια ξένη κοπέλα, προστατευόμενή του, την οποία δήθεν είχε φέρει μαζί του από το εξωτερικό και την είχε μάλιστα τακτοποιήσει σε κάποια υπηρεσία, ελληνοποιώντας την με την ίδια ταχύτητα (και με τον ίδιο τρόπο παρέκκλισης από τους κανονισμούς) όπως είχε συμβεί και με τον Ζερμαίν και με τους διάφορους όμοιούς του που άρχισαν να κάνουν αισθητή την παρουσία τους στα ελληνικά γήπεδα. Κάποιες από τις διαδόσεις τις άκουσε και ο Παντελής. Αν και δεν είχε καμία απόδειξη, μέσα στο μυαλό του ήταν σίγουρος.
Την ιστορία του, και τις σκέψεις του, δεν τις είχε βέβαια εκμυστηρευτεί πουθενά. Ούτε καν στην αγαπημένη του ξαδέρφη. Ιδίως σ' αυτήν, σύμφωνα με τον πατέρα του, με τον οποίο μιλούσαν από καιρού εις καιρόν στο τηλέφωνο, δεν θα ήταν φρόνιμο να ανοίξει κουβέντα για τα όσα είχαν γίνει τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Ο Μίμης δεν του είχε εξηγήσει ακριβώς το πώς και μέσω ποιων είχαν πάει σε λάθος αυτιά οι πληροφορίες που χαντάκωσαν και τους δυο τους – πατέρα και γιο. Απλά του είχε χτυπήσει το καμπανάκι για το Κατερινάκι αλλά και για την κολλητή της φίλη – και παλιά παιδική συμπάθεια του Παντελή –, τη Βάσω του Κερκέντελε.
73
Λίγο μετά το χάραμα, ο Σωκράτης με το Σταμάτη και τον Ευτύχη περπατούσαν κιόλας στην παραλία, στο Μπιριντζί Κορντόν, με κατεύθυνση προς το κέντρο της πόλης. Προσπαθούσαν να βάλουν σε μια σειρά αυτά που ήξερε ο καθένας τους. Από τις πρώτες κιόλας κουβέντες διαπίστωσαν ότι θα έπρεπε να βάλουν κάτω τα πράγματα σε χαρτί και μολύβι. Ο Ευτύχης ανέλαβε να κρατήσει τις σημειώσεις.
Σαν αυτοσχέδιο γραφείο χρησιμοποίησαν ένα παγκάκι στο Κυλτύρ-Παρκ, όχι μακριά από τη δυτική του πύλη. Ο Σταμάτης κάτι πήγε να πει για την ιστορία αυτού του πάρκου, που βρισκόταν στην περιοχή των πρώην ελληνικών και αρμενικών συνοικιών που είχαν καεί το '22, αλλά ο Ευτύχης έκοψε τη συζήτηση με ένα βλέμμα που σήμαινε ότι έπρεπε να μπουν στο θέμα τους. Το οποίο δεν ήταν η ιστορική μνήμη, τουλάχιστον όχι γενικά, αόριστα και πένθιμα. Αυτό που αναζητούσαν ήταν τα νήματα των διαδρομών που ακολούθησαν τρεις άνθρωποι – οι ίδιοι τρεις που εμφανίζονταν σ' εκείνη τη φωτογραφία που είχε βρει στην αποθήκη του ο Σωκράτης. Ο σκοπός τους δεν ήταν μόνο να ολοκληρώσουν τα κενά που έλειπαν από τα πορτραίτα του Γιάννη, του Κώστα και του μπαρμπα-Νικολού. Αναζητούσαν, και έλπιζαν ότι θα βρουν στη Σμύρνη, 49 χρόνια μετά το εικοσιδύο, κάποια από τα κομμάτια που έλειπαν από το ψηφιδωτό της πολιτικής πραγματικότητας εκείνης της εποχής, και ιδιαίτερα όσον αφορά τα νησιά που γειτόνευαν με τις χαμένες πατρίδες.
Ο Κώστας, ο περίφημος ρεμπέτης του μεσοπολέμου, ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος στη Σμύρνη. Για την ακρίβεια, σε ένα παραλιακό της προάστειο, στο Κοκάργιαλι. Από κει τον ήξερε και ο Παναής Κερκέντελες, που μικρός ήταν παπαδάκι στην Αγια-Μαρίνα.
Σ' εκείνα τα μέρη έκανε τα πρώτα του βήματα ως μουσικός και τραγουδιστής ο Κώστας. Σε μία απ' τις εβραίικες συνοικίες ήταν η Λοκάντα του Τσιφούτη, όπως το ονόμαζαν μεταξύ τους οι ρωμιοί αλλά και οι τούρκοι. Στο ταβερνάκι αυτό ο Κώστας δούλευε από μικρός. Αρχικά έκανε τα θελήματα και μάζευε ένα χαρτζιλίκι, αρκετό για να πληρώνει τα δίδακτρα του ωδείου, που τόσο πολύ το επιθυμούσε. Στη συνέχεια, ο ταβερνιάρης – μουσικός και ο ίδιος –, αφού έμαθε για το ταλέντο του νεαρού του υπαλλήλου, τον δοκίμασε στο τζουρά και στο σάζι και αποφάσισε να τον μυήσει στην μουσική όπως ο ίδιος την είχε βιώσει.
Ο Κώστας έγινε σύντομα μεγάλο όνομα στη Σμύρνη, γνωστό σε όλη την πόλη. Απ' όλες τις γωνιές της πόλης έρχονταν να τον ακούσουν. Ο ταβερνιάρης τον είχε σχεδόν σαν παιδί του. Έπαιρναν τα όργανα και γεννούσαν καταπληκτικές συνθέσεις, πολλές φορές αυτοσχεδιάζοντας επιτόπου.
Εκείνο τον καιρό, γύρω στο 1915, ο Κερκέντελες θυμόταν ότι άκουγε τον κόσμο να μιλάει για ρεμπέτικο – ή ραμπέτικο, όπως το πρόφερε ο ίδιος. Οι λεπτομέρειες είχαν πια σβηστεί από τη μνήμη του αλλά για ένα πράγμα ήταν σίγουρος: ότι η λέξη αυτή σχετιζόταν με τη μουσική που έπαιζαν ο Κώστας και ο μέντοράς του στη Λοκάντα.
Οι εποχές ήταν ταραγμένες αλλά τον νεαρό Κώστα τον ένοιαζε εκείνο τον καιρό μόνο η μουσική. Μέχρι που ήρθαν τα δύσκολα και έφτασε σε ηλικία στράτευσης. Απ' ό,τι θυμόταν ο Παναής ο Κερκέντελες, στον Κώστα – όπως και σε άλλους νέους της ηλικίας του – ήρθαν δύο χαρτιά στρατολόγησης. Ένα από την οθωμανική διοίκηση και ένα από τη δημογεροντία, που ουσιαστικά εξέφραζε τις επιθυμίες και την πολιτική του ελληνικού κράτους. Από κείνον τον καιρό και μετά, ο Κερκέντελες είχε χάσει τα ίχνη του Κώστα. Απ' ό,τι τουλάχιστον έλεγε ο ίδιος, δεν τον ξαναείδε ούτε άκουσε τίποτα γι' αυτόν και για την οικογένειά του για κάμποσα χρόνια, μέχρι που ξαναβρέθηκαν, σε ελληνικό πια έδαφος, στο νησί. Μετά την Καταστροφή, και μάλιστα όχι αμέσως, αλλά μερικά χρόνια αργότερα. Επί Κονδύλη ή επί Παγκάλου, απ' όσο θυμόταν ο Κερκέντελες – χωρίς όμως να μπορεί να το προσδιορίσει με μεγαλύτερη ακρίβεια.
Ο Κώστας έμεινε κάποια χρόνια στο νησί. Με τον Κερκέντελε η σχέση του ήταν ιδιαίτερη. Τους ένωνε το παλιό παρελθόν της Σμύρνης – ακόμα κι από τότε, όμως, ανήκαν σε διαφορετικούς κόσμους. Από σχετικά εύπορο σπίτι ο Κώστας, προσπάθησε στην Ελλάδα να κινηθεί στους ανάλογους κύκλους, προτιμώντας τη συναναστροφή με τους επιφανέστερους των νέων συντοπιτών του – σε αντίθεση με τον, ταπεινότερης καταγωγής, Παναή, που συνέχισε να ασκεί το ίδιο επάγγελμα μετά το '22 και πριν, απλά αλλάζοντας λιμάνι.
Το πρόβλημα είναι ότι κάποιοι από τους επιφανείς είχαν μπει στην κατηγορία των ανεπιθύμητων, μετά από τα γεγονότα του '22. Όχι τα μικρασιατικά, ούτε τον άμεσο αντίκτυπό τους όπως εκδηλώθηκε με το πλαστηρικό κίνημα στην υπόλοιπη Ελλάδα – το νησί έμεινε αλώβητο από το κλίμα απογοήτευσης και εκδίκησης που κορυφώθηκε με την εκτέλεση του Γούναρη και των άλλων πέντε. Κι αυτό γιατί οι νησιώτες είχαν άλλες έγνοιες. Εκείνη τη σημαδιακή χρονιά, το νησί του Σωκράτη, όπως κι εκείνο του Ευτύχη, δεν έζησε μόνο την άφιξη των προσφύγων, αλλά – και κυρίως – την εκδήλωση ενός κινήματος που φιλοδοξούσε να ταράξει τα νερά. Μιας εξέγερσης που ανακήρυξε τα νησιά αυτόνομα, υπό την προστασία της Κοινωνίας των Εθνών – του τότε ΟΗΕ, δηλαδή.
Ο Γιάννης, ο οπλαρχηγός που είχε αγωνιστεί μαζί με τον μπαρμπα-Νικολό λίγα χρόνια νωρίτερα για να φύγουν οι τούρκοι απ' το νησί, ήταν από τους πρωτεργάτες του κινήματος, που κάποιοι θεώρησαν ότι ήταν κοινωνικό, κάποιοι αυτονομιστικό, κάποιοι έργο ληστών, κάποιοι ανεύθυνο – και κάποιοι, προδοτικό. Την ιστορία, ως γνωστόν, τη γράφουν οι νικητές. Το κίνημα απέτυχε, οι αρνητικές γνώμες κυριάρχησαν – και ο Γιάννης στα χρόνια που ακολούθησαν ένιωθε το κλίμα να μην τον σηκώνει. Για κάποια χρόνια έμεινε στο νησί και ήταν, αν και αδρανής πολιτικά, το αντίπαλο δέος της νικήτριας παράταξης σε ό,τι αφορούσε τα τοπικά ζητήματα.
Σταδιακά φαίνεται ότι συνδέθηκε μαζί του ο Κώστας, που προσπαθούσε να χτίσει στο νησί μια φήμη παρόμοια, τηρουμένων των αναλογιών, με εκείνη που είχε στη Σμύρνη – τραγουδώντας αρχικά σε παρέες και αργότερα σε ταβερνάκια σε πιο μόνιμη βάση. Ο Γιάννης έγινε θαμώνας των κέντρων που τραγουδούσε ο Κώστας, δείχνοντας ενδιαφέρον για τα καινούργια μουσικά ακούσματα που αυτός αλλά και άλλοι μικρασιάτες είχαν φέρει στην ελεύθερη Ελλάδα.
Ο Κώστας όμως ένιωθε ότι οι μερικές εκατοντάδες τετραγωνικά χιλιόμετρα του νησιού δεν χώραγαν το ταλέντο του και γι' αυτό αποφάσισε να μετοικήσει σε μέρη όπου είχαν εγκατασταθεί, μετά την ανταλλαγή πληθυσμών, μέλη της οικογένειάς του. Έτσι βρέθηκε στο Παντείχι και μετά στου Προμπονά, κοντά στην Αλυσίδα των Πατησίων. Εκεί βρέθηκε μαζί του κι ο Γιάννης, όταν κι αυτός – για άλλους λόγους απ' ό,τι ο Κώστας – αισθάνθηκε καταπιεσμένος από την τοπική κοινωνία. Από οπλαρχηγός του νησιού μεταμορφώθηκε στον Γιάγκο του Προμπονά, το άλτερ έγκο – για ένα διάστημα – του Κώστα του ρεμπέτη.
Μέχρι που γίνηκ' ο τζουράς μπουζούκι και οι δρόμοι τους χώρισαν οριστικά. Ο Κώστας έμεινε στην Αθήνα και έγινε μεγάλο όνομα του λαϊκού τραγουδιού, απ' αυτά που χαρακτήρισαν την εποχή που το μπουζούκι έψαχνε το δρόμο του από τον υπόκοσμο προς τα σαλόνια. Ο Γιάγκος γύρισε στο νησί, ξανάγινε Γιάννης και αργά αλλά σταθερά, κάνοντας τις κατάλληλες επιλογές στα δύσκολα χρόνια της Κατοχής και του εμφυλίου, κατόρθωσε να μετατρέψει σε περασμένα-ξεχασμένα την ανάμνηση της χαμένης εξέγερσης.
Κανείς από τους δυο τους δε ζούσε πια. Ούτε και ο μπαρμπα-Νικολός, για τον οποίο τα στοιχεία που μάζεψαν ο Σωκράτης και οι φίλοι του ήταν ελάχιστα και ουσιαστικά περιορίζονταν σ' αυτά που ούτως ή άλλως ήξερε όλος ο κόσμος – στα επίσημα.
Κάπως έτσι έφτασαν στη Σμύρνη, τρεις άνθρωποι σε αναζήτηση πληροφοριών για τρεις παλιότερούς τους, με στόχο να συμπληρώσουν τα κενά και να καταλάβουν καλύτερα μια εποχή που ο καθένας τη θυμόταν όπως ήθελε αλλά μάλλον όχι όπως ήταν στ' αλήθεια.
74
Ο ήλιος είχε ανέβει, το ίδιο και η θερμοκρασία. Την ώρα που ο Σταμάτης έφυγε για να φέρει τρεις γκαζόζες για να δροσιστούν, ο Ευτύχης με το Σωκράτη προσπάθησαν να διατυπώσουν τα ερωτήματα στα οποία θα αναζητούσαν απαντήσεις.
Κι αυτά δεν ήταν λίγα.
Υπήρχαν ερωτήματα για τα παράλληλα κινήματα των δύο νησιών. Ποια ήταν πραγματικά η ανάγκη που τα γέννησε; Σε ποιο βαθμό τα υποστήριζε ο κόσμος τη στιγμή της εκδήλωσής τους; Πόσο ασχολήθηκε με αυτά ο έξω κόσμος, και ιδιαίτερα οι εξ ανατολών γείτονες;
Υπήρχαν ερωτήματα για το Γιάννη τον οπλαρχηγό. Γιατί, παρά το ταυτόχρονο ξέσπασμα των δύο κινημάτων, εκείνος παρέμεινε τελείως άγνωστος σαν όνομα στο γειτονικό νησί; Κι ακόμη, πώς κατάφερε και έμεινε στο νησί του χωρίς να υποστεί σκληρά αντίποινα – πέρα από το βαρύ κλίμα που κάποια στιγμή τον ώθησε να μεταναστεύσει στην πρωτεύουσα;
Υπήρχαν ερωτήματα για τον μπαρμπα-Νικολό. Αποκήρυξε στ' αλήθεια το κίνημα του '22; Κι αν ναι, τότε ποια η ιστορία αυτής της (σίγουρα μεταγενέστερης) φωτογραφίας, όπου εμφανίζεται παρέα με τον Γιάννη και το φίλο του τον Κώστα;
Τέλος, υπήρχαν ερωτήματα και για τον Κώστα και τη μουσική του. Ήταν πράγματι τόσο παλιός ο όρος ρεμπέτικο, ή απλά ο Κερκέντελες τα είχε μπερδεμένα; Τι έκανε ο Κώστας στον πόλεμο; Πότε ακριβώς ήρθε στην Ελλάδα; Τι απέγινε το μουσικό φυτώριο της Λοκάντας; Υπήρχαν σήμερα άνθρωποι στη Σμύρνη που να τα θυμούνται όλα αυτά;
Μια και βρίσκονταν στη Σμύρνη, ήταν προφανές ότι θα ξεκίναγαν με τα ερωτήματα που ίσως θα μπορούσαν να απαντηθούν εκεί – και σίγουρα πουθενά αλλού. Η ανάλυση τους είχε φάει αρκετή ώρα αλλά ο Ευτύχης έπεισε τους υπόλοιπους – που αγωνιούσαν ήδη ότι ο χρόνος περνά – ότι ήταν αναγκαίο να τακτοποιήσουν τις σκέψεις τους πριν αρχίσουν να ψάχνουν.
Χωρίς μεγάλη δυσκολία συμφώνησαν ότι έπρεπε να ξεκινήσουν την έρευνά τους από το Κοκάργιαλι. Το πρώτο τους άμεσο πρόβλημα ήταν ότι κανένας από τους δύο χάρτες τους – και ήταν βέβαιοι ότι επρόκειτο για λεπτομερείς απεικονίσεις της πόλης – δεν ανέφεραν αυτή τη γειτονιά. Ο Σωκράτης πρότεινε να ρωτήσουν κάποιον περαστικό ή κάποιο γραφείο τουρισμού. Οι άλλοι όμως είχαν ενδοιασμούς. Αν το όνομα της γειτονιάς ήταν το παλιό, ελληνικό, μισητό όνομα, τότε μάλλον θα δημιουργούσαν υποψίες ή εντάσεις αν το χρησιμοποιούσαν – και μάλιστα ανήμερα της επετείου που η Σμύρνη ξανάγινε τουρκική.
Ο Σωκράτης πίστευε ότι οι φόβοι αυτοί ήταν υπερβολικοί, αλλά δεν επέμεινε. Το επόμενο που είχαν να ψάξουν ήταν η εβραϊκή συνοικία. Εκεί τουλάχιστον θα μπορούσαν να ψάξουν για τα ίχνη της Λοκάντας του Τσιφούτη. Αναζήτησαν λοιπόν όλα τα σημεία όπου οι χάρτες απεικόνιζαν συναγωγές, είτε σε λειτουργία είτε μουσειακές. Κι αυτές όμως ήταν ουκ ολίγες, και διάσπαρτες. Έμειναν αρκετή ώρα να κοιτάζουν το χάρτη, προσπαθώντας να αποφασίσουν προς τα πού θα πήγαιναν – από κάπου έπρεπε να ξεκινήσουν.
Από το αδιέξοδο τους έβγαλε ο Σταμάτης. Θυμήθηκε κάτι που είχε διαβάσει για τη μεγάλη φωτιά της Σμύρνης. Αυτή είχε ξεκινήσει από το σημείο που βρίσκονταν, πάνω κάτω, και είχε κινηθεί προς τα βόρεια, λόγω του ανέμου. Το αποτέλεσμα ήταν ότι είχε αφήσει αλώβητες, όπως τουλάχιστον έγραφαν τα βιβλία, την τούρκικη και την εβραϊκή συνοικία. Αυτό λοιπόν σήμαινε ότι η εβραϊκή συνοικία δεν μπορούσε παρά να είναι στα νότια. Ο Σταμάτης πήρε το στυλό και έβαλε σε ένα κύκλο τις συναγωγές που βρίσκονταν νότια από το κέντρο. Αυτές κάλυπταν ένα τόξο με μήκος μερικά χιλιόμετρα, που όμως σε σχέση με την απεραντοσύνη της σύγχρονης πόλης τούς φαινόταν πεπερασμένο και βατό.
Προχωρώντας προς τα εκεί, είδαν ότι η περιοχή που θα ερευνούσαν βρισκόταν σε μια σειρά λόφων, με πολύ πυκνή δόμηση – και με πληθυσμό σχετικά νεοφερμένο, που μεγάλο μέρους του δεν θα είχε πιθανότατα καμία σχέση με την προ του 1922 Σμύρνη. Πίστευαν ότι ίσως θα έψαχναν βελόνα στα άχυρα. Και πραγματικά, κάπως έτσι ήταν. Ελάχιστα σημεία εκείνων των περιοχών θύμιζαν τον παλιό καιρό, ή μάλλον την εικόνα που είχαν οι τρεις τους σχηματίσει για τον παλιό καιρό. Ναι, ανάμεσα στις πολυκατοικίες σώζονταν κάποια παλιά μονώροφα ή διώροφα – οι κάτοικοί τους όμως στις περισσότερες περιπτώσεις ήταν κι αυτοί φερτοί, όπως ο περισσότερος άλλος κόσμος.
Κάποιες φορές έβλεπαν σπανιόλικα επώνυμα σε επιγραφές καταστημάτων – που μαρτυρούσαν σεφαράδικη εβραϊκή καταγωγή, όπως είχαν παλιότερα οι εβραίοι της Σαλονίκης. Οι καταστηματάρχες όμως και οι πελάτες ήταν τις περισσότερες φορές πολυάσχολοι, ή απρόθυμοι να μιλήσουν, ή δε γνώριζαν αγγλικά. Κουρασμένοι από το περπάτημα και τη ζέστη, απογοητευμένοι από το άκαρπο των ερευνών τους, οι τρεις νέοι εκδήλωναν κάποιες φορές, μεταξύ τους, τη δυσφορία και τον εκνευρισμό τους.
Όταν έφτασε η ώρα του μεσημεριανού φαγητού, ο Σωκράτης ευχήθηκε να βρουν, τουλάχιστον, ένα ταβερνάκι με λίγη ησυχία και με κάποιον άνθρωπο που θα μπορούσαν να του πιάσουν την κουβέντα και, ίσως, να μάθουν κάτι. Θυμήθηκε τον Αρίσταρχο στου Προμπονά και, πράγματι, θα ήταν χαρούμενος έστω και με μισόν Αρίσταρχο στη Σμύρνη. Πίστευε, και έπεισε τους άλλους, ότι θα άξιζε να επενδύσουν κάποια από τα χρήματά τους σε καφενέδες ή άλλα μέρη όπου μπορούσες να καθήσεις – παρά στο κάθε τυχαίο μαγαζί όπου ο σκοπός ήταν ο πελάτης να μπει, να ψωνίσει και να φύγει, για να κάνει χώρο στον επόμενο.
Πέρασαν λοιπόν όλο τους το απόγευμα σε τέσσερα-πέντε μέρη. Δεν είχαν και κανένα φοβερό αποτέλεσμα, πάντως. Οι ηλικιωμένοι – που ίσως θα είχαν αναμνήσεις από την παλιά εποχή – συνήθως δε μιλούσαν αγγλικά, και οι νεώτεροι, ακόμη και όσοι ήταν πρόθυμοι να βοηθήσουν, δεν ήξεραν αρκετά. Ήθελε υπομονή, κι αυτή ήταν δύσκολο να βρεθεί όταν ο χρόνος κυλούσε και τα λεφτά λιγόστευαν – τα καφεδάκια δεν τους τα κέρναγε κανείς.
Προς το σούρουπο βρέθηκαν μπροστά σε κάτι εντυπωσιακό. Ένας κατακόρυφος πύργος χτισμένος στην άκρη ενός ψηλού, απότομου βράχου. Από τις επιγραφές πληροφορήθηκαν ότι επρόκειτο για έναν δίδυμο ανελκυστήρα, που χτίστηκε επί Οθωμανικής, πριν τους πολέμους, και χρησίμευε για να διευκολύνει την επικοινωνία ανάμεσα στην πάνω γειτονιά – που βρισκόταν στο δυτικό άκρο αυτού που είχαν σημειώσει ως εβραϊκή συνοικία – και στην παραλιακή ζώνη, που εκτείνονταν στα τέσσερα-πέντε οικοδομικά τετράγωνα που απλώνονταν κάτω τους. Πήραν τον ένα από τους δύο ανελκυστήρες και κατέβηκαν στο κάτω μέρος. Εκείνη η περιοχή είχε κάτι το γοητευτικό – κυκλοφορούσε πολύς κόσμος στα σοκάκια, ήταν και η ώρα που άναβαν τα φώτα και η γειτονιά του Ασανσέρ άρχιζε να δείχνει το ελκυστικό της πρόσωπο.
Ένιωθαν κουρασμένοι αλλά ευδιάθετοι. Αισθάνονταν ότι άξιζαν λίγη ξεκούραση, λίγο καλό φαγητό, λίγο κρασί. Τα βρήκαν όλα, σε ένα στενό αρκετά κοντά στο ασανσέρ. Κάθησαν σε ένα από τα λίγα εξωτερικά τραπεζάκια της μικρής ταβέρνας και χαλάρωσαν. Μίλησαν με κάμποσους, στο τέλος και με ένα-ένα τα γκαρσόνια. Περί ανέμων και υδάτων, σε ένα κράμα αγγλικών με γλώσσα του σώματος, εμπλουτισμένη με τούρκικες, ελληνικές, ιταλικές κι ισπανικές λέξεις.
Ο τελευταίος συνομιλητής τους, μετά τα μεσάνυχτα όταν λίγοι-λίγοι έφευγαν οι άλλοι θαμώνες, βρήκε το χρόνο να καθήσει και να πιει ένα-δυο ποτήρια μαζί τους. Ήξερε καλά αγγλικά κι έτσι η συζήτηση κυλούσε με άνεση. Ήταν πάνω κάτω στην ηλικία τους, σπουδαστής που προσπαθούσε να βγάλει τα λεφτά για τα έξοδά του. Έμενε στη γειτονιά και ήξερε, λόγω και της δουλειάς του, αρκετό κόσμο, ανάμεσά τους και πολλούς παλιότερους ή από παλιές οικογένειες. Ο Σωκράτης βρήκε ευκαιρία και έφερε τη συζήτηση στην παλιά μουσική σκηνή της Σμύρνης και ιδιαίτερα της εβραϊκής της κοινότητας. Προσπαθούσε να βρει έναν κομψό τρόπο για να μιλήσει για τη Λοκάντα του Τσιφούτη χωρίς να χρησιμοποιήσει ακριβώς τις ίδιες λέξεις.
Ααα… Τσιφίτ Λοκαντασί, τον πρόλαβε ο σερβιτόρος. Το ήξερε το μέρος. Δεν υπήρχε βέβαια πια αλλά είχε ακούσει πολλούς να μιλούν γι' αυτό. Δεν ήταν άλλωστε και μακριά. Στην κάτω πλευρά του Ασανσέρ βρισκόταν κι αυτό, το πολύ τέσσερα τετράγωνα απ' το σημείο που βρίσκονταν. Ναι, ήταν ένα θρυλικό μέρος, πριν από πολλά χρόνια βέβαια. Για την ακρίβεια, πριν από τον πόλεμο – της Ανεξαρτησίας, ξεκίνησε να λέει, το έκοψε όμως από σεβασμό στους συνομιλητές του. Ο ιδιοκτήτης της Λοκάντας σκοτώθηκε στη διάρκεια του πολέμου. Πρόλαβε όμως και άφησε πίσω του ένα γιο. Δεν ξέρω – φαίνεται ότι το είχαν στα γονίδιά τους, μονολόγησε και ήπιε λίγο κρασί, με το βλέμμα προς τα κάτω. Το παιδί του ταβερνιάρη μεγαλώνοντας έγινε ο πιο διάσημος καλλιτέχνης που έβγαλε αυτή η πόλη στη σύγχρονη εποχή. Μια μεγάλη φωνή, που δυστυχώς χάθηκε πρόωρα κι αυτός, σαν τον πατέρα του.
Ο Ντάριο! αναφώνησε ο Σταμάτης. Οι άλλοι δύο τον κοίταξαν απορημένοι, μια και δεν είχαν τα δικά του, πολύπλευρα μουσικά ακούσματα.
Ο Ντάριο, επιβεβαίωσε και ο νεαρός τούρκος. Το καμάρι της Ίζμιρ, το αγαπημένο παιδί όλων των κατοίκων της, ανεξάρτητα απ' την καταγωγή του. Το αγαπημένο και μονάκριβο παιδί της μάνας του. Κρίμα που ο πατέρας του δεν πρόλαβε να τον χαρεί.
Κρίμα, συμφώνησαν κι οι τρεις έλληνες μαζί. Και κάπου εκεί, ο συνομιλητής τους τούς είπε το πιο ενδιαφέρον. Ότι υπήρχε κάποιος νεαρός, ρωμιός, που ο ταβερνιάρης τον είχε στο μαγαζί, τον πρόσεχε και τον αγαπούσε σαν δικό του παιδί.
Ένα παιδί απ' το Κοκάργιαλι. Έτσι ακριβώς το είπε ο τούρκος, και οι ακροατές του δεν πίστευαν στ' αυτιά τους. Μετά από σιγή μερικών δευτερολέπτων, ο Ευτύχης δεν άντεξε και ρώτησε:
Πού είναι το Κοκάργιαλι; Και σχεδόν αμέσως το μετάνιωσε, φοβήθηκε μήπως ήταν παγίδα για να δημιουργηθεί τεχνητή παρεξήγηση και ν' ανάψει ο καυγάς απ' το μηδέν. Ποτέ δεν ξέρεις.
Με απόλυτη φυσικότητα ο τούρκος εξήγησε ότι το Κοκάργιαλι ήταν – στον παρατατικό, για να μην ξεχνιόμαστε – λίγο παρακάτω, για την ακρίβεια ήταν η παραλιακή συνοικία που συνόρευε με τον εβραίικο μαχαλά του Ασανσέρ.
Γειτονόπουλο, λοιπόν, ο Κώστας, και ο τσιφούτης τον είχε σαν παιδί του. Το πράγμα αποκτούσε ενδιαφέρον. Δυστυχώς μια φωνή κάλεσε πάλι μέσα τον σερβιτόρο για δουλειά. Έπρεπε να κλείσουν ταμείο – ήταν περασμένη η ώρα. Εκείνος ξαναβγήκε λίγο έξω για να τους εξηγήσει το λόγο της απουσίας του. Και τους καληνύχτισε με κάτι ενδιαφέρον.
Έχω ένα φίλο, εβραίο, που ο παππούς του ζει ακόμη. Θα ψάξω να τους βρω αύριο το πρωί κι αν θέλετε μπορούμε να κλείσουμε ένα ραντεβού εδώ το βραδάκι. Ο γέρος είχε ζήσει την εποχή της Λοκάντας και θυμάται πολλά. Είναι λίγο περίεργος βέβαια, και πίνει, αλλά όλο και κάτι θα έχει να σας πει. Τι λέτε; τους είπε απλώνοντας το χέρι για χειραψία, πρώτα στον Ευτύχη και μετά στους άλλους. Λίγο πριν μπει μέσα συστήθηκε. Με λένε Μουράτ. Ελάτε και ζητήστε με.
75
Το μεθεπόμενο μεσημέρι στο ντολμούς τρεις από τους επιβάτες κοιμόνταν. Ίσως να ήταν και περισσότεροι αλλά οι συγκεκριμένοι τρεις, που είχαν πιάσει τις πίσω θέσεις, ροχάλιζαν αφόρητα.
Ο πρώτος που ξύπνησε είδε ότι πλησίαζαν στον προορισμό τους. Η κατάφυτη χερσόνησος, ο κολπίσκος και το κάστρο ήταν τα σημάδια που έδειχναν ότι σε λίγο θα έπρεπε να πάρουν τις αποσκευές τους και να κατευθυνθούν στο καραβάκι που θα τους γύριζε στην Ελλάδα.
Ο Σωκράτης σκούντηξε τον Ευτύχη κι αυτός, αφού άνοιξε τα μάτια και συνειδητοποίησε πού βρίσκεται, έπιασε από τον ώμο το Σταμάτη και του ψιθύρισε στο αυτί ότι ήρθε η ώρα να ετοιμάζεται κι αυτός.
Και οι τρεις είχαν φυσικά πονοκέφαλο, που ελάχιστα μόνο υποχώρησε όση ώρα βρίσκονταν στο καράβι και τους φύσαγε το θαλασσινό αγέρι. Κι ήταν δύσκολο να υποχωρήσει, όσο αυτοί ζόριζαν τα μυαλά τους για να θυμηθούν και να αναλύσουν όσα τους αφηγήθηκε την προηγούμενη βραδιά με τον χειμαρρώδη λόγο του ο Ολούρ Ολμάζ.
Στην αρχή δεν πίστευαν ότι θα είχε να τους πει πολλά ο ηλικιωμένος, σχεδόν αιωνόβιος αυτός τύπος – το μάτι του γυάλιζε, τα χνώτα του βρωμούσαν (από το ποτό χωρίς αμφιβολία) και αν ρωτούσες οποιονδήποτε θα έλεγε γι' αυτόν με την πρώτη ματιά ότι δεν τα 'χει τετρακόσια. Ακόμα και το όνομά του ήταν περίεργο. Ο Μουράτ, που έκανε εναλλάξ χρέη διερμηνέα μαζί με τον εγγονό του γέρου την περασμένη βραδιά, τούς εξήγησε ότι μάλλον πρόκειται για παρατσούκλι – σήμαινε κάτι σαν Δυνατόν-Αδύνατον ή Γίνεται – Δε Γίνεται.
Δεν ήξερε αν η βασική απασχόληση του γέρου ήταν το να αφηγείται απίστευτες ιστορίες, όμως στο Σωκράτη το παρατσούκλι φάνηκε απόλυτα ταιριαστό. Ουλούρμι; δηλαδή, Είναι δυνατόν; ήταν μια έκφραση που έλεγε συχνά η μάνα του όταν άκουγε πράγματα που δυσκολευόταν να πιστέψει. Αυτό ακριβώς του ερχόταν να πει κι ο ίδιος το προηγούμενο βράδυ, ακούγοντας το παραλήρημα του Ολούρ Ολμάζ.
Ο Ευτύχης ήταν πεπεισμένος ότι είχαν χάσει το χρόνο τους. Στο Κοκάργιαλι, το οποίο είχαν την ευκαιρία να το χτενίσουν όλο το πρωινό μέχρι νωρίς το απόγευμα της προηγούμενης μέρας, δεν είχαν δει κανένα ίχνος από την ελληνική γειτονιά και δεν είχαν βρει κανέναν άνθρωπο πρόθυμο να ανατρέξει στις αναμνήσεις ή τις έμμεσες πληροφορίες που τυχόν θα είχε από την κοινότητα των ρωμιών και τη μουσική τους δραστηριότητα. Η Σμύρνη ήταν τεράστια και ούτως ή άλλως δεν προλάβαιναν να τη γυρίσουν ολόκληρη – εστιάζοντας όμως αποκλειστικά στον εβραιομαχαλά και το Κοκάργιαλι είχαν χάσει την ευκαιρία να πάρουν έστω μια μυρωδιά από άλλες περιοχές με ελληνικό παρελθόν, για παράδειγμα το Βουτζά και το Κορδελιό, όπου ίσως θα υπήρχε κάτι ενδιαφέρον για την αναζήτησή τους.
Ολμάζ, λοιπόν; Ήταν αδύνατον να είναι αληθινά όσα είπε ο γέρος, που δήλωνε αδελφικός φίλος του ιδιοκτήτη της Τσιφίτ Λοκαντασί; Ο Σωκράτης με τον Σταμάτη κατάφεραν τελικά να πείσουν τον Ευτύχη να συμπληρώσει τις σημειώσεις του με τις πληροφορίες που είχε συγκρατήσει ο καθένας τους. Τα έβαλαν κάτω – δεν ήταν κι εύκολο.
Ο Ολούρ Ολμάζ δούλευε στην εισαγωγική-εξαγωγική επιχείρηση του πατέρα του. Λόγω της δουλειάς του συναναστρεφόταν με πολλούς επιχειρηματίες της πόλης – ομόθρησκούς του και μη. Ένας απ' αυτούς της πρώτης κατηγορίας, ο Νεσίμ Λεβή, προσέφυγε στις υπηρεσίες του, πριν τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, για να προμηθευτεί μια μεγάλη ποσότητα ειδικών τούβλων από τη Μασσαλία. Αυτά τα τούβλα θα χρησίμευαν στην οικοδόμηση ενός φιλόδοξου έργου: του ανελκυστήρα που θα έκανε πιο εύκολη τη ζωή των εβραίων της Σμύρνης. Μια και η υπόθεση ήταν του άμεσου ενδιαφέροντος της κοινότητάς του, ο Ολούρ Ολμάζ δέχτηκε να κάνει τη δουλειά σε τιμή κόστους. Ούτε γρόσι δε θα έβαζε στην τσέπη του, όπως υποσχέθηκε στον Λεβή.
Η δραστηριότητα αυτή δεν θα άξιζε να αναφερθεί από τον Ολούρ Ολμάζ αν δεν μάθαινε, στο τέλος της, κάποια ενδιαφέροντα πράγματα από τον καπετάνιο του πλοίου που έκανε τη μεταφορά. Όταν λοιπόν ο Ολούρ Ολμάζ πήγε στα γραφεία της ναυτιλιακής να εξοφλήσει το ναύλο, διαπίστωσε ότι αυτός είχε ήδη καταβληθεί απευθείας από τον Λεβή. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Λεβή παρενέβαινε στις δουλειές συνεργάτη του. Ήταν παροιμιώδης η επιφυλακτικότητά του και ήθελε να ελέγχει αν τα πραγματικά έξοδα ήταν αυτά που δηλώνονταν – ή ακόμα και να τα παίρνει πάνω του ο ίδιος, απροειδοποίητα, όπως έκανε κι εκείνη τη φορά. Το ενδιαφέρον εδώ ήταν ότι ο Λεβή είχε πληρώσει περίπου τριάντα τοις εκατό παραπάνω απ' όσο ήταν το συμφωνημένο κόστος των μεταφορικών. Επειδή ήταν απίθανο να έπιασαν τον Λεβή οι γενναιοδωρίες του, ο Ολούρ Ολμάζ ρώτησε και έμαθε ότι το πλοίο, πριν έρθει στη Σμύρνη, είχε κάνει μια στάση που δεν προβλεπόταν στο αρχικό πρόγραμμα. Είχε αφήσει στον Πειραιά ένα μέρος από τα τούβλα που είχε φορτώσει στη Μασσαλία.
Όχι ότι το Ασανσέρ θα έμενε λειψό. Απλά, στη Μασσαλία είχαν φορτωθεί πολύ περισσότερα τούβλα απ' όσα αρχικά προβλέπονταν. Ψάχνοντάς το λίγο παραπάνω, από φόβο μήπως ο Λεβή είχε κάνει κάποια απάτη – φόβος που τελικά διαψεύσθηκε – ο Ολούρ Ολμάζ ανακάλυψε ότι τα τούβλα προορίζονταν για την κατασκευή ενός δεύτερου, μικρότερου ασανσέρ στην Αθήνα. Αν και χρονικά δεν επρόκειτο για δεύτερο. Πράγματι, το ασανσέρ της Αθήνας θα ήταν πιλοτικό. Η Αθήνα ήταν γεμάτη βραχώδεις λόφους που θύμιζαν αυτόν της εβραίικης γειτονιάς. Σε έναν απ' αυτούς – δυστυχώς ο Ολούρ Ολμάζ δεν ήξερε σε ποιον – κατασκευάστηκε, με άκρα μυστικότητα, ο πιλοτικός ανελκυστήρας, η επιτυχής λειτουργία του οποίου θα έδινε το πράσινο φως για την κατασκευή του μεγάλου ασανσέρ στη Σμύρνη.
Στην εύλογη απορία των ακροατών του, πώς είναι δυνατό να φτιάξεις έναν πύργο από τούβλα κοντά στο κέντρο της Αθήνας με άκρα μυστικότητα, η απάντηση του Ολούρ Ολμάζ ήταν εντυπωσιακή. Ο πύργος φτιάχτηκε στο εσωτερικό ενός κούφιου λόφου. Χρησιμοποιώντας ως διόδους διάφορες σπηλιές, οι κατασκευαστές του αθηναϊκού μίνι-ασανσέρ μετέφεραν με μεγάλη υπομονή τα τούβλα στο εσωτερικό αυτού του υψώματος, όπου τα συνεργεία τους δουλεύοντας σαν τους τυφλοπόντικες κατόρθωσαν να χτίσουν ένα τετράγωνο φρέαρ με ύψος αρκετών μέτρων και να το εξοπλίσουν με δύο μικρά ασανσέρ, που λειτουργούσαν με βαρούλκα.
Ο Λεβή, προφανώς, δεν ήθελε να μαθευτούν τα νέα για το δοκιμαστικό ασανσέρ. Φοβόταν ότι σε περίπτωση αποτυχίας θα κλονιζόταν η εμπιστοσύνη των συμπολιτών του και ότι δύσκολα θα ξανάβρισκε ευκαιρία να προσφέρει αλλά και να διακριθεί. Ήθελε λοιπόν να κάνει τις δοκιμές μακριά από τυχόν περίεργα βλέμματα.
Το πείραμα της Αθήνας πέτυχε, κι έτσι ο Λεβή με τα υπόλοιπα τούβλα – και με ανυπολόγιστο αριθμό εργατοωρών, πληρωμένων δίκαια αλλά σφιχτά όσο δεν παίρνει – ολοκλήρωσε τον πύργο που έγινε γνωστός ως Ασανσέρ. Πολύ σύντομα η περιοχή γύρω απ' το νέο έργο άρχισε να προσελκύει κίνηση. Εμπορικά καταστήματα, καφέ, εστιατόρια, ταβέρνες με μουσική – άρχισαν να εμφανίζονται σαν τα μανιτάρια τόσο στην πάνω όσο και στην κάτω μεριά. Ήταν η ίδια εποχή που γινόταν μια προσπάθεια, με ένα συνδυασμό ιδιωτικής πρωτοβουλίας και στήριξης από τις αρχές, να εξωραϊστούν και να γίνουν ελκυστικότερες κι άλλες συνοικίες πέρα από την παραλιακή ζώνη με τα κλουμπ και τα ξενοδοχεία – το Μπιριντζί Κορντόν παραήταν συνδεδεμένο με τους έλληνες και τους φραγκολεβαντίνους. Λίγα χρόνια νωρίτερα από την ανέγερση του Ασανσέρ είχε στηθεί στην πλατεία του Κονάκ το περιφημο ρολόι, που αργότερα μετατράπηκε σε σύμβολο της Σμύρνης. Έτσι και το έργο του Λεβή, που μετά την ανάπτυξη της γύρω του περιοχής άρχισαν να το προσέχουν και αργότερα να το προβάλλουν οι οθωμανικές αρχές και αργότερα αυτές της Τουρκικής Δημοκρατίας, εντάχθηκε – ανεξάρτητα από την αρχική πρόθεση του κατασκευαστή του – στο πλαίσιο της γενικότερης μετακίνησης του κέντρου βάρους μακριά από αυτό που οι γαλλόφωνοι και μη ευρωπαίοι (αλλά και οι ρωμιοί) ονόμαζαν Και.
Ένα από τα μαγαζιά που άνοιξαν γύρω από το Ασανσέρ ήταν και η Λοκάντα του Τσιφούτη. Ακόμη κι ο εβραίος Ολούρ Ολμάζ έτσι την αποκαλούσε.
Αυτό λοιπόν ήταν το πραγματικό όνομα της ταβέρνας; ρώτησε ο Ευτύχης. Ο Σαμί, ο εγγονός του Ολούρ Ολμάζ, απάντησε καταφατικά. Ο αυτοσαρκασμός του ιδιοκτήτη της λοκάντας ξεπερνούσε, κατά τα φαινόμενα, την υπερηφάνεια για την καταγωγή του.
Ο Ολούρ Ολμάζ θυμόταν την ιδιαίτερη σχέση του ταβερνιάρη με τη μουσική. Ουσιαστικά είχε αφήσει τη γυναίκα του να κάνει το κουμάντο σ' ό,τι αφορούσε τα φαγητά, τα ποτά, το σερβίρισμα και την καθαριότητα. Ο ίδιος φρόντιζε για τη μουσική – και τα οικονομικά βεβαίως. Η λοκάντα άνοιγε το μεσημέρι για φαγητό μόνο και το βράδυ μετά μουσικής. Ο ταβερνιάρης κάποια πρωινά – όχι όλα – πήγαινε σε τράπεζες και άλλες δουλειές και όλη την υπόλοιπη ώρα μέχρι ν' αρχίσει το βραδινό πρόγραμμα ήταν σ' ένα δωμάτιο του σπιτιού του – το οποίο ήταν ακριβώς πάνω από τη λοκάντα – και δινόταν στη μουσική. Πότε ακούγοντας στο γραμμόφωνο, πότε φιλοξενώντας παλιούς παραδοσιακούς οργανοπαίκτες, άλλες φορές κάνοντας εξάσκηση μόνος του κι άλλες μαζί με τους, νεαρούς κατά κανόνα, μουσικούς που εμφανίζονταν στη λοκάντα τα βράδια.
Ήταν ζήτημα χρόνου να κάνει κάποιος την ερώτηση στον Ολούρ Ολμάζ για τον Κώστα. Πρόλαβε και τη διατύπωσε ο Σταμάτης. Για μια στιγμή απογοητεύτηκαν καθώς τον είδαν να κουνάει το κεφάλι του πέρα δώθε. Δεν θυμόταν αυτό το όνομα. Δεν θυμόταν κανένα όνομα πια. Όμως, ανάμεσα στους μουσικούς που παρέλασαν από τη λοκάντα ήταν κι ένα παιδί-θαύμα. Το θυμόταν καλά.
Γουόζ χη Γκρηκ; ρώτησε όλο αγωνία ο Σωκράτης τον Σαμί. Ρουμ; είπε κατευθείαν στον Ολούρ Ολμάζ κοιτώντας τον στα μάτια. Ούτε κι αυτό όμως το θυμόταν ο γέρος. Δεν ήξερε αν ο νεαρός βιρτουόζος ήταν ρωμιός, τούρκος ή αρμένης.
Δικός μας πάντως δεν ήταν, τόνισε ο Ολούρ Ολμάζ. Ο ταβερνιάρης όμως τον αγαπούσε πολύ και ήταν εντυπωσιασμένος με την ευστροφία και την πρωτοτυπία του ως μουσικού. Μαζί παίζανε ώρες ατέλειωτες, ανακαλύπτοντας νέους μουσικούς δρόμους. Ο Σταμάτης του ζήτησε να εξηγήσει αν σ' αυτούς τους μουσικούς δρόμους συμπεριλαμβάνονταν και τα ρεμπέτικα ή ραμπέτικα που είχε ακούσει απ' τον παππού του.
Η απάντηση ήταν αρνητική – και απογοητευτική. Ο Ολούρ Ολμάζ δεν είχε ακούσει για κάποιο είδος μουσικής που να λέγεται ρεμπέτ ή ραμπέτ ή κάτι αντίστοιχο. Το μόνο που θυμόταν, γιατί είχαν περάσει και τόσα χρόνια πια, ήταν ότι είχαν αρχίσει, όλο και περισσότερο, να παίζουν τα τραγούδια αυτοτελή, όπως και στη σύγχρονη εποχή – και όχι όπως το κάνουν ακόμα αυτοί με τη τζαζ, που δεν ήξερες πότε τελειώνει το ένα τραγούδι και πότε αρχίζει τ' άλλο. Να τον συγχωρείτε που δεν ξέρει τη μουσική ορολογία, ζήτησε από τους έλληνες ο Σαμί, μεταφέροντάς τους τα λόγια του παππού του. Στο μυαλό του Σταμάτη ήρθαν οι λέξεις αυτοσχεδιασμός και ταξίμι. Φοβούμενος νέα απογοήτευση, δεν τόλμησε αυτή τη φορά να ρωτήσει.
Ο Ολούρ Ολμάζ συνέχισε την αφήγηση. Ήρθε το '19 και με την απόβαση του ελληνικού στρατού στη Σμύρνη ξεκίνησε ένας νέος πόλεμος, που σε αντίθεση με τους προηγούμενους βιώθηκε και μέσα στην πόλη και κυρίως στην περιφέρειά της. Όταν ο μικρός έφυγε για να πάει στον πόλεμο, ο ταβερνιάρης στεναχωρήθηκε πολύ, είπε ο Ολούρ Ολμάζ. Του έλειπε, όπως έλειπε και σε πολλούς από τους θαμώνες που τον θαύμαζαν. Δεν τον ξαναείδαν και υπέθεσαν ότι σκοτώθηκε, όπως και τόσοι άλλοι της ηλικίας του. Ένας μόνο από την παρέα, ο Ντορόν, είχε πει κάποτε στον Ολούρ Ολμάζ ότι τον ξαναείδε, μετά από κάποια χρόνια στην προκυμαία της Σμύρνης. Στα ερείπια του Κραίμερ, εκεί τον είχε δει – άρα θα ήταν μετά τη μεγάλη πυρκαγιά που είχε προξενήσει μεγάλες ζημιές σ' εκείνο το παραλιακό ξενοδοχείο, όπως και σε πολλά από τα κτίρια της παραλίας, στο κεντρικό της μέρος.
Λίγο μετά την καταστροφή! Χωρίς να το σχολιάσουν εκείνη τη στιγμή, και οι τρεις αναρωτιόνταν πώς ήταν δυνατό ένας ρωμιός να κυκλοφορεί εκείνη την εποχή στη Σμύρνη, και μάλιστα στο Και. Ο Ολούρ Ολμάζ εντυπωσιάστηκε από την είδηση, γι' αυτό και τη θυμόταν τόσα χρόνια τώρα, όμως τον νεαρό δεν τον ξαναείδε κανείς, κι όταν κάποια χρόνια αργότερα ο Ντορόν έχασε τα λογικά του και κλείστηκε στο ψυχιατρείο, ο Ολούρ Ολμάζ κι οι υπόλοιποι απέκτησαν μεγάλες αμφιβολίες για το αν έστεκε αυτό που τους είχε πει.
Η αφήγηση γύρισε στο '19 και στη Λοκάντα. Η ταβέρνα δεν έκλεισε, αλλά η κίνησή της μειώθηκε πολύ. Τα χρόνια του πολέμου αποξένωσαν τις κοινότητες της πόλης μεταξύ τους, κι αν βάλει κανείς μέσα και την οικονομική στενότητα – αλλά και το γεγονός ότι η νεολαία είναι αυτή που πολεμάει και επηρεάζεται άμεσα – μπορεί να καταλάβει ότι η παρένθεση μεταξύ του '19 και του '22 ήταν οδυνηρή για πολλούς και σίγουρα για ό,τι είχε να κάνει με τη διασκέδαση. Ο ταβερνιάρης πάντως συνέχιζε να παίζει μουσική, αλλά ταυτόχρονα – μια και η Λοκάντα δεν άνοιγε πια τα μεσημέρια – βρήκε και λίγο χρόνο για το σπίτι του και συγκεκριμένα για τη γυναίκα του. Δεν παραπονιόταν για τα κεσάτια, αντίθετα δόξαζε το Θεό και ένιωθε τυχερός που τουλάχιστον είχε λίγη δουλίτσα σε μια εποχή που άλλοι έτρωγαν απ' τα έτοιμα ή έψαχναν εδώ κι εκεί.
Χάρηκε πολύ όταν η γυναίκα του έμεινε έγκυος, δυστυχώς όμως δεν είχε την τύχη να γνωρίσει και να καμαρώσει το γιο του. Σκοτώθηκε σε κάποιο ατύχημα – ο Ολούρ Ολμάζ δεν διευκρίνισε αν είχε να κάνει με τον πόλεμο ή όχι. Λίγο καιρό αργότερα γεννήθηκε ο Ντάριο. Εκεί όμως ξεκινούσε μια άλλη ιστορία, σε μια άλλη Σμύρνη. Οι τρεις ταξιδιώτες δεν έμειναν για να την ακούσουν. Ο Ολούρ Ολμάζ συνέχισε να μιλάει ακόμα και όταν εκείνοι σηκώθηκαν και αποχαιρέτισαν τον Σαμί και τον Μουράτ. Άκουγαν πίσω τους τη φωνή του στον ατέλειωτο μονόλογό της για κάμποση ώρα, ενώ κατηφόριζαν το σοκάκι που θα τους έβγαζε στην παραλιακή. Το ποτό, το ξενύχτι και ο ποταμός πληροφοριών τους είχε εξαντλήσει.
Τώρα, στο πλοίο που τους έφερνε πίσω στα νησιά τους, έχοντας λιγάκι συνέλθει χάρη στον ύπνο μέσα στο ντολμούς και το θαλασσινό αεράκι, κι αφού πέρασαν σχεδόν όλη τη διάρκεια του ταξιδιού βάζοντας κάτω στο χαρτί όσα είχαν κρατήσει στο μυαλό τους από τα λόγια του Ολούρ Ολμάζ, συμφωνούσαν σε ένα πράγμα: Ήταν νωρίς για συμπεράσματα. Ο Σωκράτης κοίταξε προς τον ουρανό. Μαζεύονταν σύννεφα, και ίσως το βράδυ να έβρεχε κιόλας. Άρχιζε το φθινόπωρο και μαζί μ' αυτό ερχόταν και η ώρα που ο καθένας θα έπρεπε να δει τι θα κάνει στη ζωή του, μετά από τη θητεία που μόλις είχε τελειώσει και μετά από αυτό το σύντομο ταξίδι που είχε απορροφήσει σχεδόν ολοκληρωτικά τις λίγες οικονομίες που είχε ο καθένας τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου