Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Κεφάλαια 43 έως 45


43

Οι διατυπώσεις που χρειάζονταν για να πάει κανείς στην πρωτεύουσα ήταν λιγότερες απ' ό,τι για να βγάλει διαβατήριο. Και η αφορμή ήταν εύκολο να βρεθεί. Δυο φορές το χρόνο κάποιος από την οικογένεια πήγαινε για μια βδομάδα στην Αθήνα για ν' αγοράσει εργαλεία, αναλώσιμα και άλλα υλικά για τις πάσης φύσεως δουλειές της οικογένειας. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια πήγαινε ο Νικόλας. Εκείνη τη χρονιά προσφέρθηκε ο Σωκράτης. Η υπόλοιπη οικογένεια ξαφνιάστηκε αλλά και χάρηκε με την πρωτοβουλία του μικρού αδελφού. Του κούνησαν το μαντίλι στο λιμάνι και μεταξύ τους είχαν να λένε για το φιλότιμό του.

Ο ίδιος έφτασε στον Πειραιά ταλαιπωρημένος από το πολύωρο ταξίδι και την κυματώδη θάλασσα. Με τον ηλεκτρικό ανέβηκε στην Ομόνοια και περπάτησε μέχρι το ξενοδοχείο της Σατωβριάνδου, το ίδιο όπου έμεναν πάντα – στη ρεσεψιόν δούλευε ένας συμπατριώτης τους που τους έβρισκε πάντα δωμάτιο. Ο πατέρας τους δεν ήθελε να υποχρεώνεται σε συγγενείς για τη φιλοξενία. Ήταν μεσάνυχτα και τα βλέφαρά του έκλειναν αλλά η αδημονία του για την επόμενη μέρα τον κράτησε ξύπνιο μέχρι αργά. Δοκίμασε να κάνει ένα μπάνιο για να χαλαρώσει αλλά το νερό ήταν κρύο. Φόρεσε τις πυτζάμες του και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Ξανάφερε στο μυαλό του το πρόγραμμα της επόμενης μέρας.

Αφύπνιση στις επτά. Γι' αυτό θα φρόντιζε ο Μανώλης. Πρώτα του είπε τι ώρα να τον ξυπνήσει και μετά του έδωσε την ταυτότητα.

Ένα τετράωρο στην οδό Αθηνάς. Απ' τις οχτώ μέχρι τις δώδεκα θα έκανε τα πρώτα ψώνια. Είχε τρεις μέρες μπροστά του. Ήξερε τι χρειάζονταν, είχε κατάλογο λεπτομερή.

Η συνέχεια επί της οθόνης. Ή μάλλον επί χάρτου. Η πρώτη του φροντίδα το μεσημεράκι θα ήταν να πάει στο γνωστό βιβλιοπωλείο της στοάς και να αγοράσει τον μεγάλο Πολεοδομικό Χάρτη. Εκεί τον είχαν παραπέμψει οι φίλοι του για να μπορέσει να βρει μια άκρη σχετικά με τα άγνωστα τοπωνύμια και τις εξίσου άγνωστες οδούς. Μόνο τότε θα ήταν έτοιμος να ξεκινήσει την αναζήτησή του. Και να αποφασίσει από ποιο σημείο θα την ξεκινούσε.


44

Η κορυφή του λόφου δεν είχε αξιοθέατα. Ούτε λούνα παρκ. Η θέα όμως ήταν εντυπωσιακή. Ειδικά εκείνη την ήσυχη ώρα, με το χάραμα. Έκανε λίγη ψύχρα, τόση όση χρειαζόταν για να σε κρατήσει ξύπνιο. Και ο Παντελής με την Εύα το χρειάζονταν αυτό.

Ο Λυκαβηττός, η Ακρόπολη και όλα τα άλλα υψώματα της πρωτεύουσας βρίσκονταν χαμηλότερά τους και γι' αυτό έδειχναν μικρά, σχεδόν ασήμαντα, σαν συμπυκνωμένα.

Ήταν η δεύτερη φορά που έβλεπαν μόνοι τους τη θέα από εκείνο το σημείο. Η πρώτη ήταν μόλις πριν λίγες ώρες, στη βραδινή τους βόλτα. Τώρα δεν θα' μεναν μόνοι για πολύ ακόμα. Σε λίγο θα έφταναν ο Καρντενάλ, ο Μορένο και ο Ντεφλόρ. Τα είχε μάθει πια τα ονόματά τους και είχε ήδη πάρει μια πρώτη γεύση από τον τρόπο δουλειάς τους, που συνδύαζε την επιστημονική γνώση με την τέχνη και το ένστικτο. Τον περισσότερο χρόνο τους οι άνθρωποι της Φροντιέρρα έβλεπαν, άγγιζαν και άκουγαν το βράχο και το χώμα. Έκαναν βέβαια τις μετρήσεις τους, έπαιρναν δείγματα για δοκιμές, θα έφερναν και ένα γεωτρύπανο που το περίμεναν από τη Βαρκελώνη, έδειχναν όμως να έχουν βγάλει τα βασικά τους συμπεράσματα από δύο μόλις μέρες εργασίας.

Συμπεράσματα που δεν ήταν χωρίς συνέπειες για όποιον ήθελε να μελετήσει ή να κατασκευάσει ναό ή άλλο μεγάλο κτίσμα στη συγκεκριμένη περιοχή των Τουρκοβουνίων. Ναι, ήταν βράχος και όχι χώμα, κι αυτό κατ' αρχήν φαινόταν καλό για τη θεμελίωση. Βράχος από βράχο διαφέρει όμως και ο συγκεκριμένος δεν φαινόταν και τόσο συμπαγής. Οι καταλανοί εξηγούσαν, η Εύα μετέφραζε και ο Παντελής δεν έκρυβε την έκπληξη και την ανησυχία του του. Σαν να διάβασαν το μυαλό του Παντελή, που έτρεξε κατευθείαν στις παλιές ιστορίες των παππούδων για τα κούφια βουνά, έσπευσαν να διευκρινίσουν ότι θεωρούσαν απίθανη την εκτεταμένη σπηλαίωση, μια και ολοφάνερα η θέση που βρίσκονταν ήταν πολύ ψηλότερα από οποιονδήποτε πιθανό υδροφόρο ορίζοντα – με άλλα λόγια, διάβρωση από υπόγεια νερά ήταν απίθανο να υπάρχει. Δήλωναν ωστόσο εντυπωσιασμένοι από τη μορφή του βράχου καθώς και την ύπαρξη πολλών μικρών ή μεσαίων ανοιγμάτων. Δυστυχώς κανένα από αυτά δεν ήταν αρκετά πλατύ ώστε να χωρέσει άνθρωπο. Ούτε καν τη σχετικά πιο μικρόσωμη Εύα. Θα έπρεπε λοιπόν να περιμένουν το γεωτρύπανο.

Υπήρχε αρκετή δουλειά στο μεταξύ. Η Φροντιέρρα θα έκανε το δικό της τοπογραφικό, το οποίο το ανέλαβαν ο Καρντενάλ και ο Μορένο. Ο Ντεφλόρ με την Εύα ήθελαν να γυρίσουν με τα πόδια τα Τουρκοβούνια απ' όλες τις πλευρές, είπαν ένα Αντίο και εξαφανίστηκαν.

Ήταν περασμένες τρεις το απόγευμα. Ο Παντελής θα γύριζε σπίτι. Παρ' όλες τις αβεβαιότητες που ακόμα υπήρχαν σχετικά με τα γεωτεχνικά, η μελέτη του έπρεπε να προχωρήσει. Η ημερομηνία επίσημης προκήρυξης του διαγωνισμού πλησίαζε. Στόχος του ήταν να κερδίσει όσο περισσότερο έδαφος μπορούσε μέχρι εκείνη τη μέρα. Ο πατέρας του δεν ήξερε να του πει την ακριβή προθεσμία υποβολής της μελέτης αλλά ένα πράγμα ήταν βέβαιο: θα ήταν πιεστική, και αλίμονο σε αυτόν που θα άρχιζε απ' το μηδέν όταν θα' βγαινε η προκήρυξη.


45

Το τραίνο ήταν γεμάτο. Έφτασε στα Άνω Πατήσια με εκατοντάδες επιβάτες, στριμωγμένους σαν τις σαρδέλες. Έπρεπε όλοι να βγουν – ο συρμός τερμάτιζε εκεί. Οι περισσότεροι θα έπαιρναν το επόμενο τραίνο, κάποιοι για Νέα Ιωνία και Ηράκλειο, άλλοι για Μαρούσι και Κηφισιά. Ο Σωκράτης ήταν απ' αυτούς που θα κατέβαιναν τις τσιμεντένιες σκάλες.

Ο σταθμός του ηλεκτρικού σ' εκείνο το σημείο είναι εναέριος, αλλά δεν ήταν πάντα. Τον καιρό του θηρίου, η διάβαση ήταν ισόπεδη. Από την αλυσίδα που σταματούσε την οδική κυκλοφορία για να περάσει το τραίνο Αθήνας-Κηφισιάς πήρε το όνομά της και ολόκληρη η περιοχή. Αυτή με τα τηλέφωνα που ξεκινούσαν από είκοσι.

Από μια άποψη ένιωθε τυχερός που οι περιοχές που αναζητούσε ήταν τόσο κοντά μεταξύ τους. Γύρω απ' το σταθμό η Αλυσίδα, λίγες εκατοντάδες μέτρα πιο πέρα προς Ριζούπολη ο συνοικισμός του Προμπονά.

Σύντομα όμως ένιωσε να τον κυριεύει η απογοήτευση. Ακόμα κι αυτές οι περιορισμένης έκτασης ζώνες, σταγόνες στον πολεοδομικό ωκεανό της πρωτεύουσας, του φαίνονταν αχανείς σε σχέση με τους γνώριμους και πεπερασμένους οικισμούς του νησιού. Δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει. Το μόνο σίγουρο είναι ότι η κάτοχος του τηλεφωνικού αριθμού δεν θα μπορούσε να τον βοηθήσει. Είχε μετακομίσει πρόσφατα μαζί με τη μικρότερη αδελφή της, σε μια πολυκατοικία που μόλις είχε χτιστεί. Ο τηλεφωνικός της αριθμός, σύμφωνα με την ίδια, ήταν ολοκαίνουργιος. Αν μη τι άλλο δεν είχε λάβει τηλεφωνήματα που να ζητούν κάποιον άλλο, όπως κατά κόρον συμβαίνει με όσους κληρονομούν μια παλιά σύνδεση.

Περπάτησε αρκετά, χωρίς να βρει κάτι ενδιαφέρον. Τα περισσότερα σπίτια ήταν μονοκατοικίες. Για να διαβάσεις το όνομα του ενοίκου στο κουδούνι, όπου αυτό υπήρχε, έπρεπε να πλησιάσεις υπερβολικά κοντά. Ο Σωκράτης προτίμησε να είναι διακριτικός. Ήδη είχε κινήσει την περιέργεια στις λιγοστές νοικοκυρές και τους συνταξιούχους που προτιμούσαν να κάθονται στις αυλές ή κοντά στα παράθυρα αντί να πάρουν το μεσημεριανό τους ύπνο. Εισέπραττε παράξενα βλέμματα από ανθρώπους που μάλλον δεν είχαν συνηθίσει να βλέπουν ξένους να περπατούν στη γειτονιά τους. Και φυσικά δεν τολμούσε να απευθύνει ερωτήσεις στα άγνωστα πρόσωπα.

Το καφενείο ήταν το μόνο μέρος που του θύμιζε λιγάκι το νησί. Ίσως βοηθούσε και το γεγονός ότι εκείνη τη στιγμή δεν υπήρχε κανένας θαμώνας. Προς στιγμήν του φάνηκε ότι ήταν κλειστό, αλλά κοιτάζοντας πιο προσεκτικά διέκρινε έναν φαλακρό κύριο με μουστάκι καθισμένο σε μια καρέκλα με τα πόδια του πάνω σε μια άλλη. Προχώρησε προς την πόρτα, την άνοιξε και στράφηκε προς τον καφετζή. Στο Γεια σας δεν έλαβε καμία απάντηση. Ο καφετζής έμεινε ακίνητος για δέκα ατέλειωτα δευτερόλεπτα. Στο τέλος γύρισε, κοίταξε τον Σωκράτη, σηκώθηκε, πήγε στον πάγκο, σήκωσε το κεφάλι και τον ξανακοίταξε.

Ένα γλυκύ βραστό, είναι εύκολο; Ο Σωκράτης ένιωσε τα πόδια του να τρέμουν καθώς έδινε την παραγγελία. Δεν έφταιγε το παρουσιαστικό του καφετζή, ο οποίος ήταν κοντός και δε φαινόταν ιδιαίτερα χειροδύναμος ή εν γένει απειλητικός. Ούτε έδειξε να δυσανασχετεί με την παραγγελία ή με το ότι κάποιος τάραξε την απογευματινή του νιρβάνα. Μάλλον έφταιγε η σιωπή που βάραινε τόσο την ατμόσφαιρα. Μετά από άλλη μια αναμονή αρκετών δευτερολέπτων ο καφετζής κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Ο Σωκράτης προσπάθησε να ανακτήσει την αυτοκυριαρχία του και περπάτησε μέχρι το γωνιακό τραπεζάκι, όπου και έκατσε, κοιτάζοντας προς τη τζαμαρία.

Σε λίγα λεπτά ήρθε ο καφετζής, ακούμπησε το φλιτζάνι στο τραπέζι, άφησε και το νερό και κάθησε δίπλα στον Σωκράτη. Η ανάκριση δεν ήταν ιδιαίτερα επώδυνη. Ίσως γιατί ο Σωκράτης αναθάρρησε διαπιστώνοντας ότι ο καφετζής έχει φωνή, είναι δηλαδή άνθρωπος σαν κι εκείνον και όχι κάποιο μυστηριώδες σιωπηλό πλάσμα. Στις ώρες της περιπλάνησής του είχε αποκομίσει μια παράξενη αίσθηση για τη γειτονιά που είχε επισκεφθεί και τους ανθρώπους της, κι έτσι έβρισκε ευπρόσδεκτο ακόμη και το παραμικρό σημάδι φυσιολογικής συμπεριφοράς.

Ο Σωκράτης δεν άργησε να μπει στο θέμα. Ένα κοινό που είχαν οι απανταχού καφετζήδες ήταν η τάση τους να αυτοπροβάλλονται ως οι άνθρωποι που ξέρουν πρόσωπα και πράγματα στην περιοχή τους. Κολακεύοντας τον Αρίσταρχο – έτσι τον έλεγαν τον καφετζή – ο Σωκράτης κατάφερε να κάνει με τον τρόπο του τις ερωτήσεις που ήθελε. Οι απαντήσεις δίνονταν τμηματικά, καθώς ένας ένας οι απογευματινοί θαμώνες συγκεντρώνονταν και ο Αρίσταρχος σηκωνόταν να τους φτιάξει τους καθιερωμένους καφέδες. Επίσης, όσο πλήθαιναν οι θαμώνες, τόσο πιο ψιθυριστές και πιο περιληπτικές γίνονταν οι κουβέντες του καφετζή. Έστω κι έτσι όμως, ο Σωκράτης κατάφερε να μάθει πολλά για το ρεμπέτη, και για το γιο που αναζητούσε τα ίχνη του.

Στο τέλος καληνύχτισε, βγήκε απ' τον καφενέ και περπάτησε μέχρι το σταθμό του τραίνου. Ο κόσμος στο τραίνο ήταν λιγότερος κι έτσι βρήκε θέση αμέσως. Το μισάνοιχτο παράθυρο του μπεζ συρμού έφερνε δροσερό αέρα. Ο Σωκράτης προσπαθούσε να βάλει όλα όσα είχε ακούσει σε μια σειρά, σε νοερά κουτάκια στο μυαλό του. Ένα απ' αυτά έμενε άδειο, όσο κι αν προσπαθούσε μάταια να θυμηθεί κάποια σχετική λεπτομέρεια. Στο τέλος ήταν σίγουρος. Ο Αρίσταρχος δεν είχε αναφέρει απολύτως τίποτα για τον μπαρμπα-Νικολό.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου