46
Συνήθως, τα πρωινά της Μεγάλης Παρασκευής δεν άκουγες τίποτε άλλο παρά μόνο τον ήχο της πένθιμης καμπάνας.
Εκείνο το πρωί στα Τουρκοβούνια, αν και Μεγάλη Παρασκευή, δεν ακουγόταν μόνο η καμπάνα. Για την ακρίβεια, υπήρχε μια περιοχή όπου έπρεπε να προσπαθήσεις πολύ για να την ακούσεις.
Η εκφόρτωση του εξοπλισμού της Φροντιέρρα αποδείχτηκε ως εργασία πολύ περισσότερο θορυβώδης απ' όσο αναμενόταν. Ο Παντελής είχε την ελπίδα ότι οι χειριστές των μηχανημάτων αλλά και οι τρεις καμπαλέρος, όπως τους αποκαλούσαν με την Εύα (πιο πολύ για συντομία παρά από σκωπτική διάθεση), θα φορούσαν ωτασπίδες, για το καλό τους.
Θα ήθελε επίσης, αν γινόταν, να έχουν κλειστά τα αυτιά τους και οι κάτοικοι των γύρω σπιτιών. Αν και τυπικά δεν επρόκειτο για διατάραξη κοινής ησυχίας, αρκετοί θα έβρισκαν προκλητικό αυτόν τον θόρυβο, την κατεξοχήν ιερή μέρα των Ορθοδόξων. Ο μέσος πολίτης είχε αποδεχτεί στωικά ή και μοιρολατρικά τον περιορισμό των πολιτικών του ελευθεριών, δεν ήταν όμως καθόλου βέβαιο ότι θα παρέμενε το ίδιο αδρανής απέναντι σε ό,τι τον ξεβόλευε και τον έβγαζε από συνήθειες, κεκτημένα δικαιώματα και έθιμα. Ο κάτοικος της περιοχής γύρω από τη θέση του μελλοντικού ναού θα ένιωθε έτσι κι αλλιώς με χίλιους δυο τρόπους ότι κάτι αλλάζει: εκτάσεις δεσμεύτηκαν, κόσμος κυκλοφορούσε και μετρούσε, σε λίγο θα στηνόταν το γεωτρύπανο, κάποια στιγμή ίσως ξεκινούσε κι η κατασκευή. Ήταν ανάγκη όλη αυτή η φασαρία μεγαλοβδομαδιάτικα, και μάλιστα την ώρα της Αποκαθήλωσης;
Αυτές οι πιθανές παρενέργειες στενοχωρούσαν τον Παντελή περισσότερο ακόμα κι απ' το γεγονός ότι ήταν κι αυτός αναγκασμένος να βρίσκεται εκεί. Ονειρευόταν να πάει με την Εύα στον Άη Γιώργη του Λυκαβηττού και να παρακολουθήσουν εκεί την ακολουθία. Τουλάχιστον παρηγοριόταν από το ότι ήταν πλάι του, παρακολουθώντας κι εκείνη – από μια απόσταση – τη διαδικασία της εκφόρτωσης και αμέσως μετά της εγκατάστασης.
Λίγο μετά τις δώδεκα τον πήρε από το χέρι και του έκανε νόημα να προχωρήσουν προς τη μεριά της Κυψέλης. Ξεκίνησε να περπατά μαζί της αλλά ελευθέρωσε απαλά το χέρι του. Μόλις απομακρύνθηκαν λίγο, τόσο ώστε να ακούγονται μεταξύ τους, η Εύα του εξήγησε ότι ήθελε να του δείξει κάτι ενδιαφέρον. Σταμάτησε για λίγο και τον κοίταξε στα μάτια.
Πόσα μέτρα περίπου είμαστε από τη θέση του ναού; τον ρώτησε. Ο Παντελής γύρισε προς τα πίσω, λογάριασε και απάντησε ότι ήταν περίπου εκατόν σαράντα. Βρίσκονταν πια αρκετά μακριά από το πλησιέστερο σπίτι, περιπλανώμενοι ανάμεσα σε βράχια και θάμνους. Δέκα λεπτά αργότερα σταμάτησαν και του ξανάκανε την ίδια ερώτηση. Αυτή τη φορά ο Παντελής ήταν λιγότερο βέβαιος αλλά μίλησε για οχτακόσια με εννιακόσια μέτρα.
Κοίταξε κι αυτός τώρα την Εύα στα μάτια και είδε ότι το πρόσωπό της έλαμπε. Μισό μίλι δηλαδή!, είπε σχεδόν φωνάζοντας. Απορημένος από τη χρήση αυτής της αγγλοσαξονικής μονάδας μέτρησης στην Ελλάδα και μάλιστα μακριά από τη θάλασσα, παρ' όλα αυτά ένευσε καταφατικά. Η Εύα διαισθάνθηκε την απορία του και του εξήγησε ότι το μίλι χρησιμοποιούνταν και στην ηπειρωτική Ευρώπη και μάλιστα ήδη από τον καιρό των ρωμαίων. Πράγματι, ο Παντελής θυμόταν από το μάθημα της φυσικής ότι η προτυποποίηση των μέτρων και σταθμών ήταν μια σχετικά πρόσφατη εξέλιξη. Εξακολούθησε όμως να μην καταλαβαίνει τον ενθουσιασμό που έδειξε η Εύα για το μισό μίλι.
Και πάλι, η Εύα μάντεψε την απορία του. Αυτή τη φορά δεν του εξήγησε αλλά περπάτησε άλλα δέκα βήματα, μέχρι το σημείο που ο βράχος έκανε ένα κοίλωμα. Περίμενε να έρθει και εκείνος δίπλα της και μετά του έδειξε με το χέρι της την εσοχή, που είχε πλάτος περίπου τρία μέτρα στο κάτω μέρος της, και ύψος άλλα τόσα.
Το κοίλωμα έδειχνε αρκετά ομαλό, σχεδόν κυλινδρικό, σαν την κόγχη που έχουν οι περισσότεροι ορθόδοξοι ναοί στο ιερό. Το δίχως άλλο, ήταν ένας ενδιαφέρων γεωλογικός σχηματισμός. Αυτό, πάνω κάτω, είπε και ο Παντελής στην Εύα, απαντώντας στην ερώτηση που συνόδευε το νόημα που έκανε με το χέρι: Τι βλέπεις εδώ;
Η Εύα κατόπιν περπάτησε προς την εσοχή, κοντά στο δεξιό της άκρο. Τον φώναξε κοντά της για να κοιτάξει κι εκείνος από την ίδια γωνία, τη μοναδική γωνία από την οποία φαινόταν αυτό που έκανε ακόμα πιο ενδιαφέρον, από γεωλογικής – και όχι μόνο – πλευράς, αυτό το κοίλωμα του βράχου.
Κοντά στην οροφή της εσοχής, ο βράχος είχε μια ασυνέχεια. Διατηρούσε το ίδιο κοίλο σχήμα αλλά το δεξί μέρος ήταν μετατοπισμένο προς τα μέσα, σαν το αόρατο χέρι της Δημιουργίας να είχε φτιάξει δύο συμμετρικά τμήματα που ποτέ δε συναρμολογήθηκαν.
Και τότε η Εύα εξήγησε στον Παντελή ότι το αποτέλεσμα των περιηγήσεών της μαζί με τον Ντεφλόρ ήταν το πρώτο της αρχαιολογικό εύρημα στην Αθήνα. Και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί ανασκαφή.
47
Κόντεψαν να του βγουν τα μάτια. Έψαξε τον πολεοδομικό χάρτη μέχρι το τελευταίο χιλιοστό. Η μόνη οδός με αυτό το όνομα ήταν αυτή που είχε ήδη περπατήσει. Σε κανέναν άλλο δήμο δεν υπήρχε οδός Κιάφας. Και σ' αυτήν του κέντρου της Αθήνας δεν υπήρχε το σαρανταέξι.
Η αναζήτηση του πήρε όλο το δεύτερο απόγευμα. Θα έμενε άλλη μια μέρα. Οι δουλειές που απόμεναν να κάνει ήταν ελάχιστες. Το αδιέξοδο της αναζήτησής του, όμως, σήμαινε ότι δεν είχε και πολλά να κάνει την τελευταία μέρα της παραμονής του στην πρωτεύουσα. Τζίφος το τηλέφωνο, τζίφος και η οδός.
Το επόμενο πρωί, μη έχοντας κάτι καλύτερο να κάνει, αποφάσισε να χαρίσει στον εαυτό του την απόλαυση ενός καφέ στα υπαίθρια καθίσματα ενός ζαχαροπλαστείου στο Σύνταγμα. Πήρε μαζί του και ένα σημειωματάριο, ελπίζοντας ότι θα βρει την ηρεμία για να τακτοποιήσει τις σκέψεις του. Η μέρα ήταν όμορφη, φωτεινή χωρίς να είναι υπερβολικά ζεστή. Στην πλατεία είχαν αρχίσει να κυκλοφορούν ανοιξιάτικοι τουρίστες, επισκέπτες της Ακρόπολης, της Πλάκας και των άλλων αξιοθέατων που κρατούσαν στοιχειωδώς ελκυστική την Αθήνα που μεγάλωνε και ασχήμαινε.
Βλέποντας και ακούγοντας τόσο πολλούς χαρούμενους και ξέγνοιαστους ανθρώπους γύρω του, δυσκολεύτηκε να συγκεντρωθεί. Με μεγάλη προσπάθεια το μυαλό του μεταφέρθηκε τελικά στου Προμπονά και στην αφήγηση του καφετζή. Ο Σωκράτης σκεφτόταν πόσο τυχερός ήταν που βρήκε τον κατάλληλο άνθρωπο, έναν πραγματικό γνώστη της γειτονιάς και των κατοίκων της. Ανάμεσα στις χιλιάδες των ανθρώπων που είχαν παρελάσει από το καφενείο τα τελευταία σαράντα χρόνια, ο Αρίσταρχος θυμόταν ότι γύρω στο τριάντα ή το τριανταπέντε σύχναζε εκεί τα απογεύματα ένας λαϊκός τραγουδιστής και οργανοπαίχτης, που μάλιστα πολλές φορές έφερνε μαζί τον τζουρά του, για δική του εξάσκηση αλλά και προς τέρψη των άλλων θαμώνων. Κάποιες φορές που δεν είχε το βράδυ να εμφανιστεί σε κάποιο κουτούκι ή γλέντι, καθόταν στον καφενέ, έπαιζε και τραγουδούσε μέχρι αργά. Ποτέ δεν είχε δεχτεί να πάρει λεφτά, είτε από τον Αρίσταρχο είτε από ρεφενέ που πήγαν κάποιες φορές να βάλουν οι πελάτες.
Ο Κώστας, έτσι λεγόταν ο ρεμπέτης του Προμπονά, νοίκιαζε ένα δωμάτιο μαζί μ' ένα φίλο του, ο οποίος όμως δεν εμφανιζόταν τόσο συχνά στο καφενείο. Απ' ό,τι θυμόταν ο Αρίσταρχος, ο άνθρωπος αυτός – Γιάγκο τον λέγανε – ήταν αγέλαστος και λιγομίλητος αλλά με λαμπερό βλέμμα. Όταν περπατούσε κούτσαινε λίγο και απ' ό,τι λέγανε τα κουτσομπολιά τη ζημιά την είχε πάθει σε κάποιον πόλεμο. Δεν θυμόταν σε ποιον, και λίγη σημασία είχε. Κανείς δε ρώταγε τότε τις λεπτομέρειες, όλοι όσοι είχαν ζήσει το δώδεκα, το δεκατέσσερα, το δεκαεπτά, το εικοσιδύο, ήθελαν απλά να τα ξεχάσουν και να κοιτάξουν μπροστά.
Ο Κώστας κι ο Γιάγκος κάποια στιγμή έπαψαν να' ρχονται. Μετακόμισαν αλλά κανείς δε γνώριζε για πού. Ήξεραν μόνο ότι ο Κώστας είχε γίνει μόνιμος σ' ένα στέκι στην Καισαριανή.
Μόνο τον καιρό της Κατοχής εμφανίστηκε κάποια φορά ο Γιάγκος. Ήταν περαστικός, κατέβαινε απ' τη Θεσσαλονίκη και θα έφευγε για το νησί όταν θα' βρισκε καράβι. Ο Αρίσταρχος τον ρώτησε μήπως ήξερε για τον Κώστα κι εκείνος απλά μουρμούρισε ότι γίνηκ' ο τζουράς μπουζούκι, μεγάλος και τρανός είχε γίνει ο Κώστας, υπονοώντας το δίχως άλλο ότι είχε ξεχάσει τους παλιούς του φίλους.
Πέρασαν κάμποσα χρόνια και κάποια μέρα ο Αρίσταρχος διαπίστωσε ότι ο τζουράς δεν είχε γίνει μπουζούκι. Το μαγικό οργανάκι του Κώστα ξαναμπήκε μια μέρα στο καφενείο. Υπήρχε. Κι ήταν ίδιο κι απαράλλαχτο. Το κρατούσε όμως κάποιος άλλος. Ένας νεαρός.
Δε χρειάστηκε να μου πει ότι ήταν ο γιος του Κώστα, είπε ο Αρίσταρχος στο Σωκράτη. Ο καφετζής το κατάλαβε από την πρώτη στιγμή. Κι όχι από κάποια τρομερή ομοιότητα στις φυσιογνωμίες πατέρα και γιου, αλλά από δύο πράγματα.
Πρώτον, από τον τρόπο που κρατούσε τον τζουρά, στο ένα του χέρι, ανάλαφρα σαν να ήταν προέκταση του σώματός του. Ίσως να είχαν κι άλλοι αυτή την εξοικείωση και άνεση, ο Αρίσταρχος πάντως τον Κώστα θυμόταν.
Δεύτερον, από τον ίδιο τον τζουρά. Το αποκλείετε όμως απλά να έμοιαζαν; απόρησε ο Σωκράτης. Δεν μπορούσε να φανταστεί τι ήταν αυτό που θα' κανε ένα μικρό μπαγλαμαδάκι να ξεχωρίζει από κάποιο άλλο. Ώσπου ο Αρίσταρχος του εξήγησε.
Ναι, ήταν ένας τζουράς όμοιος με εκατοντάδες ή χιλιάδες άλλους – στο σχήμα, στο χρώμα, στο μέγεθος, σε όλα εκτός από ένα πράγμα. Ένα σημάδι – μαρκαρισμένο πάνω στο ηχείο, μικρό αλλά χαρακτηριστικό.
Ένα σημάδι ίδιο μ' αυτό που έδειξε, σχεδόν συνωμοτικά, ο Σωκράτης στον Αρίσταρχο, στο πίσω μέρος μιας φωτογραφίας. Η στάμπα με τα τέσσερα τετράγωνα, δύο κόκκινα και δύο μπλε.
48
Ήταν ένας καινούργιος κόσμος. Και τον έβλεπε με τα μάτια του.
Δεν έβλεπε βέβαια πολλά. Μόνο όσα μπορούσε να φωτίσει κάθε φορά ο φακός της Εύας. Ούτε ήταν κάποια εντυπωσιακή θέα. Κι ακόμη, δεν μπορούσε να απολαύσει το θέαμα – ο χώρος ήταν στριμωγμένος κι ο αέρας λιγοστός και κορεσμένος.
Το σώμα του ένιωθε άβολα. Αυτό όμως δεν είχε σχεδόν καμία σημασία μπροστά στο ότι έβλεπε μια όψη της Αθήνας που δεν την είχε ποτέ φανταστεί.
Βρισκόταν μέσα σε μια στοά. Ή σε μια σπηλιά. Δεν ήταν ξεκάθαρο αν ο υπόγειος αυτός διάδρομος ήταν ανθρώπινο δημιούργημα ή φυσικός σχηματισμός. Οι διαστάσεις του ήταν ακανόνιστες, το ύψος και το πλάτος αυξομειώνονταν, χωρίς η κάθε διάσταση να περνά το ενάμισι μέτρο. Η κατά μήκος κλίση ήταν όμως ομαλή, μια απαλή κατηφόρα. Επίσης, οι στροφές του, εναλλάξ δεξιά και αριστερά, έδειχναν σαν χαραγμένες στο χαρτί, σαν σε μελέτη οδοποιίας.
Μπροστά τους υπήρχε το άγνωστο. Πίσω τους, ο μίτος της Αριάδνης, ένα κουβάρι σπάγγου που ξετυλιγόταν, με το ένα του άκρο δεμένο σε έναν πάσσαλο δίπλα στο στόμιο – στο κοίλωμα του βράχου. Ο μίτος τελείωσε. Η Εύα κοίταξε τον Παντελή και γύρισε τον φακό στο πρόσωπό του. Εκείνος, κλείνοντας τα μάτια, της έκανε νόημα να συνεχίσουν.
Προχωρούσαν σκυφτοί, κάποτε έρποντας ή γυρίζοντας στο πλάι για να χωρέσουν στα στενά σημεία. Σε αρκετά σημεία το βραχώδες τοίχωμα είχε προεξοχές που τους δυσκόλευαν ή και τους πονούσαν. Υπήρχαν όμως και μέρη όπου ήταν απίστευτα ομαλό, σαν να είχε πελεκηθεί. Αρκετές φορές η Εύα σταματούσε σε τέτοια σημεία, έστρεφε τον φακό στο πλάι και στην οροφή και τα εξέταζε με προσοχή. Δεν έδειχνε και τόσο εκστασιασμένη. Ο Παντελής υπέθεσε ότι θα είχε, ως αρχαιολόγος, πραγματοποιήσει και άλλες τέτοιες υπόγειες διαδρομές στη ζωή της.
Από το πέρασμα του χρόνου και την ιδιαίτερη, αλλά προβλέψιμη, αίσθηση του χώρου όπου βρίσκονταν, υπολόγιζαν ότι είχαν διανύσει ήδη τρεις φορές την απόσταση του μίτου. Θα το μετρούσαν αργότερα το κουβάρι, σίγουρα όμως το περπάτημα που είχαν κάνει στο εσωτερικό του λόφου ήταν πολύ λιγότερο από μισό μίλι. Ζήτημα ήταν αν είχαν ξεπεράσει τα διακόσια μέτρα. Σύντομα θα έπρεπε να πάρουν το δρόμο της επιστροφής, αν και το υπόγειο μονοπάτι παραήταν ελκυστικό για να διακόψουν τόσο νωρίς την περιήγησή τους.
Ο αεικίνητος φακός της Εύας σταμάτησε σ' ένα σημείο στ' αριστερά. Στο βράχο ήταν χαραγμένες τρεις κάθετες γραμμές, η μία πλάι στην άλλη. Το μήκος της καθεμιάς τους ήταν περίπου είκοσι εκατοστά. Τις παρατήρησαν χωρίς να πουν τίποτα. Προχώρησαν λίγο παρακάτω. Η Εύα συνέχιζε να ψάχνει δεξιά κι αριστερά, αλλά ο φακός της επέμενε στο ίδιο περίπου ύψος μ' αυτό που είχαν βρει τις κάθετες γραμμές – περίπου ένα μέτρο ψηλότερα από το δάπεδο.
Όταν ξανασυνάντησαν κάθετες γραμμές στο βράχο, ήταν κι οι δυο τους σίγουροι ότι δεν ήταν τυχαίο. Σαν να πλησίαζαν σιδηροδρομική διάβαση, το σημάδι επαναλαμβανόταν αλλά αυτή τη φορά οι τρεις γραμμές είχαν γίνει δύο. Με μεγαλύτερη σιγουριά προχώρησαν και λίγο παρακάτω εντόπισαν μια μονή γραμμή, στ' αριστερά κι αυτή και στο ύψος του ενός μέτρου από το δάπεδο.
Ο αέρας φάνηκε να λιγοστεύει κι άλλο, ο Παντελής με την Εύα όμως συνέχισαν, περιμένοντας να δουν κάτι να αλλάζει – ένα άνοιγμα, ένα βάραθρο ή κάποιο άλλο εντυπωσιακό φαινόμενο που θα δικαιολογούσε αυτή τη σήμανση με τις κάθετες γραμμές. Προχωρούσαν, κοιτάζοντας πάντα στα αριστερά τους, μέχρι τη στιγμή που η Εύα, απρόσμενα, σκόνταψε κάπου, με αποτέλεσμα να πέσει στο έδαφος.
Μαζί με την Εύα έπεσε και ο φακός, με αποτέλεσμα να σπάσει. Ο Παντελής είχε προλάβει να σταματήσει. Ρώτησε την Εύα αν είναι εντάξει – ευτυχώς ένιωθε ότι μάλλον είχε γλιτώσει το κάταγμα – και στη συνέχεια τη βοήθησε να σηκωθεί. Είχαν μπροστά τους τώρα μια δύσκολη αποστολή. Έπρεπε να γυρίσουν πίσω, περπατώντας στα σκοτεινά. Μετά από αρκετή ώρα, κατάφεραν να διανύσουν το μισό μίλι ή όση τέλος πάντων ήταν η απόσταση που χώριζε το παράξενο εξόγκωμα του εδάφους από το στόμιο αυτού του παράξενου υπόγειου διαδρόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου