Ο ΖΕΡΜΑΙΝ ΕΦΥΓΕ
76
Το αεροπλάνο της Ολυμπιακής ήταν γεμάτο. Η πτήση είχε φύγει με δύο ώρες καθυστέρηση, κάτι που οφειλόταν όχι μόνο στη μεγάλη κίνηση της θερινής περιόδου αλλά και στα μέτρα ασφάλειας, που είχαν ενταθεί σε όλα τα ελληνικά αεροδρόμια μετά από την αεροπειρατεία που είχε εκδηλωθεί στο Ελληνικό στις αρχές του μήνα. Εξαιτίας της αναμονής και της αυγουστιάτικης ζέστης, οι επιβάτες ήταν εμφανώς ταλαιπωρημένοι, αν και χαρούμενοι που επιτέλους βρίσκονταν στον αέρα, οδεύοντας ολοταχώς προς το Ηράκλειο.
Πολλοί από τους επιβάτες ήταν τουρίστες, που αψηφώντας τις επίσημες ή ανεπίσημες ταξιδιωτικές οδηγίες ήταν αποφασισμένοι να πετάξουν προς την Ελλάδα και μέσα σ' αυτήν. Αρκετοί άλλοι ήταν κάτοικοι Αθηνών, κρητικής καταγωγής ή όχι, που ξεκινούσαν τις διακοπές τους. Υπήρχαν και τουλάχιστον δύο που δεν ανήκαν σε καμία απ' τις παραπάνω κατηγορίες.
Μεσόκοπος άντρας ο ένας, νεαρή γυναίκα η άλλη. Στη διακεκριμένη θέση ο πρώτος, στην οικονομική η δεύτερη. Το μόνο τους κοινό, πέρα από τον αριθμό πτήσης, ήταν το ότι διάβαζαν. Εφημερίδα εκείνος, ένα βιβλίο με γαλάζιο κάλυμμα – σαν σχολικό βιβλίο ντυμένο – εκείνη.
Απορροφημένοι στο διάβασμά τους, ελάχιστη σημασία έδιναν στους συνεπιβάτες τους ή στην θέα από τα παράθυρα. Το περιεχόμενο των αναγνωσμάτων τους ήταν άλλωστε αρκετά σημαντικότερο από το κοντινό ή μακρινό περιβάλλον τους.
Η Απογευματινή, όπως και οι άλλες εφημερίδες εκείνης της ημέρας, αφιέρωνε αρκετές στήλες στην αμνήστευση των πολιτικών κρατουμένων που είχε ανακοινώσει την προηγούμενη μέρα ο Πρόεδρος. Η εφημερίδα χρησιμοποιούσε φαρδύ-πλατύ τον καινούργιο τίτλο, Πρόεδρος της Δημοκρατίας, το δίχως άλλο κατόπιν συστάσεως του Υφυπουργού Τύπου – στα πλαίσια προβολής της πρόσφατης πολιτειακής αλλαγής και εξοικείωσης της κοινής γνώμης με αυτή. Έτσι τουλάχιστον πίστευε ο αναγνώστης της εφημερίδας στο αεροπλάνο, ο οποίος ήξερε καλά από παρόμοιες συστάσεις και από άλλα μέτρα ελέγχου της πληροφόρησης της κοινής γνώμης.
Το διάβασμα της είδησης τον γέμισε μελαγχολία, για πολλούς λόγους. Πρώτα απ' όλα γιατί στην προηγούμενη υπουργική του θητεία είχε ο ίδιος την ευκαιρία, ουκ ολίγες φορές, να παρέμβει αποφασιστικά στο τι θα δημοσίευαν – και κυρίως τι δεν θα δημοσίευαν – οι εφημερίδες και τα περιοδικά. Μετά από τον ανασχηματισμό, που σήμαινε τη μετάθεσή του στο Ηράκλειο στη νεοδημιουργηθείσα θέση του Υφυπουργού – Περιφερειακού Διοικητή Κρήτης, ο Κώστας Κωστάλας έπαυε να έχει το σημαντικό ρόλο που απολάμβανε ως κυβερνητικός εκπρόσωπος και εξ απορρήτων της πολιτικής ηγεσίας της χώρας.
Ο δεύτερος λόγος της μελαγχολίας ή μάλλον της δυσφορίας του ήταν αυτή καθ' αυτή η είδηση της αμνήστευσης. Ήταν μια απόφαση που τον έβρισκε απολύτως αντίθετο. Γνώριζε ότι πολλοί απ' όσους ελευθερώθηκαν δεν έδειξαν και τόσο μετανιωμένοι. Τα Σύντροφε! και Συντρόφισσα! πήγαιναν σύννεφο κατά τους εναγκαλισμούς τους με όσους τους περίμεναν έξω απ' τις πύλες των φυλακών – αυτό είχε μάθει από τους ανθρώπους του στην Αστυνομία Πόλεων. Κάποιος μάλιστα είχε δει μια γυναίκα στον Κορυδαλλό να κραυγάζει, μπροστά σε μια κινηματογραφική κάμερα, ότι ο σοσιαλισμός θα νικήσει. Άξιζε τον κόπο, για χάρη των εντυπώσεων, να βγουν έξω αυτοί που αύριο θα ξανάπιαναν δουλειά σαν καθοδηγητές και ταραχοποιοί και μεθαύριο θα ξεσήκωναν τον κόσμο και θα αναζωπύρωναν τα παλιά πάθη; Δεν έβλεπαν οι σύμβουλοι του Προέδρου ότι οι πιο επικίνδυνοι απ' όλους ήταν ακριβώς όσοι μιλούσαν για σοσιαλισμό, σε μια εποχή που ο πληθωρισμός είχε αρχίσει να φεύγει εκτός ελέγχου και οι διεθνείς εξελίξεις προμήνυαν παγκόσμια οικονομική κρίση;
Μια τρίτη αιτία για το κατσούφιασμα του Κωστάλα ήταν ο τίτλος του Προέδρου. Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Δεν ήταν η πρώτη φορά που το διάβαζε. Ίσως όμως ήταν η πρώτη φορά που συνειδητοποιούσε ότι μετά το κίνημα του Φιουμιτσίνο – αυτό που οι παλιοί του συνεργάτες, με τα μικρόφωνα που είχαν τοποθετήσει στο διαμέρισμα του ναυτικού ακολούθου της πρεσβείας στη Ρώμη, είχαν ανακαλύψει και καταδώσει –, μετά την αποτυχία του κινήματος λοιπόν και την κατάργηση εν μια νυκτί της βασιλείας, είχε ξεκινήσει μια νέα εποχή γεμάτη αβεβαιότητες. Ο Κωστάλας πίστευε ότι η απόφαση του Προέδρου της Κυβερνήσεως, να αλλάξει τον τίτλο του Αντιβασιλέως με αυτόν του Προέδρου της Δημοκρατίας, ήταν σπασμωδική. Ακόμα και μετά από την επικύρωση αυτής της απόφασης με το δημοψήφισμα, δεν άλλαξε τη γνώμη του. Και όχι μόνο επειδή γνώριζε ότι το επίσημο αποτέλεσμα του 78% θα ήταν σίγουρα λιγότερο συντριπτικό αν ο κόσμος, ειδικά στην επαρχία, ψήφιζε χωρίς τον φόβο του χωροφύλακα. Αλλά γιατί ακόμη και ένα γνήσιο 78% ή και 91% δεν αρκούσε, κατά τον Κωστάλα, για να νομιμοποιήσει μια ενέργεια που ήταν πέρα για πέρα αυθαίρετη και λανθασμένη.
Τόσο ο Κωστάλας, όσο και η Κατερίνα του Φραγκή, που διάβαζε το βιβλίο της στη διάρκεια της ίδιας πτήσης, σκέφτονταν το ίδιο πράγμα – τη διπλή έννοια της λέξης δημοκρατία στη σύγχρονη ελληνική γλώσσα. Το ριπάμπλικ των άγγλων δεν έχει την ίδια έννοια με το ντιμόκρασι. Το πρώτο αποτελεί αντιδιαστολή της μοναρχίας – το δεύτερο, συνώνυμο της λαοκρατίας.
Στα ελληνικά, όμως, η ίδια λέξη καλύπτει και τις δύο αυτές έννοιες. Έτσι είναι δυνατόν να υπάρξει δημοκρατία χωρίς δημοκρατία. Αυτό σκεφτόταν η Κατερίνα την ώρα που διάβαζε το βιβλίο της, μια ερμηνευτική ανάλυση – στα αγγλικά – της Ιστορίας του Πολυβίου. Η κατάργηση της μοναρχίας, με τη συντακτική πράξη της πρώτης Ιουνίου του '73, μετέτρεψε την Ελλάδα από Βασίλειον σε Δημοκρατία. Εκλογές όμως δεν είχαν προγραμματιστεί. Ακόμα κι αν αυτές γίνονταν, ακόμα κι αν ήταν πραγματικά ελεύθερες, η δημοκρατία-ριπάμπλικ θα έμενε χωρίς δημοκρατία-ντιμόκρασι για ακόμα οχτώ χρόνια – μια και ο Πρόεδρος είχε φροντίσει το θετικό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος να συνεπάγεται την αυτόματη παραμονή του στο ύπατο αξίωμα μέχρι το 1981.
Ο Κωστάλας, από την άλλη, πίστευε το αντίθετο: ότι η μία δημοκρατία θα έφερνε την άλλη. Ότι αφ' ής στιγμής ο κύβος ερρίφθη, ήταν αναπόφευκτο, ίσως και προδιαγεγραμμένο, αργά ή γρήγορα να προκηρυχτούν εκλογές. Θυμήθηκε μία από τις δηλώσεις που είχε κάνει κάποτε σαν κυβερνητικός εκπρόσωπος, τον καιρό που ο Πρόεδρος του ζήτησε να μαζέψει τις δηλώσεις που είχε κάνει ο Πίπης για δήθεν χρονοδιάγραμμα επιστροφής στη δημοκρατία. Το θέμα εκλογαί δεν είναι του παρόντος, είναι του αμέσου μέλλοντος, είχε πει τότε ο Κωστάλας στον Τύπο. Πόσο μακρινή του φαινόταν αυτή η εποχή, που όλα ήταν υπό έλεγχο και αρκούσαν κάποιες αντιφατικές δηλώσεις για να εκτονωθούν οι μικρο-κρίσεις. Πόσο εύκολο ήταν κάποτε να βαφτίζεις εκλογές τις αρχαιρεσίες τοπικών διορισμένων παραγόντων, που ψήφιζαν μεταξύ τους κι έβγαζαν δύο μέλη ανά νομό για τη Συμβουλευτική, από τα οποία ο Πρόεδρος επέλεγε στο τέλος τον έναν που αυτός ήθελε.
77
Ο Παντελής, πίνοντας τον απογευματινό φραπέ του στην παραλία της Βάρκιζας, διάβαζε κάτι που δεν είχε καμία σχέση με πολιτική, ιδεολογία ή φιλοσοφία. Το Φως των Σπορ έπλεκε το εγκώμιο μερικών από τα νέα αστέρια του ποδοσφαίρου. Το ίδιο έκαναν όλες οι αθλητικές εφημερίδες κάθε καλοκαίρι, όλα τα προηγούμενα χρόνια. Ελλείψει πραγματικών ποδοσφαιρικών ειδήσεων – και πραγματική είδηση είναι ποιος κέρδισε το ντέρμπυ ή τον τίτλο –, τα καλοκαιρινά θέματα ανάγνωσης ανέκυπταν από τις μεταγραφές και την προετοιμασία των ομάδων. Οι μεγάλες αλλά και – ειδικά τα τελευταία χρόνια – οι μικρότερες ομάδες ενισχύονταν με παίκτες διεθνούς κλάσεως. Έτσι τουλάχιστον ισχυρίζονταν οι εφημερίδες. Στην πορεία της χρονιάς τουλάχιστον οι μισοί απ' αυτούς τους παιχταράδες έμεναν στην αφάνεια, απογοήτευαν με την εμφάνισή τους – ή έφευγαν χωρίς να τους πάρει χαμπάρι κανείς. Αλλά ο χρόνος είναι γιατρός. Το χειμώνα και την άνοιξη κανείς δε θυμόταν τα πρωτοσέλιδα του περασμένου καλοκαιριού.
Φέτος ειδικά, οι εφημερίδες είχαν δύσκολη δουλειά. Ήταν δύσκολο, πολύ δύσκολο να πείσουν ότι θα μπορούσε να αναπληρωθεί το κενό που άφησε φεύγοντας ο Ζερμαίν. Κι όχι τόσο επειδή δεν υπήρχαν άξιοι παίκτες στην εγχώρια και διεθνή αγορά. Η ομάδα θα ήταν σε θέση να σταθεί αντάξια του ονόματός της και να πάρει τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα – γιατί όχι και ένα δεύτερο συνεχόμενο πρωτάθλημα. Το πρόβλημα ήταν στο θέαμα. Ο Ζερμαίν ήταν καλλιτέχνης, ακροβάτης, χορευτής. Ζωγράφιζε με τη μπάλα στα πόδια αλλά και στις εναέριες μονομαχίες και στην όλη του κίνηση. Ο κόσμος τον φώναζε με το μικρό του όνομα – ήταν ξένο και ασυνήθιστο, ταυτόχρονα και σύντομο και γι' αυτό ευκολομνημόνευτο. Ελάχιστοι γνώριζαν το όνομα με το οποίο τον βάφτισαν οι γονείς του, το ελληνικό αντίστοιχο του επίσημου ονόματός του – Γερμανός – και ακόμα λιγότεροι το χρησιμοποιούσαν όταν αναφέρονταν σ' αυτόν.
Ο Παντελής, σαν παλιός ατζέντης του, είχε μάθει κάποια πράγματα για το οικογενειακό του παρελθόν – γνώσεις χρήσιμες για να είναι σε θέση να τεκμηριώσει την ελληνική καταγωγή ομογενών όπως ο Ζερμαίν. Ήξερε λοιπόν ότι οι γονείς του τον είχαν τάξει σε κάποιον ορθόδοξο ιερωμένο, γι' αυτό και του έδωσαν και αυτό το ασυνήθιστο για έλληνα όνομα. Μάλλον τον Γερμανό Καραβαγγέλη, σκέφτηκε, μια και ο πατέρας του Ζερμαίν ήταν από την Καστοριά, την πόλη στην οποία έγινε μητροπολίτης ο Καραβαγγέλης τον καιρό του μακεδονικού αγώνα. Ίσως, πάλι, να υπήρχε και κάποιος Γερμανός στη Λαμία, τόπο καταγωγής της μάνας του Ζερμαίν. Ο Γερμανός πάντως, που ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος ελβετός, είχε γίνει σύμβολο στα δύο χρόνια παραμονής του στην Ελλάδα – και η μη ανανέωση του συμβολαίου του ήταν έκπληξη.
Πέρα από το θέαμα των ποδοσφαιρικών αγώνων, από την αποχώρηση του Ζερμαίν θα ζημιωνόταν και η τσέπη του Παντελή. Είχε ήδη βρει δουλειά σε τεχνικό γραφείο και έβγαζε κάποια αξιοπρεπή χρήματα – πλην όμως το εισόδημα από τα ποσοστά του Ζερμαίν δεν ήταν ευκαταφρόνητο, και τώρα θα το έχανε. Υπολόγιζε ότι ο ελληνοελβετός θα έμενε στην ομάδα τουλάχιστον ένα χρόνο ακόμα. Για τριετές συμβόλαιο μιλούσαν όλοι στην αρχή. Όταν συνάντησε τον πατέρα του στο νησί, τη βδομάδα του δεκαπενταύγουστου που κατέβηκε για σύντομες διακοπές, του ζήτησε να μάθει διακριτικά αν υπήρχε περίπτωση να εισπράξει τα χρήματα του τρίτου χρόνου. Ο Μίμης τηλεφώνησε στον αντιπρόεδρο αλλά εισέπραξε άρνηση, ευγενική αν και λίγο ειρωνική, σαν να τον επιτιμούσε για το ερώτημά του – και όντως ο Μίμης ντράπηκε που σκέφτηκε να ζητήσει παράταση μιας, εν τέλει, αργομισθίας.
Ο Μίμης πρόλαβε πάντως να ρωτήσει, και κατόπιν να μεταφέρει την απάντηση στο γιο του, για την αιτία αυτής της ξαφνικής αποχώρησης. Ο Ζερμαίν παραήταν κόκκινος, είπε ο αντιπρόεδρος, και δεν αναφερόταν φυσικά στο χρώμα της φανέλας της ομάδας. Δεν χρειαζόταν να εξηγήσει παραπάνω. Ο Μίμης ρώτησε στα ίσια τον Παντελή αν το ήξερε. Ο Παντελής ήταν το ίδιο έκπληκτος.
Πώς τα καταφέραμε; ψιθύρισε ο Μίμης. Το τελευταίο πράγμα που χρειάζονταν, τέσσερα χρόνια μετά την ιστορία του Τάματος, ήταν να ξαναρχίσουν να ασχολούνται μαζί τους οι παράγοντες της δημόσιας διοίκησης και των επιχειρήσεων. Αυτό το στοιχείο δεν το είχε βρει ο Παντελής τον καιρό που έψαχνε από πού βαστάει η σκούφια του κάθε παίχτη;
Ο Παντελής δεν ήξερε τι να πει. Είναι δυνατόν να μην ήξεραν οι άνθρωποι του καθεστώτος στην Αθήνα ότι οι περισσότεροι από τους ομογενείς της κεντρικής και δυτικής Ευρώπης ήταν παιδιά μεταναστών; Ότι πολλοί απ' αυτούς τους μετανάστες έφυγαν είτε τον καιρό του εμφυλίου είτε λίγο αργότερα – και κυρίως από μέρη φτωχά και ηττημένα; Ότι μ' αυτόν τον τρόπο μεγάλωνε η πιθανότητα να είναι κόκκινοι;
Θα ήθελε να είχε την ευκαιρία να συζητήσει με τον Ζερμαίν. Δεν τον είχε γνωρίσει καλά σε προσωπικό επίπεδο – δεν ήταν ελεύθερος να το κάνει. Βρίσκονταν μόνο σε κάποιες επίσημες εκδηλώσεις της ομάδας, όπου φυσικά τον Ζερμαίν τον πολιορκούσαν επώνυμοι και ανώνυμοι θαυμαστές του. Η φυγή του ήταν απότομη. Σχεδόν νύχτα έφυγε.
Ο Παντελής θυμόταν τη μέρα που δημοσιεύτηκε η είδηση της αναχώρησης του Ζερμαίν. Ήταν ανήμερα της γιορτής του, δύο μέρες πριν από το δημοψήφισμα. Θυμόταν επίσης τα τηλεφωνήματα που του έκαναν το ίδιο βράδυ, για τα χρόνια πολλά. Δεν ήταν και πολλοί αυτοί που πήραν. Ανάμεσά τους και η αγαπημένη του ξαδέρφη. Την άκουσε ανήσυχη. Του ζήτησε να συναντηθούν την επόμενη μέρα. Ήθελε να του δώσει κάτι.
Το απόγευμα του Σαββάτου βρέθηκαν στην Πλατεία Αιγύπτου. Ο Παντελής νόμιζε ότι η Κατερίνα θα είχε μαζί της κάποιο δώρο για κείνον. Του έδωσε απλά ένα φάκελο, σφραγισμένο. Του ζήτησε να μην τον ανοίξει και να τον κρύψει σ' ένα σίγουρο μέρος, για ένα απροσδιόριστο διάστημα. Μη που πεις πού. Όταν έρθει η ώρα, θα σου πω να πάμε να τον ανοίξουμε μαζί, του είπε.
Του πήρε λίγη ώρα για να σκεφτεί μια ασφαλή κρυψώνα. Θυμήθηκε τα μέρη όπου έπαιζε σαν παιδί ή τριγύριζε στα εφηβικά και φοιτητικά του χρόνια. Καταλληλότερο όμως απ' όλα ήταν ένα μέρος που τον πονούσε, γιατί του θύμιζε την Εύα. Κοίταξε το ρολόι του. Με γρήγορο βήμα θα του έπαιρνε περίπου μία-μιάμιση ώρα να ανέβει στο λόφο, μέχρι την είσοδο της υπόγειας διαδρομής. Συνειδητοποίησε όμως ότι χρειαζόταν δύο πράγματα: ένα φακό για να βλέπει, και ένα κουτί όπου θα έβαζε το φάκελο για να μη φθαρεί. Έτσι, ανέβαλε την ανάβασή του για το επόμενο πρωί.
Για να αποφύγει να σκεφτεί την Εύα, έβαλε στον εαυτό του ένα προβληματάκι – ένα μικρό δίλημμα. Να πάει πρώτα να ψηφίσει και μετά ν' ανέβει στα Τουρκοβούνια, ή το αντίστροφο; Κατέβασε με το μυαλό του όλα τα πιθανά και απίθανα πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα κάθε εναλλακτικής λύσης, κι έτσι κράτησε τη σκέψη του απασχολημένη όσο χρειαζόταν.
Μια και ήταν παραμονή της ψηφοφορίας, θα ήθελε να ήταν σε θέση να προβληματιστεί και με το δίλημμα που, το δίχως άλλο, θα απασχολούσε πολλούς συμπολίτες του εκείνο το βράδυ. Σ' αυτό το θέμα, όμως, είχε κάνει ήδη την επιλογή του και ήταν τόσο αποφασισμένος γι' αυτή, που ούτε γι' αστείο δεν ήθελε να εξετάσει την αντίθετη εναλλακτική.
Τώρα, σχεδόν ένα μήνα αργότερα, στην πλευρά των ηττημένων κι αυτός μαζί με όσους άλλους τόλμησαν να ψηφίσουν Όχι, είχε αποφασίσει να ζήσει ακόμα πιο κοινότυπα, ακόμα πιο αδιάφορα απ' ό,τι πριν – με τη δουλίτσα του, με το ποδόσφαιρο, άλλο ένα κατεβασμένο κεφάλι, που τουλάχιστον (όντας χαμηλά) δεν κινδύνευε να το κόψει κανείς.
78
Η Νέα με την Παλιά δεν είχε μεγάλη σχέση. Έτσι συνήθως συνέβαινε. Η ομοιότητα σταματούσε στο όνομα της πόλης – Αλικαρνασσός. Άντε και στον Κούλε, που φαινόταν μερικά χιλιόμετρα παραπέρα στο λιμάνι του Ηρακλείου και που θύμιζε το κάστρο-σύμβολο της πόλης που σήμερα λέγεται Μπόντρουμ.
Μπουντρούμι, βέβαια, είχε και η Νέα Αλικαρνασσός, και μάλιστα ξακουστό – στα όρια της Ελλάδας, τουλάχιστον. Να άλλη μια ομοιότητα, σκέφτηκε η Κατερίνα καθώς το ταξί την πήγαινε από το αεροδρόμιο προς το ξενοδοχείο της, περνώντας μέσα από τους μάλλον μίζερους δρόμους της προσφυγικής συνοικίας.
Μετά από ένα αναζωογονητικό ντους με κρύο νερό, η Κατερίνα κατέβηκε για να βρει τηλεφωνικό θάλαμο. Αν και ήταν η τρίτη φορά που έκανε αυτό το ταξίδι, τις προηγούμενες δύο είχε φύγει αυθημερόν. Η περιοχή του ξενοδοχείου, κοντά στην ανατολική πλευρά του τείχους του Ηρακλείου, δεν της ήταν γνώριμη. Πάντως, δε δυσκολεύτηκε πολύ να βρει αυτό που ζητούσε. Έβγαλε μια μίνι ατζέντα από την τσάντα της, βρήκε το όνομα που ήθελε στο Μ και σχημάτισε τον αριθμό. Για καλή της τύχη, το ακουστικό το σήκωσε κατευθείαν το πρόσωπο που ζητούσε. Στο Εμπρός! του, αρκούσε η απλή της απάντηση: Η Κατερίνα είμαι.
Τα υπόλοιπα εκείνο το βράδυ ήρθαν μόνα τους. Όπως μόνα τους, ουσιαστικά, είχαν έρθει και τα προηγούμενα στάδια αυτής της παράξενης γνωριμίας. Με απρόσμενη αφετηρία μια φωτογραφία που είχε δημοσιευτεί σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες, πριν από τεσσεράμισι χρόνια. Μια φωτογραφία που χωρίς ιδιαίτερες καλλιτεχνικές αξιώσεις παρ' όλα αυτά τράβηξε το ενδιαφέρον της Κατερίνας. Ακολούθησαν κάποια γράμματα – διερευνητικά και διστακτικά στην αρχή, εκτεταμένα και εκφραστικά στη συνέχεια. Το καλοκαίρι του '72 έγινε η πρώτη συνάντηση, το Γενάρη του '73 η δεύτερη. Και η αλληλογραφία ανάμεσα στην Αθήνα και τη Νέα Αλικαρνασσό συνεχιζόταν. Κάθε δυο βδομάδες – χρονικό διάστημα στο οποίο κατά μέσο όρο προλάβαινε να τελειώσει δύο βιβλία – η Κατερίνα τού έγραφε εντυπώσεις από όσα διάβαζε, ιστορικά βιβλία κατά κύριο λόγο, και κάποια λογοτεχνικά.
Κι εκείνος διάβαζε, αλλά όχι με τους δικούς της ρυθμούς. Η μάνα του φρόντιζε να του βρίσκει ένα μεταχειρισμένο βιβλίο στις αρχές κάθε μήνα, αφού έπαιρνε τα χρήματα από τη σύνταξη του μακαρίτη του άντρα της. Οι επιλογές της ήταν μάλλον ετερόκλητες – δεν ήταν του διαβάσματος εκείνη, και το βασικό της κριτήριο ήταν ο όγκος του βιβλίου και το μέγεθος των γραμμάτων, παρά ο τίτλος το περιεχόμενο. Δεν έλειπαν οι περιπτώσεις που έφερνε στο γιο της βιβλία εντελώς άσχετα με τα ενδιαφέροντά του, όπως τον περασμένο Μάρτιο ή Απρίλιο που του είχε αγοράσει, χωρίς να το προσέξει, ένα τσελεμεντέ με παράρτημα για το σαβουάρ-βιβρ.
Και τώρα, τελευταίες μέρες του Αυγούστου, ο Μαυροπουκαμισάκης ήταν ελεύθερος. Και για πρώτη φορά αυτός κι η Κατερίνα βρίσκονταν στο ίδιο δωμάτιο, έχοντας μπροστά τους μια ολόκληρη νύχτα. Δεν σκέφτονταν εκείνη τη στιγμή το τι θα ακολουθούσε – αν θα ακολουθούσε.
Τα δεδομένα τους ήταν διαφορετικά, χωρίς αμφιβολία. Εκείνος ξεκινούσε τη ζωή του από το μηδέν. Η Κατερίνα έκανε ένα καλοκαιρινό διάλειμμα από την τακτοποιημένη ζωή της – όχι για πρώτη φορά βέβαια, και η τακτοποιημένη ζωή δεν ήταν απαραίτητα ικανοποιητική.
Την ώρα που χάραζε, ο Μαυροπουκαμισάκης σηκώθηκε να φύγει. Σχεδόν σιωπηλά, χωρίς φιλιά και σκηνές αποχαιρετισμού. Θα σε δω στην Αθήνα, της είπε. Και πριν εκείνη τον ρωτήσει πότε θ' ανέβει, την πρόλαβε αυτός: Όταν έρθει η ώρα.
Πολλές φορές τις επόμενες μέρες η Κατερίνα αναρωτήθηκε αν θα έπρεπε να τολμήσει να κάνει την ερώτηση, που τελικά κράτησε για τον εαυτό της. Πότε θα 'ρχόταν η ώρα; Ή την άλλη: Δηλαδή να μην ξανακατέβω εγώ; Απέφυγε όμως να φορτίσει την ψυχή της, όπως είχε αποφύγει να φορτίσει τη στιγμή που αποχωριζόταν τον εραστή της μιας νύχτας. Σαν τέτοιον προσπάθησε να τον δει – κι ας είχαν προηγηθεί τα γράμματα, τα δάκρυα στα μάτια και τα δάχτυλα που αγγίζονταν ανάμεσα στα κάγκελα.
Όχι. Προείχε η τακτοποιημένη ζωή. Με έναν Γρηγόρη χαμένο στον κόσμο του, που όλο και περισσότερο προσανατολιζόταν προς τη γενέτειρά του, τη ρημαδο-Πάτρα όπως την αποκαλούσε ακόμα κι όταν δεν είχε νεύρα η Κατερίνα. Της ήταν βολικό να θεωρεί ότι η απιστία της προκλήθηκε στην πραγματικότητα από τη δική του αδιαφορία, τη δική του προσκόλληση στο σόι του και τις παλιές παρέες – άλλωστε, εκείνος ήταν που ανακοίνωσε πρώτος την πρόθεσή του να περάσει τις μισές μέρες της άδειάς του στην Πάτρα, βγάζοντάς την έτσι από τη δύσκολη θέση να μιλήσει πρώτη για το αεροπορικό εισιτήριο που είχε ήδη κλείσει για το Ηράκλειο.
Η τακτοποιημένη ζωή, με τη δουλειά της στο συμβολαιογραφικό γραφείο του κυρίου Δανιηλίδη, μια θέση γραμματέως που της είχε βρει ο θείος Μίμης – άλλη μια εξυπηρέτηση, το δίχως άλλο, από τις πάμπολλες που γίνονταν σε όλες σχεδόν τις επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες. Το καημένο το αφεντικό της όμως τώρα τελευταία δεν ήταν στα καλά του. Είχε σχεδόν ένα μήνα να πατήσει στο γραφείο. Ερχόταν καμιά φορά ο γιος του, ασκούμενος στο επάγγελμα, καθώς και ένας-δυο που εμφανίζονταν ως συνεργάτες, για να διεκπεραιώνουν τις δουλειές που ο Δανιηλίδης άφηνε πίσω. Εκείνος τηλεφωνούσε βέβαια, σχεδόν κάθε μέρα, αλλά δεν έλεγε πολλά – σαν να κρυβόταν.
Η Κατερίνα ήξερε ότι τον είχε ταράξει κάτι, δεν γνώριζε όμως τι ακριβώς ήταν αυτό. Σίγουρα σχετιζόταν μ' εκείνο τον σφραγισμένο φάκελο, που της είχε δώσει προς το τέλος Ιουλίου, για να τον κρύψει σε ένα ασφαλές σημείο. Δεν της είχε ξαναζητήσει κάτι τέτοιο. Θα περίμενε ότι το γραφείο ενός συμβολαιογράφου είναι ένα μέρος αρκούντως ασφαλές για να αποθηκεύονται έγγραφα που είχαν ευαίσθητες πληροφορίες. Απ' ό,τι φαίνεται όμως δεν ήταν έτσι τα πράγματα.
Μήπως το περιεχόμενο του φακέλου είχε κάποια σχέση με την πολιτική συγκυρία; Της Κατερίνας της είχε κάνει εντύπωση ότι το παράξενο αίτημα του Δανιηλίδη διατυπώθηκε μόλις δύο μέρες πριν από το δημοψήφισμα. Μπορεί να ήταν και σύμπτωση – μπορεί και όχι. Την απάντηση δεν μπορούσε να τη δώσει, ακόμα κι αν η περιέργειά της την έκανε να σπάσει τη συμφωνία με το αφεντικό της και να ανοίξει η ίδια το φάκελο. Χρειαζόταν τη βοήθεια του Παντελή. Κι αυτή, όπως του είχε υποσχεθεί – και τις υποσχέσεις προς τον αγαπημένο της ξάδελφο τις κρατούσε – ήταν αποφασισμένη να τη ζητήσει αργότερα, όταν έρθει η ώρα.
79
Σαν τα αποδημητικά έφευγαν οι τουρίστες και οι εγχώριοι επισκέπτες. Όπως κάθε Σεπτέμβρη. Ο Μίμης τους έβλεπε να μπαίνουν στα καράβια ή να παίρνουν μεταφορικό μέσο για το αεροδρόμιο, τα πρωινά ή τα απογεύματα που έπινε τον καφέ του σε κάποιο από τα παραλιακά στέκια. Τέτοια εποχή ή συνήθως λίγο νωρίτερα, προς το τέλος Αυγούστου, βρισκόταν παλιότερα κι εκείνος στη θέση τους. Εδώ και τέσσερα χρόνια αυτό δεν συνέβαινε. Θα ήταν ψεύτης αν έλεγε ότι δεν του είχε κακοφανεί αυτή η εν πολλοίς αναγκαστική αλλαγή. Στην αρχή τουλάχιστον – κι όχι μόνο γιατί έπαιζε πια περισσότερο τάβλι παρά σκάκι. Για πολλούς ακόμα λόγους. Μετά όμως συνήθισε. Κι αυτός και η Σωτηρία, που γρήγορα ξανα-απέκτησε την τοπική προφορά, ξανασυνδέθηκε με παλιές φίλες και έμαθε να νιώθει ικανοποιημένη με τα ψώνια στο μέσα δρόμο αντί για τα εμπορικά της Αιόλου και της Ερμού.
Για τους ντόπιους, και ειδικά όσους συνέχιζαν να ασχολούνται με τις αγροτικές δουλειές για τα προς το ζην, οι εποχές είχαν τη δική τους ιδιαίτερη διακύμανση. Ο Σεπτέμβρης σήμαινε τον τρύγο, ο Οκτώβρης και ο Νοέμβρης τη σπορά. Ο Σωκράτης, έχοντας ακολουθήσει αυτόν τον παραδοσιακό κύκλο για δύο συνεχόμενες χρονιές μετά τη θητεία του, είχε αρχίσει να συμβιβάζεται – παρά την αρχική του αίσθηση εγκλωβισμού. Οι ανάγκες, άλλωστε, ήταν μεγάλες. Οι καιροί είχαν αρχίσει να δυσκολεύουν – κι αυτό δεν ήταν κοινοτοπία ή εύκολα λόγια από ανθρώπους που είχαν μάθει να κλαίγονται.
Ο Σωκράτης δεν ήταν οικονομολόγος – κανείς στην οικογένειά του δεν ήταν. Έβλεπαν όμως όλοι την καταιγίδα που ερχόταν. Εδώ και μήνες όμως, τα πάντα είχαν αρχίσει να ακριβαίνουν. Το μάρκο, το φράγκο και όλα τα ευρωπαϊκά νομίσματα, πιο σκληρά απ' το δολλάριο και απ' τη δραχμή που ήταν δεμένη σ' αυτό, είχαν ανατιμηθεί – με αποτέλεσμα τα εισαγόμενα ήδη, που δεν ήταν λίγα, ν' ακριβαίνουν. Αλλά και με το πετρέλαιο, απ' το οποίο εξαρτώνταν σχεδόν τα πάντα, η κατάσταση δεν ήταν ευχάριστη. Στις ειδήσεις, έστω και με το σταγονόμετρο, όλοι άκουγαν και διάβαζαν για τον ΟΠΕΚ, για την αστάθεια στη Μέση Ανατολή, για τις εξελίξεις στη Χιλή, στην Ταϊλάνδη και σε πολλά άλλα μέρη του κόσμου.
Κάποια βράδια έβλεπαν όλοι μαζί τις ειδήσεις στην τηλεόραση του Φραγκή, το καινούργιο κοσκινάκι της οικογένειας, και ο Σωκράτης άκουγε το Μίμη να μιλάει, μάλλον περιφρονητικά, για κάποιο Σαϊνι της Γραβιάς και έβλεπε τον Φραγκή και τον πατέρα του να κουνάνε το κεφάλι. Η λέξη τιμάριθμος ακουγόταν ξανά και ξανά, κάποιοι γελοιογράφοι τόλμησαν να αρχίσουν να τον απεικονίζουν σαν έναν ψηλό και άχαρο, κοκκαλιάρη τύπο.
Ένα απόγευμα του Οκτωβρίου μάζεψαν όλα τα παιδιά ο Φραγκής με τον γαμπρό του τον Αντώνη – πατέρα του Νικόλα και του Σωκράτη – και τους εξήγησαν πώς έχει η κατάσταση με τα οικονομικά. Η εικόνα ήταν ζοφερή. Το κάθε τι ακρίβαινε – εκτός από τις τιμές στις οποίες μπορούσαν να πουλάνε τα προϊόντα τους σαν παραγωγοί. Αυτές έμεναν καθηλωμένες. Οι πατεράδες είχαν ένα μικρό κομπόδεμα για τις δύσκολες ώρες, και τώρα αυτές οι ώρες βρίσκονταν μπροστά τους.
Κι ο συνεταιρισμός τι κάνει; αναρωτήθηκαν σχεδόν μ' ένα στόμα οι νεώτεροι. Φυσικά ήταν λιγάκι ρητορική η ερώτηση, ήξεραν καλά ότι οι συνεταιριστικές διοικήσεις ήταν διορισμένες και γι' αυτό μέχρι τώρα δεν ήταν ιδιαίτερα διεκδικητικές. Μέχρι τώρα όμως δεν υπήρχε και πληθωρισμός – τώρα που πονούσε η τσέπη ίσως θα αναγκάζονταν να κάνουν κάποια κίνηση…
Θα στείλουν αντιπροσωπεία στον νέο υπουργό γεωργίας, ήταν η απάντηση. Την περασμένη εβδομάδα είχε αλλάξει η κυβέρνηση. Το ερώτημα ήταν, βέβαια, αν θα προλάβαινε να πάρει κάποια απόφαση ο καινούργιος υπουργός, δεδομένου ότι το νέο υπουργικό συμβούλιο θα είχε προσωρινό αν όχι υπηρεσιακό χαρακτήρα – είχαν προαναγγελθεί εκλογές, ίσως και για τον επόμενο Φεβρουάριο. Σε τέσσερις μήνες τι να πρωτοπρολάβει κανείς;
Οι πατεράδες δεν ήθελαν να το πουν ξεκάθαρα αλλά τα παιδιά κατάλαβαν. Η οικογενειακή αγροτική εκμετάλλευση δεν μπορούσε πια να τους ταϊσει όλους. Δεν επρόκειτο να διώξουν ή να αποκλείσουν κανέναν τους αλλά τους παρακίνησαν να ψάξουν να βρουν κάτι άλλο να κάνουν. Στο νησί, στην Αθήνα, στην ξενιτειά – μακάρι να μπορούσαν να τους συμβουλέψουν, αλλά δεν είχαν ιδέα.
Ο Σωκράτης σκέφτηκε τον Ευτύχη. Αυτός την είχε πάρει την απόφαση νωρίτερα. Στο δικό του νησί τα πράγματα ήταν ακόμα πιο δύσκολα – λιγότερος ο τουρισμός, φτωχότερη η γη – κι έτσι, λίγο μετά την απόλυσή του απ' το στρατό, βρέθηκε στην Αθήνα, βοηθός σ' ένα μπάρμπα του υδραυλικό.
Μέχρι εκείνο το απόγευμα, για το Σωκράτη τα κτήματα και τα χωράφια ήταν η μόνη ασφαλής προοπτική που έβλεπε μπροστά του. Όχι ότι δεν τον γοήτευε η πόλη και οι ευκαιρίες που είχε να προσφέρει. Όχι ότι δεν ένιωθε πότε-πότε να τον περιορίζουν οι ακτές του νησιού, τα εκατόν τόσα μίλια που το χώριζαν από την πρωτεύουσα, η μικρή και πνιγηρή τοπική κοινωνία. Ήξερε όμως ότι αυτό ήταν το τίμημα για τη σιγουριά της γης, της οικογένειας, των πραγμάτων που έμεναν σχεδόν αναλλοίωτα από γενιά σε γενιά.
Τώρα η σιγουριά άρχισε να κλονίζεται. Στην αρχή, σαν το ζεστό τραύμα, δεν το συνειδητοποίησε. Πέρασαν μερικές βδομάδες μέχρι που άκουσε, στις αρχές του Νοέμβρη, ότι η μάνα του με τη θεία του θα πήγαιναν στην Αθήνα για λίγες μέρες. Το Κατερινάκι είχε μείνει έγκυος – πήρε τηλέφωνο τη μάνα της και της το είπε. Ήταν όμως ανήσυχη, γιατί ο γιατρός της τη συμβούλεψε να πάρει άδεια από τη δουλειά της και να μείνει στο κρεβάτι για ένα διάστημα. Έτσι, η μάνα της αποφάσισε να πάει, το ίδιο και η Χρυσούλα, η μάνα του Νικόλα και του Σωκράτη. Η άλλη της κουνιάδα, η Σωτηρία, βρήκε μια δικαιολογία για να μη χρειαστεί να πάει – από τότε που πούλησαν το ρετιρέ στην Αχαρνών, δεν ήθελε να πηγαίνει στην Αθήνα αν δεν ήταν απολύτως αναγκαίο.
Ο Σωκράτης άδραξε την ευκαιρία και ζήτησε από τη μάνα του να πάνε μαζί. Θα έμεναν ούτως ή άλλως στο ξενοδοχείο της Σατωβριάνδου, μια και στης Κατερίνας το διαμέρισμα δε θα υπήρχε χώρος. Για το Σωκράτη ήταν μια ευκαιρία να προσπαθήσει να βρει κάτι ενδιαφέρον για το μέλλον του στην Αθήνα. Και να ξαναπιάσει κάποια νήματα που είχε αφήσει στην άκρη εδώ και δυο χρόνια. Το νήμα της φιλίας του με τον Ευτύχη – και το νήμα της αναζήτησης εκείνης της παλιάς, παράξενης ιστορίας, που βούλιαξε πριν από δύο χρόνια στη Σμύρνη, στα θολά νερά της αφήγησης του Ολούρ Ολμάζ.
80
Το ήξεραν ότι το κέντρο είχε πάντα πολλή κίνηση στους δρόμους και στα πεζοδρόμια, αλλά αυτό το πράγμα δεν το είχαν ξαναδεί. Να άλλαξε τόσο πολύ η Αθήνα στο διάστημα που είχαν να την επισκεφτούν; Το προηγούμενο βράδυ πάντως δεν είχαν προσέξει κάποια διαφορά από παλιότερα. Ήταν Τετάρτη, τα καταστήματα κλειστά, τα τραίνα ανέβαιναν και κατέβαιναν στις γραμμές του Ηλεκτρικού. Ένα από αυτά που ανέβαινε τους έφερε στο κέντρο της πόλης. Στην Ομόνοια κατέβηκε ο Σωκράτης με τη μητέρα του, στη Βικτώρια η θεία Στάσα η Φραγκήδαινα. Κουραστικό όπως πάντα το ταξίδι με το καράβι, στο τέλος της μέρας εκείνης δεν υπήρχαν πολλά περιθώρια για τίποτε άλλο παρά ύπνο.
Το πρωί της Πέμπτης, πάντως, η ατμόσφαιρα της πόλης θύμιζε γιορτή. Πολύς κόσμος, στην πλειοψηφία του νεαρής ηλικίας, κυκλοφορούσε ή έφτιαχνε πηγαδάκια στα πεζοδρόμια. Στο σταθμό της Ομόνοιας γινόταν το αδιαχώρητο. Η Χρυσούλα μετάνιωσε για την αρχική της ιδέα και αντί να περιμένει για το τραίνο, προτίμησε να πάει περπατώντας μέχρι το διαμέρισμα της Κατερίνας και του Γρηγόρη. Παρόλο που δεν ήξερε να εκτιμά αποστάσεις και δεν ήταν οικεία με τις αρχές σχεδιασμού αστικών σιδηροδρόμων, καταλάβαινε παρ' όλα αυτά ότι η Βικτώρια, που ήταν ο αμέσως επόμενος σταθμός του Ηλεκτρικού, δεν μπορεί να ήταν πολύ μακριά με τα πόδια.
Κατά μήκος της 3ης Σεπτεμβρίου η κίνηση αυξανόταν, και κορυφώθηκε κάπου μεταξύ της Στουρνάρα και της Μάρνη. Το ίδιο γινόταν και στην Πατησίων, στην οποία βρέθηκε ο Σωκράτης λίγη ώρα αργότερα, στο ύψος της Σατωβριάνδου στα Χαυτεία. Περπάτησε μέχρι το Μινιόν που ήταν εκεί δίπλα. Σιγουρεύτηκε ότι η ασυνήθιστα μεγάλη παρουσία πεζών δεν είχε να κάνει με κάποια προσφορά εκείνου του πολυκαταστήματος ή κάποιου άλλου από τα πολλά που βρίσκονταν στην ίδια περιοχή. Άλλωστε, ο κόσμος δεν ήταν αυτός που συνήθως βρίσκεις τέτοια ώρα στα μαγαζιά. Ήταν άνθρωποι της ηλικίας του, και κάποιοι μεγαλύτεροι, και πάρα πολλοί μικρότεροι. Και σίγουρα δεν είχαν βγει για ψώνια. Ούτε για αναψυχή, αν και τα πρόσωπα που έβλεπε ήταν μάλλον γελαστά και ενθουσιώδη.
Φτάνοντας στη Βερανζέρου πέρασε απέναντι, με σκοπό να συνεχίσει προς την Κάνιγγος και την Ακαδημίας – σκόπευε να πάει στην Εθνική Βιβλιοθήκη και να περάσει τη μέρα του εκεί, κι αν δεν τον έφτανε η μία μέρα να έμενε κι άλλη. Ήταν πολλά αυτά που έψαχνε. Τα περισσότερα τα θυμόταν απ' έξω – αλλά και για τα υπόλοιπα, είχε μαζί του ένα μικρό βοήθημα: τα αντίγραφα από τις σημειώσεις που είχε κρατήσει ο Ευτύχης στο ταξίδι τους στη Σμύρνη. Πίστευε ότι στην Εθνική Βιβλιοθήκη θα έβρισκε πληροφορίες για τις άγνωστες πτυχές της εποχής που τον ενδιέφερε: για τα κινήματα των νησιών που ναυάγησαν, για τους πρωταγωνιστές τους αλλά και τους άλλους που σχετίστηκαν μαζί τους, για το γενικότερο κλίμα. Ίσως και για τους ρεμπέτες – αν και δυσκολευόταν να φανταστεί αυτό το κομψό νεοκλασικό αρχιτεκτόνημα να στεγάζει βιβλιογραφία για ένα μουσικό είδος που ακόμα η καλή κοινωνία το θεωρούσε ολίγον υποκοσμικό.
Φτάνοντας στην Κάνιγγος ο Σωκράτης άλλαξε γνώμη. Τον νίκησε η περιέργεια να δει τι ακριβώς γινόταν στην Πατησίων και στα γύρω στενά, που έσφυζαν από κόσμο – τι ήταν αυτό που είχε προκαλέσει μποτιλιάρισμα, φασαρία, μέχρι και κάπνα. Ξανακατέβηκε λοιπόν μέσω της Χαλκοκονδύλη και περπάτησε προς το βορρά, φτάνοντας μπροστά σε σκηνές που σίγουρα δεν τις είχε ξαναδεί και δεν περίμενε να τις δει. Είχαν ακούσει με τη μάνα του το περασμένο βράδυ στο τρανζιστοράκι για κάποια συγκέντρωση φοιτητών στο Πολυτεχνείο. Την είχε όμως φανταστεί σαν κάτι μικρό, ήσυχο – και μέσα στο Πολυτεχνείο. Χειμωνιάτικα τι συγκέντρωση να κάνουν έξω; Τούτοι εδώ δεν είχαν απλά βγει έξω στα προαύλια και τα παρτέρια, είχαν κλείσει τους δρόμους – και όχι μόνο τη Στουρνάρα αλλά ολόκληρη Πατησίων! Σταματούσαν τα τρόλλεϋ, τα λεωφορεία και τα γιώτα-χι για να δώσουν προκηρύξεις στους επιβάτες. Κάποιοι έγραφαν συνθήματα με μπογιά στις μούρες των λεωφορείων και των τρόλλεϋ. Και κάποιοι – πολλοί – φώναζαν συνθήματα. Και τι συνθήματα!
Ο Σωκράτης ένιωσε στην αρχή έναν περίεργο φόβο. Για κάποιο λόγο του θύμιζε το φόβο που ένιωσε το πρώτο βράδυ στην Τουρκία. Μπροστά του είχε το άγνωστο. Γιατί πράγματι ήταν άγνωστο, αδιανόητο να ακούς ανθρώπους να προφέρουν τη λέξη χούντα δημόσια, μέρα μεσημέρι, ρυθμικά, με όλη την ένταση που μπορούσε να βγάλει η φωνή του καθένα.
Είχε βέβαια καιρό να έρθει στην Αθήνα. Μάθαινε, από φίλους και γνωστούς, ότι στη μεγάλη πόλη τα πράγματα είχαν γίνει πιο χαλαρά, ο κόσμος μίλαγε πιο ελεύθερα, εκφραζόταν αλλιώς απ' ότι στις κωμοπόλεις και τα χωριά του νησιού, των άλλων νησιών, της επαρχίας γενικά. Αλλά αυτό που έβλεπε και άκουγε ήταν η χώρα των θαυμάτων.
Δυσκολευόταν να το καταλάβει. Κάτω η χούντα, σύμφωνοι, αλλά ποια χούντα; Τόσα χρόνια δεν κουνήθηκε φύλλο. Ή σχεδόν. Κάτι βόμβες έπεσαν, μια απόπειρα έκανε ο Παναγούλης, ένα κίνημα ο βασιλιάς, άλλο ένα το Ναυτικό, μια αεροπειρατεία εκείνος ο κρητικός. Αλλά τότε που υπήρχε η χούντα, τότε που έβλεπες στο προσκήνιο συνταγματάρχες, στρατοδικεία, τανκς – δεν έβγαινε τότε ο κόσμος στους δρόμους. Τώρα φώναζε να φύγει η χούντα, αλλά η χούντα είχε ήδη φύγει: η κυβέρνηση δεν είχε στρατιωτικούς, οι εφημερίδες έγραφαν ελεύθερα ό,τι ήθελαν, οι παλιοί πολιτικοί είχαν σχηματίσει ένα είδος αντιπολίτευσης, και σε λίγο καιρό θα γίνονταν κι εκλογές.
Ποια χούντα; Μ' αυτήν την απορία προχώρησε ανάμεσα στο πλήθος, παίρνοντας και διαβάζοντας σαν απλός περαστικός τις προκηρύξεις που του έδιναν στο χέρι οι συγκεντρωμένοι. Στο ύψος της κεντρικής πύλης, ο κόσμος δεν χωρούσε στο πεζοδρόμιο κι είχε κατέβει στο οδόστρωμα και τις νησίδες της Πατησίων. Αναγκαστικά ο Σωκράτης κατέβηκε κι αυτός για λίγο απ' το πεζοδρόμιο. Κοίταξε προς τα δεξιά του, προς την πύλη. Υπήρχαν άνθρωποι στα κάγκελα, πίσω απ' τα κάγκελα, πάνω στα κάγκελα και στις κολώνες. Έξω το ΝΑΤΟ – ήταν το σύνθημα πάνω σε μια κολώνα. Ο Σωκράτης κοίταξε προς την κορυφή της και εκεί τον είδε.
Δεν τον γνώρισε αμέσως γιατί τον ξεγέλασε το μακρύ μαλλί – τόσο διαφορετικό από το στρατιωτικό κούρεμα με το οποίο θυμόταν τον φίλο του. Τα γυαλιά όμως, το στρογγυλό πρόσωπο και τα υπόλοιπα χαρακτηριστικά ήταν γνώριμα. Ο Ευτύχης ήταν το παιδί με το καρώ πουκάμισο και το ξεβαμμένο τζην που στεκόταν ψηλότερα απ' το πλήθος, χειρονομούσε και φώναζε, ξεσηκώνοντας και εμψυχώνοντας και τους γύρω του. Δεν περνάει ο φασισμός! ήταν το σύνθημα που ξεκίνησαν εκείνη τη στιγμή να λένε. Ο Σωκράτης είδε πρώτα τον Ευτύχη να κουνάει τα χέρια του και να κοιτάζει δεξιά κι αριστερά, σαν μαέστρος που με μια αόρατη μπαγκέτα έδινε στους υπόλοιπους την εντολή να ξεκινήσουν. Δεν περνάει ο φασισμός, το φώναξε πρώτος ο Ευτύχης, μετά οι φωνές πολλαπλασιάστηκαν, την τρίτη φορά το έλεγαν όλοι, την τέταρτη και την πέμπτη φορά ήταν πια μεταδοτικό, κουνούσαν τα χείλη τους ακόμα και όσοι δεν τολμούσαν να το φωνάξουν αλλά απλά να το ψιθυρίσουν.
Λίγο αργότερα, σε μια στιγμή που προσωρινά κόπασαν τα συνθήματα, ο Σωκράτης κατόρθωσε να κάνει τον Ευτύχη να τον δει. Αυτός αμέσως πιάστηκε από το δίπλα κάγκελο, κατέβηκε και αγκάλιασε τον φίλο του. Πάμε να φάμε τίποτα, του πρότεινε. Είμαι απ' το πρωί εκεί πάνω και μ' έχει πιάσει μαύρη πείνα, συμπλήρωσε.
81
Η Κατερίνα ανησυχούσε λιγότερο για την ίδια της την υγεία απ' ό,τι η μάνα της και η θεία Χρυσούλα. Προσπαθούσε να τις πείσει ότι δεν ήταν και τόσο τραγικό που ο γιατρός τής είχε συστήσει να πάρει δυο βδομάδες άδεια και να μείνει ξαπλωμένη. Μην κρίνετε απ' την εποχή σας, τους έλεγε ξανά και ξανά. Στο νησί, μέχρι πριν από κάποια χρόνια, δεν καθόριζαν τις δραστηριότητές τους βάσει των συμβουλών του γιατρού. Οι δουλειές είχαν προτεραιότητα και όριζαν αυτές τον κύκλο της ζωής – κι αν υπήρχαν εγκυμοσύνες, τόσο το χειρότερο για τα έμβρυα. Ήταν η σκληρή αλήθεια – πόσα και πόσα παιδιά είχαν ρίξει οι γυναίκες τον παλιό καιρό, επειδή δεν μπορούσε να περιμένει ο τρύγος ή ο θερισμός. Τώρα, οι γιατροί για ψύλλου πήδημα συνιστούσαν ανάπαυση. Φύλαγαν τα νώτα τους, το δίχως άλλο. Και τα νέα ζευγάρια τούς άκουγαν και προσάρμοζαν τη ζωή τους ανάλογα.
Δεν ανησυχούσε ούτε για το αν θα είχε πρόβλημα με τη δουλειά της. Είναι αλήθεια ότι πολλές επιχειρήσεις σε έδιωχναν αν έμενες έγκυος, ειδικά οι μικρές ή ατομικές – όπου δεν υπήρχε κάποιο σωματείο για να σε βοηθήσει να βρεις το δίκιο σου. Τον Δανιηλίδη δεν τον φοβόταν. Είχε την αίσθηση ότι την είχε σαν παιδί του. Κι όχι μόνο επειδή γνωριζόταν με τον θείο της. Μετά από τόσα χρόνια ήταν πεπεισμένη ότι πραγματικά την υποστήριζε και την εμπιστευόταν. Και της το είχε αποδείξει. Η ιστορία με το φάκελο το περασμένο καλοκαίρι ήταν χαρακτηριστική. Αν δεν την θεωρούσε έμπιστη, δεν θα της τον έδινε να τον κρύψει.
Παράξενο, πάντως, που ακόμα δεν της τον είχε ζητήσει πίσω. Η Κατερίνα το ήξερε ότι οι συμβολαιογραφικές υποθέσεις συνήθως θέλουν το χρόνο τους, που μπορεί να είναι χρόνια ή και δεκαετίες. Ο Δανιηλίδης όμως ήταν θνητός όπως όλοι – και δεν ήταν κανένα πιτσιρίκι. Και ο γιος του – από κάποιες διερευνητικές ερωτήσεις που εκείνη του έκανε – δεν πρέπει να ήξερε τίποτα για την ιστορία αυτή. Η Κατερίνα τον έβλεπε κάθε μέρα, από τότε που ξαναγύρισε στο γραφείο μετά από ενάμιση μήνα απουσίας, και ήταν σίγουρη ότι δεν είναι καλά. Της φαινόταν πιο αφηρημένος και πιο αδύναμος από παλιά. Κάποια μέρα ίσως το αφεντικό της να αποδημούσε. Κι αυτό που την ανησυχούσε πιο πολύ σ' ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν ήταν μήπως χάσει τη δουλειά της – με τα τόσα που γνώριζε για τις δουλειές του πατέρα Δανιηλίδη, ήταν σίγουρη ότι ο γιος δεν θα είχε κανένα συμφέρον να την απολύσει – αλλά μήπως κάποιος, κάποτε της ζητήσει ευθύνες για έναν φάκελο που υποσχέθηκε, άρα όφειλε, να φυλάξει σαν κόρη οφθαλμού.
Αναρωτιόταν πολλές φορές αν έκανε σωστά που τον έδωσε στον Παντελή. Δεν είχε όμως και πολλές επιλογές. Το σπίτι της, στην κατάσταση που ήταν η σχέση της με το Γρηγόρη, δεν το ένιωθε σαν ασφαλές μέρος για να κρύψει κάτι. Αν είχε πάει στο νησί, ίσως το κτήμα στο Καλέμι θα ήταν μια λύση. Δεν πήγε όμως, είχαν ήδη συμφωνήσει τις χωριστές διακοπές με τον άντρα της, κι έτσι το τελευταίο πράγμα που θα ήθελε θα ήταν να πάει μόνη στο νησί και να δώσει τροφή σε κουτσομπολιά και ερωτήσεις.
Ανεξάρτητα με το φάκελο, με την επαγγελματική της ζωή ήταν ευχαριστημένη. Ο Δανιηλίδης της πλήρωνε τους μισθούς και τα δώρα με πλήρη συνέπεια, την είχε ασφαλισμένη, της είχε κάνει ήδη αύξηση δύο φορές εκείνη τη χρονιά για να ανταπεξέλθει στον πληθωρισμό. Μπορεί να μην επρόκειτο για καμιά μεγάλη καριέρα αλλά τι σημασία είχε; Με τόσους παραπονεμένους και ταλαίπωρους γύρω της, ειδικά σε μια δύσκολη χρονιά όπως εκείνη, ένιωθε προνομιούχα.
Με τα προσωπικά της τα είχε λίγο μπλέξει, αλλά τουλάχιστον δεν είχε την αυταπάτη ότι θα σώσει το γάμο της. Το μόνο που την απασχολούσε ήταν πώς και πότε θα διέλυε τις αυταπάτες του Γρηγόρη. Και για την ακρίβεια μία και συγκεκριμένη αυταπάτη, αυτή για την πατρότητα του παιδιού.
Η μέρα εκείνη – Πέμπτη 15 Νοεμβρίου – δεν ήταν η κατάλληλη για να το κάνει, με τη μάνα της στο σπίτι και τους άλλους συγγενείς, τη θεία Χρυσούλα που είχε έρθει απ' το πρωί και το Σωκράτη που λίγο μετά το σούρουπο είχε εμφανιστεί κι αυτός. Δεν ήταν ώρα για να μιλήσει, αλλά για να ακούσει. Κι εκείνη και οι άλλες. Άκουγαν το Σωκράτη, που μόλις είχε έρθει από το κέντρο της Αθήνας και ξεκίνησε την αφήγησή του με ένα μικρό αθώο ψέμα: ότι δήθεν πέρασε τη μέρα του στην Εθνική Βιβλιοθήκη – ντρεπόταν να τους πει ότι ήταν συνέχεια στην περιοχή του Πολυτεχνείου και σ' ένα κοντινό εστιατόριο για φαγητό με τον παλιόφιλό του. Το πιο ενδιαφέρον μέρος της περιγραφής του ήταν, πάντως, αληθινό: μιλούσε, με έκδηλο ενθουσιασμό, για τον νεαρόκοσμο που είχε μαζευτεί στο Πολυτεχνείο και είχε κατορθώσει να επιβάλει τους δικούς του ρυθμούς στο κέντρο της Αθήνας και σε ολόκληρη την πόλη.
Είχαν γίνει και νωρίτερα, τον προηγούμενο χειμώνα κάποιες φοιτητικές κινητοποιήσεις, απ' ό,τι θυμόταν η Κατερίνα, αλλά αυτή τη φορά τα πράγματα ήταν πιο οργανωμένα και πιο δυναμικά. Μια ομάδα φοιτητών ξεκίνησε την κατάληψη στο Πολυτεχνείο και σιγά-σιγά ενώθηκαν μαζί της και παιδιά από άλλες σχολές. Ο Σωκράτης μίλησε για τη γιορτινή αλλά και διεκδικητική ατμόσφαιρα. Η αστυνομία δεν πλησίαζε, ο Σωκράτης είχε ακούσει τον Ευτύχη να λέει κάτι για άσυλο: οι καθηγητές του Πολυτεχνείου, ή κάποιοι απ' αυτούς τουλάχιστον, φαίνεται ότι είχαν πείσει τις αρχές ότι η όποια διαμαρτυρία ήταν εσωτερική υπόθεση του ιδρύματος.
Ο Σωκράτης είχε εντυπωσιαστεί από την προσέλευση του κόσμου, που δεν περιοριζόταν σε φοιτητές της Αθήνας. Νέα παιδιά, μαθητές ή εργαζόμενοι, είχαν μαζευτεί από όλες τις γωνιές της Αττικής. Κάποιοι πήραν το λεωφορείο ή το τραίνο και ήρθαν από επαρχιακές πόλεις, κοντινές και μακρινές. Πατριώτες του από το νησί δεν είχε δει αλλά κάμποσοι απ' αυτούς με τους οποίους συζήτησε ήταν από μέρη μακρινά: Κρήτη, Μακεδονία, μέχρι και ομογενείς είδε, και κάποιους ξένους.
Η Κατερίνα θυμήθηκε ότι χρειαζόταν κάποια πράγματα από το σούπερ μάρκετ. Παρακάλεσε τη μάνα της να πεταχτεί να τα πάρει, όσο θα ήταν ακόμα ανοιχτά τα μαγαζιά. Εκείνη πήρε τη θεία Χρυσούλα και βγήκαν. Μόλις έμειναν μόνοι με το Σωκράτη τού ζήτησε συγγνώμη και πήγε, με αργά βήματα, στο χωλ, δίπλα στο τηλέφωνο. Σήκωσε το ακουστικό και για καλή της τύχη βρήκε το πρόσωπο που έψαχνε. Μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Θέλω να μου κάνεις μια μεγάλη χάρη. Να πας σ' ένα θάλαμο – μη χρεώνεις τον αριθμό του σπιτιού σου – και να πάρεις αυτά τα δύο νούμερα που θα σου δώσω.
Ο ένας αριθμός ήταν αθηναϊκός και ο άλλος υπεραστικός. Σε όποιον από τους δύο απαντούσε, ο συνομιλητής της Κατερίνας έπρεπε να ρωτήσει ένα απλό πράγμα. Αν η απάντηση ήταν Όχι, τα πράγματα ήταν απλά. Αν ήταν Ναι, η συνέχεια θα ερχόταν μόνη της. Με ένα μόνο όρο – ο συνομιλητής δεν θα έδινε σε κανέναν τον αριθμό της Κατερίνας. Στο τέλος πάρε να μου πεις τι έγινε, έκλεισε την παράκλησή της η Κατερίνα. Ξαναπήγε στο κρεβάτι της και συνέχισε να ρωτάει τον Σωκράτη για τα γεγονότα – περιμένοντας τις αφίξεις τριών προσώπων και το τηλεφώνημα ενός.
Ευτυχώς αυτά που περίμενε έγιναν με μια μάλλον βολική σειρά. Πρώτα επέστρεψαν οι γυναίκες από το σούπερ μάρκετ. Λίγο αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο – το σήκωσε η μάνα της και φώναξε την Κατερίνα να έρθει σιγά σιγά μέχρι το χωλ, γιατί τη ζητούσε η φίλη της, η Βάσω η Κερκέντελε, και ήθελε οπωσδήποτε να της μιλήσει. Τελευταίος, μετά τις δέκα – μια και η κίνηση στους δρόμους ήταν πρωτοφανής – έφτασε στο σπίτι ο Γρηγόρης, γυρνώντας από τη δουλειά του. Όλοι, εκτός από την Κατερίνα, τον χαιρέτησαν εγκάρδια.
82
Η συνέλευση είχε ξεκινήσει πριν το ξημέρωμα. Ο Ευτύχης μπόρεσε και πέρασε τον Σωκράτη από την περιφρούρηση και μπήκαν στο αμφιθέατρο του κτιρίου Γκίνη για να παρακολουθήσουν. Ήταν ήδη οκτώμιση το πρωί και είχε ξεκινήσει η τρίτη μέρα της κατάληψης.
Πόσο ακόμη θα κρατούσε; Ο Σωκράτης δεν είχε ιδέα από παρόμοιες εκδηλώσεις, έβλεπε όμως τον κόσμο ενθουσιασμένο, γεμάτο όρεξη και ιδέες. Γεμάτοι αισιοδοξία, οι φοιτητές, μαθητές και εργαζόμενοι που κυκλοφορούσαν μέσα και γύρω από το Πολυτεχνείο ένιωθαν έτοιμοι να φέρουν το σοσιαλισμό, τη λαϊκή κυριαρχία, την εθνική ανεξαρτησία, κάποιοι διακήρυσσαν μέχρι και την κατάργηση του κράτους ή τον τερματισμό των ταξικών διαχωρισμών. Να η Κούβα, να η Κίνα, να ο Αλλιέντε που ζει, δεν πέθανε.
Ο Ευτύχης είχε δει από κοντά και τη διαμαρτυρία της Νομικής, λίγους μήνες νωρίτερα. Αυτή τη φορά, η αστυνομία απουσίαζε, με αποτέλεσμα να έρχεται όλο και περισσότερος κόσμος – ξεθάρρευαν. Μ' αυτό το ρυθμό, σήμερα στο κέντρο θα γινόταν το αδιαχώρητο. Ήταν περίεργο στ' αλήθεια. Μήπως οι κρατούντες είχαν μεγάλη εμπιστοσύνη στη δημοτικότητά τους; Ποια δημοτικότητα; Στην Αθήνα ήταν 43 τοις εκατό το Όχι. Η μόνη λογική εξήγηση ήταν ότι άφηναν τον κόσμο να εκτονωθεί, να ξεσκάσει και μετά να διαλυθεί.
Η εκτόνωση και το ξέσκασμα δεν ήταν βέβαια ίδια για τον καθένα. Κάποιοι φέρονταν σαν παιδιά των λουλουδιών, κάποιοι άλλοι σαν τα αγκάθια του ρόδου. Κι ακόμη, οι ιδέες που εκφράζονταν ήταν εξίσου ποικιλόμορφες. Ο Σωκράτης με τον Ευτύχη, στο γεύμα τους το μεσημέρι της Πέμπτης, είχαν κάνει τη δική τους ανάλυση της κατάστασης. Εκεί ήταν που αποφάσισαν να πάνε στη συνέλευση της επόμενης μέρας, αποφασισμένοι να μιλήσουν για τα πράγματα που απασχολούσαν εκείνους.
Ο Ευτύχης, κρίνοντας τόσο από τα συνθήματα όσο και από τις κουβέντες, έβλεπε ότι ο κόσμος εκδήλωνε μια ριζοσπαστικότητα. Βοηθούσε σ' αυτό, τόσο η συσσωρευμένη πολιτική καταπίεση του παρελθόντος, όσο και η οικονομική κατάσταση του παρόντος. Πολλοί – οι περισσότεροι – μίλαγαν για αλλαγές στο κοινωνικό σύστημα. Θα ήταν άραγε εκτός τόπου και χρόνου αν έμπαινε προς συζήτηση μια πρόταση για αποκέντρωση, για ανάπτυξη στην επαρχία, για αυτονομία στις περιφέρειες;
Χωρίς πολλή αμφιταλάντευση αποφάσισαν να το ρίξουν σαν ιδέα στη συνέλευση. Ήταν κι οι δυο τους αρκετά ρεαλιστές. Ήξεραν ότι, ακόμα κι αν υπήρχαν αρκετοί για να υποστηρίξουν την ιδέα τους και να μπει κι αυτή στο ψήφισμα της επόμενης μέρας, δεν ήταν έτοιμος κανένας να κάνει το παραμικρό βήμα για να γίνει πράξη – δεν ήταν καν έτοιμοι να το κυνηγήσουν αυτοί που υποτίθεται ότι ενδιαφέρονταν και θα είχαν να κερδίσουν απ' αυτό.
Παρ' όλα αυτά, θα το έκαναν!
Ο Ευτύχης δεν άργησε να πάρει το λόγο. Δεν ήταν φοιτητής όπως οι περισσότεροι από όσους συνωστίζονταν στο αμφιθέατρο. Τον ήξεραν όμως από τη ζωντανή του παρουσία στην πύλη την προηγούμενη μέρα. Οι πιο πολλοί τον συμπαθούσαν και σίγουρα κανείς δεν μπορούσε να του αρνηθεί το λόγο. Τα όσα είπε, όμως, δεν ήταν αποδεκτά από όλους.
Κάποιοι χειροκρότησαν όταν μίλησε για την Ελλάδα των περιφερειών. Οι περισσότεροι όμως δεν αντέδρασαν. Και όταν ανέφερε τη λέξη αυτονομία, οι περισσότερες αντιδράσεις ήταν αρνητικές. Κάποιοι τον είπαν προβοκάτορα, κάποιοι άλλοι κολιγιαννικό – εννοώντας το φιλοσοβιετικό Κάπα Κάπα και ορισμένες παλιότερες, παρεξηγημένες ίσως θέσεις του. Μόλις και μετά βίας κατάφερε να τελειώσει τη σύντομη ομιλία του, γνωρίζοντας ήδη ότι η πρότασή του δεν είχε καμία τύχη.
Ο Ευτύχης και ο Σωκράτης έμειναν παρ' όλα αυτά μέχρι το τέλος της ψηφοφορίας. Στη συνέχεια βγήκαν έξω – είχαν πονοκέφαλο από την κλεισούρα και τον απίστευτο καπνό. Ο κόσμος είχε πληθύνει, μέσα και έξω από τα κάγκελα. Οι περισσότεροι έδειχναν αποφασισμένοι, τα πρόσωπά τους έλαμπαν, τα τεχνικά ζητήματα – όπως τα ψηφίσματα, τα εγκεκριμένα συνθήματα, τα παραγγέλματα της συντονιστικής επιτροπής – δεν έδειχναν να έχουν καμία σημασία. Συμπαράσταση λαέ! φώναζαν στην αρχή. Με το πέρασμα της ώρας, το σύνθημα άλλαξε: Επανάσταση λαέ!
Σαν να έχεις δίκιο για τη ριζοσπαστικότητα, είπε ο Σωκράτης στον Ευτύχη. Τα πράγματα σοβάρευαν. Χιλιάδες άνθρωποι άφηναν στην άκρη τις δουλειές τους κι έρχονταν στο κέντρο, ξεσηκωμένοι, έτοιμοι να φωνάξουν, ίσως και να αναμετρηθούν. Οι επίσημες γραμμές περνούσαν, βέβαια, μέσα από τα φίλτρα των επιτροπών, των ραδιοσταθμών, των συνεντεύξεων τύπου, των επίσημων δηλώσεων συμπαράστασης. Αυτοί που ήταν έξω όμως δεν είχαν ιδέα ή, κι αν είχαν, δεν τους καιγόταν καρφί για τα επίσημα.
Πού θα φτάσει το πράγμα; ρώτησε κάποια στιγμή ο Ευτύχης τη γνώμη του φίλου του. Ο Σωκράτης σήκωσε τους ώμους. Ο Ευτύχης έδωσε ο ίδιος την απάντηση: Μάλλον θα ξεφουσκώσει. Πάλι θα γυρίσουμε στις δουλειές μας. Κάποια στιγμή θα μαζευτούμε, και με το Σταμάτη μαζί, και θα πάμε ν' ακούσουμε κανένα ρεμπέτικο, να θυμηθούμε τα παλιά.
83
Σούλα, Γρηγόρη, το μεσημέρι να σηκωθείτε να φύγετε. Θα το κλείσω – δεν είναι να το κρατήσω ανοιχτό. Να δούμε πώς θα πάμε σπίτια μας!
Ο κύριος Πράσινος, ιδιοκτήτης του μικρού εμπορικού στην Αγίου Μάρκου, δε δυσκολεύτηκε πολύ να πάρει την απόφαση. Κι άλλοι γύρω του το ίδιο έκαναν – θα περίμεναν να έρθει η ώρα της μεσημεριανής ανάπαυλας, και μετά θα κλειδαμπάρωναν, θα κατέβαζαν τα ρολά και θα έψαχναν να βρουν έναν τρόπο να απομακρυνθούν. Το κέντρο της πόλης κόχλαζε – πολύ σύντομα δεν θα ήταν ασφαλές να κυκλοφορείς, ειδικά αφότου θα έπεφτε το σκοτάδι.
Ο Γρηγόρης θα έπρεπε να βρει μια λύση για να μην αναγκαστεί να γυρίσει στο σπίτι του από νωρίς. Άντεχε όλο και λιγότερο την Κατερίνα – και ειδικά τώρα με την εγκυμοσύνη είχε την αίσθηση ότι όλα της έφταιγαν. Από το προπερασμένο βράδυ που είχε έρθει η μάνα της, τουλάχιστον δεν αισθανόταν τύψεις που την άφηνε πολλές ώρες μόνη.
Η λύση βρέθηκε σχετικά γρήγορα. Ο Γρηγόρης ζήτησε κάποια στιγμή άδεια να πάει στο διπλανό περίπτερο και τηλεφώνησε σε ένα φίλο του από την Πάτρα. Είχαν βρεθεί, όπως και με όλη την παλιοπαρέα, τότε που κατέβηκε στην Πάτρα για την 28η Οκτωβρίου και του είχε πει ότι θα ανέβαινε να παρακολουθήσει κάποια σημαντικά μαθήματα της σχολής του σε τρεις βδομάδες. Για καλή του τύχη ο Γρηγόρης τον βρήκε στο σπίτι και κανόνισαν να βρεθούν γύρω στις δυόμιση, λίγο μετά από το κλείσιμο του καταστήματος. Ο φίλος του ζήτησε να βρεθούν λίγο αργότερα, γιατί η κίνηση θα ήταν μεγάλη και μάλλον θα αναγκαζόταν να έρθει με τα πόδια από τη Δάφνη, όπου έμενε.
Δεν είχε υπόψη του κάτι συγκεκριμένο για να περάσει η ώρα τους. Φαντάστηκε ότι θα έτρωγαν κάτι και μετά θα έκαναν βόλτες. Ίσως θα πέρναγαν και από το Πολυτεχνείο – να δουν από κοντά την περίφημη κοσμοσυρροή για την οποία όλοι μιλούσαν. Αυτό ακριβώς πρότεινε και ο φίλος του, στο κοντινό μαγειρείο που κάθησαν αμέσως μετά τη συνάντησή τους. Η σχολή ήταν ούτως ή άλλως κλειστή, σε αποχή συμπαράστασης και συμμετοχής στη διαμαρτυρία του Πολυτεχνείου, κι έτσι κι εκείνος έψαχνε έναν τρόπο για να περάσει την ώρα του εκείνο το απόγευμα.
Τα βήματά τους τούς έφεραν σιγά-σιγά στα Χαυτεία. Από κει, το Πολυτεχνείο δεν ήταν ούτε δέκα λεπτά με τα πόδια. Σε φυσιολογικές συνθήκες όμως. Εκείνη την ώρα, οι δρόμοι ήταν σε μια κατάσταση που ο Γρηγόρης δεν τους είχε ποτέ ξαναδεί. Διάφορες ομάδες διαδηλωτών κινούνταν στην Πατησίων και τους γύρω δρόμους. Η κυκλοφορία σε κάποια σημεία είχε εγκλωβιστεί και σε άλλα είχε αποκλειστεί, είτε από οδοφράγματα είτε από προληπτικές ενέργειες της αστυνομίας, η οποία είχε μάλλον διακριτική παρουσία αρκετές δεκάδες μέτρα μακριά από τους πλησιέστερους διαδηλωτές.
Μία αρκετά ογκώδης ομάδα είχε αρχίσει να κινείται στην Πατησίων προς τα Χαυτεία, στην αντίθετη κατεύθυνση απ' αυτή που βάδιζαν ο Γρηγόρης με τον φίλο του. Οι δυο τους προσπάθησαν να επιμείνουν κατευθυνόμενοι προς το Πολυτεχνείο, αλλά σύντομα αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν το ρεύμα, τη σχεδόν συμπαγή μάζα που τους έσπρωχνε, μαζί με την υπόλοιπη διαδήλωση και τα πανώ, προς τη μεριά απ' όπου είχαν έρθει. Όλοι ενωμένοι! φώναζαν πρώτα οι μπροστινοί και μετά όλοι οι υπόλοιποι. Όλοι ενωμένοι, οι πατρινοί φίλοι με τους εκατοντάδες διαδηλωτές εκείνης της ομάδας, με τις κάμποσες χιλιάδες ανθρώπων που βρίσκονταν στην περιοχή. Όλοι ενωμένοι: αυτοί που απλά φώναζαν με αυτούς που είχαν πιάσει τη χειρωνακτική εργασία – τα οδοφράγματα, αργότερα τα λεωφορεία και τα τρόλλεϋ (επίσης σαν οδοφράγματα), τα καδρόνια, τους λοστούς, τις μολότοφ, τις φωτιές.
Όλοι ενωμένοι, στη δίνη χαμένοι. Περίπου όπως στο καρναβάλι, μόνο που εδώ δεν καίγανε τον βασιλιά καρνάβαλο, δεν πετούσαν σοκολάτες, δεν έλεγαν τραγούδια της εποχής αλλά το Πότε θα κάνει ξαστεριά. Κι ακόμα, άρματα δεν είχαν δει.
Φώναζαν κι εκείνοι λοιπόν, ο Γρηγόρης με το φίλο του. Χωρίς να έχουν ξανανιώσει στο παρελθόν την ανάγκη να διαδηλώσουν. Βρέθηκαν όμως εκεί, μπήκαν στο χορό και χόρευαν μαζί με τους υπόλοιπους, που τώρα έκαναν το μεγάλο βήμα, φτάνοντας στο φανάρι Πατησίων και Πανεπιστημίου: προσπάθησαν να περάσουν απέναντι, μόνο που τώρα η αστυνομία είχε παραταχτεί στη μέση της διασταύρωσης, δίνοντας το μήνυμα ότι δεν θα άφηνε να συμβεί έτσι εύκολα αυτό που ήθελαν οι διαδηλωτές.
Το πλήθος όμως είναι μεγάλο, σχεδόν σαν ποτάμι δυνατό. Μετά από λίγη ώρα οι αστυνομικοί έχουν υποχωρήσει στην Αιόλου. Η καινούργια τους γραμμή άμυνας είναι στο μέσον του τετραγώνου. Πιο πίσω, κοντά στον Κατράντζο, υπάρχουν κι άλλες δυνάμεις τους – όχι μόνο πεζοί αλλά και κλούβες, και αύρες. Μπροστά όμως έχουν μόνο πεζούς, όπως και πριν αλλά σε πυκνότερες γραμμές.
Αρχίζει μάχη. Γιατί όμως; Για να προχωρήσουν μερικές δεκάδες μέτρα και μετά να πέσουν μπροστά στις μηχανοκίνητες δυνάμεις της αστυνομίας; Έχει νόημα;
Αφού κατάφεραν να προχωρήσουν λίγα μέτρα, ο Γρηγόρης μπόρεσε να δει ποιο ήταν το νόημα. Στα αριστερά τους βρισκόταν το κτίριο της Νομαρχίας. Γινόταν προσπάθεια να καταληφθεί. Ήταν κρατικό κτίριο – κι εκείνη την ώρα το κράτος ήταν ο αντίπαλος.
Λίγα μέτρα πιο πίσω, στο ισόγειο του διπλανού κτιρίου, όλα τα καταστήματα είχαν κατεβασμένα τα ρολά – οι καταστηματάρχες έκαναν αυτό ακριβώς που είχε αποφασίσει να κάνει και ο κύριος Πράσινος. Με εξαίρεση ένα μαγαζί, όπου όχι μόνο τα ρολά ήταν ανεβασμένα αλλά και η πόρτα διάπλατα ανοιχτή. Δίπλα στην πόρτα, μπροστά στη βιτρίνα, στέκονταν τρεις ψηλοί άντρες, λες και πίστευαν ότι τα σώματά τους ήταν άφθαρτα και ότι θα μπορούσαν, μένοντας εκεί όρθιοι, να αποτρέψουν οποιαδήποτε σωματική τους βλάβη ή ζημιά στην πρόσοψη.
Στην αρχή οι τρεις άντρες ήταν ακίνητοι και ανέκφραστοι. Αγέρωχοι. Κάποια στιγμή, ο ένας τους άρχισε να κάνει νοήματα προς τους διαδηλωτές του πλήθους, προσκαλώντας τους να μπουν στο κατάστημα. Οι περισσότεροι φυσικά τον αγνόησαν, πιθανότατα περνώντας για τρελό κάποιον που νοιαζόταν τέτοια ώρα για να φέρει πελάτες στο μαγαζί του. Η επιμονή του τύπου έκανε κάποιους να προσέξουν καλύτερα και να πλησιάσουν. Ανάμεσά τους ήταν και ο φίλος του Γρηγόρη, που μαζί με πέντε-έξι άλλους μπήκαν μέσα στο μαγαζί και εμφανίστηκαν μετά από λίγο στην πόρτα για να ανακοινώσουν κάτι πραγματικά εντυπωσιακό:
Ελάτε! Έχει τρύπα και βγάζει στη Νομαρχία!
84
Ήταν απόγευμα και ο Παντελής είχε μείνει πια μόνος στο γραφείο. Του άρεσαν οι ήσυχες ώρες μετά τις πέντε-έξι το απόγευμα, που το αφεντικό, η γραμματέας και οι δυο-τρεις συνάδελφοί του έφευγαν και αυτός είχε την ησυχία να προχωρήσει τα σχέδιά του – κατεβάζοντας δημιουργικές ιδέες – αφού πρώτα χαλάρωνε, ψήνοντας ένα καφέ και διαβάζοντας την αθλητική εφημερίδα που είχε αγοράσει απ' το πρωί.
Τη σημερινή μέρα πάντως, το γραφείο είχε μισοαδειάσει από νωρίς. Μαθαίνοντας για την κυκλοφοριακή και γενικότερη αναστάτωση, το αφεντικό είχε φύγει πολύ νωρίτερα και είχε αφήσει ή μάλλον προτρέψει και όποιον άλλον ήθελε να κάνει το ίδιο. Ο Παντελής – μαζί με τη γραμματέα, που έμενε τρία τετράγωνα παρακάτω και δεν είχε λόγο να φύγει νωρίτερα – προτίμησε να μείνει. Σκέφτηκε ότι στην χειρότερη περίπτωση δεν θα έπαιρνε το λεωφορείο για το δυάρι που νοίκιαζε, στο τέρμα Ιπποκράτους, αλλά θα πήγαινε με τα πόδια από την Πανόρμου (όπου ήταν το γραφείο) – η απόσταση δεν ήταν μεγάλη.
Την ώρα που έτρωγε ένα σάντουιτς για μεσημεριανό, βρήκε την ευκαιρία να ανοίξει – πρόωρα σε σχέση με τις συνήθειές του – την εφημερίδα. Όπως οι περισσότερες ομοειδείς της, δεν είχε πάρει χαμπάρι από τα γεγονότα που εξελίσσονταν στο κέντρο της Αθήνας. Οι τίτλοι, οι φωτογραφίες, τα άρθρα και τα σχόλια περιστρέφονταν γύρω από γνώριμα στον Παντελή θέματα: την επόμενη αγωνιστική, τις προοπτικές των ομάδων για το πρωτάθλημα και το κύπελλο, τις εθνικές ομάδες που θα προκρίνονταν στο επόμενο παγκόσμιο κύπελλο – η Ελλάδα όπως πάντα είχε αποκλειστεί –, μερικά ξένα πρωταθλήματα, τη βήτα εθνική, το μπάσκετ, το βόλλεϋ.
Ο Παντελής κάθε απόγευμα (την ώρα της ανάγνωσης) και τα κυριακάτικα απογεύματα (την ώρα της ακρόασης) βυθιζόταν σε έναν ιδιαίτερο κόσμο, που η μόνη του σχέση με την τρέχουσα επικαιρότητα ήταν ότι και οι δύο ήταν εξίσου ευάλωτοι στον πληθωρισμό: όπως ακρίβαιναν τα είδη πρώτης ανάγκης, το ίδιο και συχνά περισσότερο αυξάνονταν οι τιμές των εισιτηρίων, του Προπό, της ίδιας της αθλητικής εφημερίδας.
Γι' αυτό το λόγο, του έκανε εντύπωση η αγγελία που δημοσιευόταν εκείνη τη μέρα σ' ένα μικρό πλαίσιο στο κάτω μέρος της τρίτης σελίδας. Η εφημερίδα δεν συνήθιζε κατ' αρχήν να δημοσιεύει αγγελίες, πέρα από κάποιες διαφημίσεις αθλητικών ειδών ή – ειδικά όταν πλησίαζαν Ολυμπιακοί ή μεγάλα ποδοσφαιρικά τουρνουά – συσκευών τηλεόρασης. Η συγκεκριμένη αγγελία όμως δεν ήταν διαφημιστική. Ήταν μια ανακοίνωση της Εταιρείας Μεσογειακών Σπουδών, που καλούσε τους ενδιαφερόμενους να παρακολουθήσουν μια εκδήλωση που αφορούσε την ιστορία του Δουκάτου των Αθηνών τον δέκατο τέταρτο αιώνα. Η εταιρεία αυτή ήταν εντελώς άγνωστη στον Παντελή. Αυτά όμως που διάβασε παρακάτω τον άφησαν με ανοιχτό το στόμα.
Πρώτα, το όνομα της κεντρικής ομιλήτριας. Το μικρό, όχι το επώνυμο. Ήταν μία από τις δεκάδες χιλιάδες γυναίκες στην Ελλάδα που ονομάζονταν Παπαδοπούλου. Το όνομα Εύα όμως, ακόμα κι αν ήταν υποκοριστικό κάποιας Βαγγελιώς ή Ευανθίας, δεν το συναντούσες καθημερινά. Η σύμπτωση ήταν ενδιαφέρουσα – η Εύα ήταν εκείνη που του είχε πρωτομιλήσει για την ιδιαιτερότητα του Δουκάτου στα χρόνια που άρχιζαν από 13.
Όταν, φτάνοντας στο τέλος της αγγελίας, διάβασε και τη διεύθυνση – που θα μπορούσε να είναι είτε η έδρα της εταιρείας είτε ο τόπος της εκδήλωσης – σιγουρεύτηκε πια ότι ήταν από τους λίγους αναγνώστες της συγκεκριμένης εφημερίδας – αν όχι ο μόνος – που αφορούσε αυτή η καταχώρηση. Ήταν απίθανο να υπήρχε άλλος άνθρωπος στην Ελλάδα για τον οποίο η διεύθυνση Τουρκοβούνια – σκέτο, χωρίς οδό και αριθμό – σήμαινε κάτι, σε συνδυασμό μάλιστα με μεσαιωνική ιστορία και με ένα γυναικείο όνομα ακόμα πιο αρχαίο, προπατορικό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου