Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Κεφάλαια 40 έως 42


40

Μακάρι να κρατούσε για πάντα το Καρναβάλι, σκεφτόταν ο Γρηγόρης. Και δεν ήταν μόνο παλιμπαιδισμός αυτό. Δεν του στοίχισε μόνο το τέλος του ξεφαντώματος αλλά – κυρίως – η επιστροφή στην καθημερινότητα και πιο πολύ απ' όλα, τα μούτρα που του κρατούσε η Κατερίνα. Δεν του παραπονέθηκε βέβαια με λόγια, αλλά αρκούσε αυτή η ψυχρότητα για να χαλάει τη διάθεση του Γρηγόρη και να ματαιώνει κάθε του προσπάθεια να γλυκάνει το χειμώνα που, παρά την έλευση της άνοιξης στη φύση, δεν έλεγε να φύγει από τη σχέση τους. Η μετάβαση στην έγγαμη ζωή δεν ήταν όπως την ονειρεύτηκαν. Ίσως θα έπρεπε να το είχαν παλέψει περισσότερο, να πάρουν μια-δυο ολόκληρες βδομάδες άδεια απ' τις δουλειές τους. Ίσως έτσι θα είχαν προλάβει να χαλαρώσουν. Δεν το κατάφεραν, και τώρα έπρεπε να πορευτούν. Αυτό ήταν ένα από τα λίγα πράγματα όπου συμφωνούσαν.

Αυτά που τους έκαναν να διαφωνούν υπήρχαν βέβαια από πριν. Σαν να γίνονταν όμως πιο έντονα αυτόν τον καιρό. Η αντίδραση της Κατερίνας στο Καρναβάλι δεν ήταν κάτι το μεμονωμένο. Ήθελε να τονίζει στο Γρηγόρη ότι θέλει την αυτονομία της. Κι έτσι αυτό που θα ήταν αυτονόητο σε μια υγιή σχέση, όπου ο καθένας κρατάει και τον προσωπικό του χώρο – τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά, στην ψυχή του – εκφραζόταν βεβιασμένα. Κι όχι μόνο απ' την πλευρά της Κατερίνας: ο Γρηγόρης είχε κι αυτός το μερίδιό του, με την επιμονή του να φύγει για Πάτρα. Η Κατερίνα όμως έδειχνε να κινείται συστηματικά, σχεδόν μεθοδικά. Τα ραντεβού της με τη Βάσω συνεχίστηκαν, αν και η μέρα άλλαξε από Τετάρτη και έγινε Παρασκευή, για να συμπίπτει με τους Χαιρετισμούς – ο κύριος Δανιηλίδης δεν είχε καμία αντίρρηση να αλλάξει τη μέρα που έδινε ελεύθερο απόγευμα στη γραμματέα του. Οι επισκέψεις στη θεία Σωτηρία συνεχίστηκαν κι αυτές. Ο Γρηγόρης τούς συμπαθούσε αλλά κρατούσε πάντα μια απόσταση απ' αυτούς, κι αυτοί από κείνον, υπήρχε μια αμοιβαία διακριτικότητα από τον καιρό που η Κατερίνα ουσιαστικά συζούσε με το Γρηγόρη αν και, επίσημα, έμενε με τη Σωτηρία και το Μίμη.

Όταν γύρισε ο Παντελής, η Σωτηρία τους κάλεσε σε τραπέζι την αμέσως επόμενη Κυριακή και βέβαια από κει δεν μπορούσαν να λείψουν. Ο Γρηγόρης χάρηκε που θα έβλεπε τον Παντελή, είχε πολλά να τον ρωτήσει για την Ισπανία. Η Κατερίνα ήθελε να του πάρει ένα δώρο και πέρασε σχεδόν όλο το πρωινό του Σαββάτου προβληματισμένη για το τι θα αγόραζε.

Προβληματισμένος ήταν και ο Μίμης το Σάββατο. Το απόγευμα πρότεινε στο γιο του να πάνε στο Σύνταγμα για έναν καφέ. Ήθελε να του δώσει τη γενική εικόνα, μέσες-άκρες, χωρίς πολλές λεπτομέρειες, ίσα για να καταλάβει ότι στους συγγενείς, τους φίλους και γενικά σε οποιονδήποτε άλλον εκτός από τον ίδιο το Μίμη, ο Παντελής δεν χρειαζόταν να λέει και πολλά. Για την Ισπανία και τους ισπανούς, ό,τι ήθελε, όχι όμως για το σκοπό, τα μέσα και τα αποτελέσματα της δουλειάς του.

Ειδικά με την Κατερίνα, κάθε συζήτηση για το ναό του Τάματος ήταν απαγορευμένη. Και ο Μίμης με τη Σωτηρία είχαν βρει τον τρόπο να αποκλείσουν τις ερωτήσεις από την πλευρά της ανιψιάς. Της είχαν πει ότι το μελετητικό έργο του Παντελή ματαιώθηκε λόγω ανωτέρας βίας και ότι αναγκάστηκαν να φέρουν πίσω εσπευσμένα τον Παντελή – στον ένα μήνα αντί για τους δύο που υποτίθεται ότι είχε δικαίωμα να μείνει. Ήξεραν ότι η αγαπημένη του ξαδέρφη δεν θα ήθελε με τίποτα να τον πληγώσει κι έτσι δεν θα τον ρωτούσε – και θα έπειθε και τον Γρηγόρη να μη ρωτήσει. Ήξεραν επίσης, κι αυτό ήταν το σημαντικότερο, ότι η σημαντική αυτή πληροφορία θα έφτανε και στα αυτιά της Βάσως της Κερκέντελε, και όπου αλλού έπρεπε να φτάσει, πολύ πριν από την ημέρα του Ακάθιστου Ύμνου.


41

Δεν είχε κλείσει τα εικοσιένα, κι αυτό ήταν πρόβλημα.

Για να βγάλει διαβατήριο ο Σωκράτης, έπρεπε να υπογράψει ο πατέρας του. Αυτό τουλάχιστον του είπε ο υπάλληλος στη Νομαρχία. Κι ο Σωκράτης χωρίς δεύτερη κουβέντα έκανε μεταβολή και βγήκε έξω στο δρόμο, προβληματισμένος.

Όχι ότι ο πατέρας του τού χάλαγε χατίρια αν δεν υπήρχε λόγος. Θα είχε όμως μια δυσκολία να τον πείσει για το διαβατήριο. Να το κάνει τι;

Θα μπορούσε βέβαια να βρει μια δικαιολογία. Ότι θα κανόνιζε να επισκεφτεί τα αδέρφια του Γρηγόρη στην Πάτρα και να πάνε από εκεί μια εκδρομή στην Ιταλία. Δεν τους συνήθιζε όμως σε τέτοιες εξορμήσεις, κι επιπλέον: ο οικογενειακός προϋπολογισμός, το κοινό τους κομπόδεμα δε σήκωνε τέτοιες πολυτέλειες.

Κι ακόμη, στην αίτηση έκδοσης διαβατηρίου το έγραφε καθαρά: Ποίος ο σκοπός εκδόσεως του διαβατηρίου; Πώς θα τολμούσε να γράψει τον πραγματικό σκοπό του χωρίς να έχει μπελάδες; Πώς θα τολμούσε να το φέρει στον πατέρα του για υπογραφή;

Το να πάρεις ένα καΐκι για να πας καρσί δεν ήταν τόσο δύσκολο, ούτε τόσο ασυνήθιστο. Ούτε τόσο ακριβό, σε σχέση μ' ένα ταξίδι στην πρωτεύουσα. Κάμποσοι περνούσαν, ιδίως τα καλοκαίρια, πήγαιναν και ψώνιζαν καϊμάκι, μπακλαβαδάκια, κανένα δερμάτινο ή και χρυσαφικό. Το να το γράψεις όμως σαν σκοπό έκδοσης του διαβατηρίου σου, αυτό τραβούσε την προσοχή σαν μαγνήτης. Και στη μικρή κοινωνία του νησιού τους, δεν ήταν εύκολο να ξεφύγεις από τέτοιες συμπληγάδες. Ούτε να τη σκαπουλάρεις με κάποια εικονική αιτιολογία. Η κάθε δημόσια υπηρεσία είχε τον 'Παμεινώντα της, όλοι τους σαν πιστά αντίγραφα του αντιπαθητικού υπαλλήλου των τηλεπικοινωνιών. Τους είχες ανάγκη άρα ήσουν τύπος και υπογραμμός. Εκτός κι αν τους λάδωνες, αν βέβαια είχες αρκετά για να καλύψεις τις απαιτήσεις τους – ο Σωκράτης δεν είχε και δε θα τολμούσε να το ζητήσει απ' τον πατέρα του.

Θα έπρεπε να περιμένει δύο χρόνια; Θα μπορούσε να περιμένει δύο χρόνια;

Ή μήπως θα έπιανε από άλλο σημείο τη διαδρομή που ξεκίνησε ο δάσκαλος και που διακόπηκε απότομα τη μέρα που τον έδιωξαν απ' το νησί;

Το επόμενο πρωί περνούσε την εξώπορτα του τηλεφωνείου. Το πρόσωπο του 'Παμεινώντα ήταν ένα αναγκαίο κακό. Σχημάτισε τον αριθμό και έβαλε το ακουστικό στο αυτί. Στο τέταρτο χτύπημα το σήκωσαν. Η γυναικεία φωνή στην άλλη πλευρά δεν πρόδιδε πολλά για την ηλικία ή την ασχολία της κατόχου της. Το μόνο βέβαιο για τον Σωκράτη ήταν ότι η άγνωστη γυναίκα δεν λεγόταν ούτε Γιάννης, ούτε Κώστας.


42

Έφερα και την παρέα μου.

Τη λέξη παρέα την είπε όπως ακούγεται στα ελληνικά. Ο Παντελής δεν έδειξε να εκτιμά την πρόθεση της Εύας να εκφραστεί στη γλώσσα του αγαπημένου της, στη γλώσσα της χώρας που θα την φιλοξενούσε για τον μήνα που θ' ακολουθούσε.


Έμεινε να κοιτάζει την παρέα της, σχεδόν με ανοικτό το στόμα.

Κι αυτό γιατί οι τρεις τύποι που βγήκαν μαζί της από την πύλη των αφίξεων ήταν ψηλοί και αγέρωχοι. Για την ακρίβεια, ήταν οι τρεις ψηλοί και αγέρωχοι που είχε δει μαζί της εκείνο το βράδυ στις Ράμπλας.

Του συστήθηκαν με τρία επώνυμα που τα ξέχασε αμέσως με εξαίρεση το τελευταίο: Ντεφλόρ. Ήταν οι τρεις μηχανικοί της Φροντιέρρα, οι ειδικοί που θα φρόντιζαν να βρουν την καλύτερη τεχνική λύση για τη θεμελίωση του Ναού.

Σαν παρέα οι πέντε τους δεν έλεγαν και πολλά πράγματα. Στο υπεροπτικό ύφος των μηχανικών και τη νευρική διαχυτικότητα της Εύας ήρθε να προστεθεί η δυσπιστία του Παντελή και η αναπόφευκτη αμηχανία της πρώτης στιγμής. Η Εύα όμως φρόντισε να εξηγήσει στον Παντελή γιατί η συγκεκριμένη παρέα ήταν ξεχωριστή.

Τη λέξη παρέα την πήρατε από μας, του είπε καθώς έμπαιναν στον ένα από τα δύο ταξί που θα τους πήγαιναν στην Πλάκα, εκεί που είχαν κλείσει τα δωμάτια για την Εύα και τους μηχανικούς. Ο Παντελής την κοίταξε σμίγοντας τα φρύδια. Αλήθεια! επέμεινε εκείνη.

Μου φαίνεται ότι είστε σαν κι εμάς τους έλληνες, την πείραξε ο Παντελής, αφού είπε στον ταξιτζή τον προορισμό τους. Σε όλα είστε εσείς οι πρωτοπόροι. Τα ξέρατε όλα όταν οι άλλοι ζούσαν στα δέντρα.

Και δε σηκώνουμε αντίρρηση! αυτοσαρκάστηκε η Εύα. Ο Παντελής γέλασε. Κοίταξε μπροστά και είδε στον καθρέφτη το πρόσωπο του ταξιτζή να χαμογελάει κι αυτό, αν και μάλλον αμήχανα, δείχνοντας ότι δεν καταλάβαινε καλά τα αγγλικά, ή τουλάχιστον τα αγγλικά ενός έλληνα και μιας καταλανής.

Μετά ο Παντελής κοίταξε προς τα πίσω και είδε το δεύτερο ταξί να τους ακολουθεί. Ένιωσε έναν κάποιο οίκτο για τον άλλο ταξιτζή, που αντί για το γελαστό ζευγάρι είχε την ατυχία να μεταφέρει τους τρεις βλοσυρούς τύπους της Φροντιέρρα.

Κι αμέσως μετά σκέφτηκε ότι ο ταξιτζής, τουλάχιστον, θα απαλλασσόταν νωρίς από δαύτους. Τον Παντελή όμως τον περίμενε ένας μήνας συνεργασίας. Αν δεν ήταν δίπλα του η Εύα, ο μήνας αυτός θα του φαινόταν ατέλειωτος, με την κακή έννοια.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου