Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Κεφάλαια 61 έως 66


61

Για λίγο, νοστάλγησαν τις χώρες τους.

Δεν έλειπαν οι καλοκαιρινές βροχοπτώσεις από τα μεσογειακά παράλια, ήταν όμως πιο σπάνιες απ' ό,τι βορειότερα. Το ήξεραν κι οι δυο τους, είχαν ταξιδέψει αρκετά και γνώριζαν. Δεν έπαυαν όμως να θαυμάζουν τον Κωστάλα, που ήταν τόσο νότιος όσο κι ο Παντελής με την Εύα – ίσως και λίγο πιο νότιος στη συμπεριφορά, στη γλώσσα του σώματος, στον τρόπο με τον οποίο μιλούσε τις ξένες γλώσσες – και παρ' όλα αυτά αντιμετώπιζε τον μουντό ελβετικό καιρό εκείνης της μέρας σαν να ήταν ο ορισμός του καλοκαιριού.

Ευτυχώς και οι τρεις τους, όπως και ο βοηθός του Κωστάλα που είχε ακολουθήσει το φιατάκι με το νοικιασμένο βαν στη διαδρομή από τη Ζυρίχη μέχρι τη Βέρνη, φορούσαν αδιάβροχα και μ' αυτόν τον τρόπο μπόρεσαν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να μουλιάσουν τα ρούχα τους. Πιο ευάλωτα στη βροχή αποδείχτηκαν τα χαρτόκουτα με τα οποία μετέφεραν κάποια από τα τρόφιμα από το φορτηγάκι μέχρι την πόρτα της κουζίνας. Ευτυχώς, όπως διαπίστωσαν στον έλεγχο που έκαναν μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς, οι απώλειες ήταν ελάχιστες. Το περιεχόμενο των κουτιών – καναπεδάκια και άλλα ορεκτικά – ήταν τοποθετημένο πάνω σε σκληρό χαρτονένιο δίσκο, ενώ στο εσωτερικό του σκεπάσματος υπήρχε κολλημένη λεπτή διαφανής κόλλα, κι έτσι από το νερό που μούσκεψε τα κουτιά σχεδόν ούτε σταγόνα δεν μπήκε παραμέσα. Τα κυρίως πιάτα, καθώς και τα ποτά, έμειναν εντελώς αλώβητα.

Το προσωπικό της ελληνικής πρεσβείας ήταν πολύ εξυπηρετικό και βοήθησε τους τέσσερις ανθρώπους του Πολύβιου να τακτοποιήσουν τα σκεύη, τα καμινέτα και τον υπόλοιπο εξοπλισμό τους. Ο Κωστάλας και οι τρεις συνεργάτες του είχαν έτσι την άνεση να κάνουν μπάνιο και να φορέσουν τις στολές που εκείνος είχε νοικιάσει για την περίσταση. Γιατί σ' αυτό το δείπνο-μπουφέ, πέρα από την ποιότητα των εδεσμάτων, μεγάλη σημασία είχε και η άψογη εξυπηρέτηση.

Καθώς και η ασφάλεια.

Ένα κράμα αστυνομικών και ιδιωτικών φρουρών είχε αναλάβει την προστασία της πρεσβείας και των καλεσμένων της. Οι ένστολοι ήταν ευγενικοί αλλά ενδελεχείς στον έλεγχο των πάντων, από το περιεχόμενο του βαν μέχρι τις τσέπες του Παντελή και την τσάντα της Εύας. Κάθε αυτοκίνητο που επιχειρούσε να μπει στο πάρκιν της πρεσβείας εκείνη τη βραδιά καθυστερούσε αρκετά λεπτά στην είσοδο, καθώς έπρεπε να υποστεί ένα είδος ανάκρισης από έναν αστυνομικό και έναν άντρα με πολιτικά. Η κυκλοφοριακή αναστάτωση στους γύρω δρόμους δεν αποφεύχθηκε, με αποτέλεσμα ακόμη και οι συνήθως ψύχραιμοι ελβετοί οδηγοί να αρχίσουν να κορνάρουν από την ανυπομονησία τους.

Τουλάχιστον αυτό θα έκανε τους έκτακτους συνεργάτες του Κωστάλα να νιώθουν ότι στη χώρα των ρολογιών υπήρχε κάτι που τους θύμιζε τις πατρίδες τους. Αν είχαν βέβαια το χρόνο να σκεφτούν. Διότι η μόνη τους στιγμή χαλάρωσης ήταν το ντους που έκανε ο καθένας τους, ανάμεσα στην πυρετώδη προετοιμασία και την αγχωτική ώρα της παράστασης.

Είχαν το τρακ του πρωτάρη καλλιτέχνη. Το κοινό τους δεν θα ήταν τυχαίο. Με εξαίρεση ίσως δύο ή τρία κωλύματα της τελευταίας στιγμής, όλοι οι έλληνες πρεσβευτές στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες αναμενόταν να παρευρεθούν στη συνάντηση. Είκοσι περίπου άνθρωποι δηλαδή, και άλλοι τόσοι οι πρώτοι γραμματείς των πρεσβειών, σύνολο περί τους σαράντα διπλωμάτες. Χωρίς συζύγους – πράγμα παρήγορο διότι θα σήμαινε λιγότερο ερευνητικά βλέμματα και ενδεχομένως λιγότερη προσήλωση στους τύπους, στα πρωτόκολλα και στα κομ ιλ φω τέτοιων εκδηλώσεων. Έστω και χωρίς τις συμβίες, όμως, η παρουσία του περίφημου ελληνικού εστιατορίου της Ζυρίχης – που μάλιστα έφερε το όνομα του αγαπημένου, όπως λεγόταν, φιλοσόφου του έλληνα πρωθυπουργού – έπρεπε να είναι άψογη.

Πολλώ δε μάλλον που η ομήγυρη θα συμπεριλάμβανε και ένα ακόμα πρόσωπο. Που μιλούσε αρκετά συχνά με τον πρόεδρο της κυβερνήσεως – και γι' αυτό το λόγο, καλό θα ήταν να γυρίσει στην Αθήνα με τις καλύτερες των εντυπώσεων για τον Πολύβιο.


62

Κόντευε να μείνει εικοσιτέσσερις ώρες ξάγρυπνος. Όχι μόνο εκείνος αλλά και οι άλλοι τρεις, απ' όσο γνώριζε. Εκείνος τουλάχιστον είχε ξυπνήσει από τις πέντε το προηγούμενο πρωί και είχε την εντύπωση ότι πλησίαζε το ξημέρωμα. Οι μωβ κουρτίνες δεν του επέτρεπαν να δει αν είχε ήδη χαράξει.

Η νύστα του τού θύμιζε τις φοιτητικές του πρωτοχρονιές. Και μαζί κάμποσα βράδια στη διάρκεια της θητείας του. Μόνο που τότε η αίσθηση ήταν διαφορετική, πιο ανέμελη.

Το βάρος της βραδιάς δεν ήταν αμελητέο. Οι διπλωμάτες, άψογοι στην εμφάνιση και μάλλον βλοσυροί στο ύφος, αποτελούσαν μια κρίσιμη μάζα που φόρτιζε την ατμόσφαιρα. Σ' αυτή συμπεριλαμβανόταν και ο πολιτικός τους προϊστάμενος, ένα πρόσωπο γνώριμο στον Παντελή από παλιότερα σκακιστικά απογεύματα στο πατρικό σπίτι.

Ο Παντελής τον αναγνώρισε, παρόλο που δεν τον είδε από πολύ κοντά. Ο Πίπης, όπως τον αποκαλούσε ο πατέρας του όταν αναφερόταν σ' αυτόν, σερβιρίστηκε από το απέναντι τραπέζι, συμμετρικό σ' αυτό που είχε ο Παντελής. Η φυσιογνωμία του όμως ήταν χαρακτηριστική. Ακόμα κι αν αναγνώριζε το παιδί του συμπαίκτη του – πράγμα πάντοτε αβέβαιο για σπουδαίους ανθρώπους όπως εκείνος – το φλεγματικό του ύφος δύσκολα θα άλλαζε.

Αν του επέτρεπε το περιβάλλον, ο Παντελής θα άρχιζε να δαγκώνει τα νύχια του. Η παρατεταμένη συνάντηση για κάποιο λόγο τον γέμιζε με αγωνία. Λες και από το πόρισμά της θα εξαρτιόταν το μέλλον του.

Αυτό που πραγματικά τον απασχολούσε ήταν το παρόν του. Και με την αναμονή, καθώς οι διπλωμάτες ήταν κλεισμένοι και συζητούσαν, το σκεφτόταν όλο και περισσότερο, όλο και πιο βαθιά.

Η Εύα, ένα μέρος αυτού του παρόντος, βρισκόταν στο απέναντι τραπέζι. Σχεδόν πεισματικά απέφευγε το βλέμμα του. Καλύτερα. Κοίταζε κι εκείνος αλλού, κι αυτό του επέτρεπε να αναπολήσει τη γνωριμία, τη σχέση, την ξαφνική τους επανασύνδεση, τα πολλά πρόσωπα που του έδειχνε. Ήταν η ομιλητική αρχαιολόγος, η φλογερή μεσογειακή αγαπημένη, η παθιασμένη πατριώτισσα – αγέρωχη μέσα στους αγέρωχους –, και τώρα τελευταία είχε γίνει η σκοτεινή, σιωπηλή συνοδοιπόρος, φθινοπωρινή μέσα στο λαμπρό καλοκαίρι, σχεδόν αινιγματική στην καθημερινή της συμπεριφορά.

Ο Κωστάλας, δίπλα της, ήταν η προσωποποίηση του χαμόγελου. Και όχι μόνο απόψε που έπρεπε να δείξει το καλό πρόσωπο του Πολύβιου σε υψηλά ιστάμενους. Ο άνθρωπος είχε χάρισμα. Σκόρπιζε χαμόγελα που έλεγες ότι έβγαιναν μέσα από την ψυχή του, σε στιγμές και με συχνότητα που για άλλους θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να γίνει. Αυτή τη διαχυτικότητα ο Παντελής θα ήθελε να τη δει συγκαταβατικά και να την πάρει ελαφρά. Δεν ήταν όμως εύκολο. Για τον απλό λόγο, ότι τις τελευταίες μέρες τα χαμόγελα του Κωστάλα στρέφονταν όλο και συχνότερα προς την Εύα.


63

Όπως ακριβώς το περίμενε, το τηλέφωνο χτύπησε στις δώδεκα. Άφησε στο πόδι του τον βοηθό του και έφυγε για το μεσημεριανό ραντεβού. Πρόλαβε να ρίξει και μια ματιά στο ημερολόγιο. Χαμογέλασε με την ημερομηνία – τέσσερις Αυγούστου.

Χαμογέλασε επίσης, ενώ περπατούσε στα πεζοδρόμια του κέντρου της Ζυρίχης, με τη σκέψη ότι για πρώτη φορά μετά από καιρό θα έτρωγε μεσημεριανό σε εστιατόριο κάποιου ανταγωνιστή. Δεν γινόταν όμως αλλιώς. Πρώτον διότι ήταν καλεσμένος και δεύτερον διότι στο συγκεκριμένο γεύμα – και με τους συγκεκριμένους συνδαιτυμόνες – καλό θα ήταν να μην τους δει κάποιος απ' όσους σύχναζαν ή εργάζονταν στον Πολύβιο.

Φτάνοντας στο Ντερ Λάχεντε Ρίττερ, ο Κωστάλας κοίταξε το ρολόι του και είδε, με ανακούφισή του, ότι δεν είχε αργήσει – κάθε άλλο. Ζήτησε το τραπέζι με τον αριθμό δεκατρία και το βρήκε άδειο. Κανείς άλλος δεν καθόταν εκεί. Νόμιζε ότι είχε φτάσει πρώτος, ώσπου είδε τον Πίπη να κατεβαίνει από τη σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι. Ο υπουργός τον χαιρέτισε εγκάρδια και του ζήτησε συγγνώμη γιατί έπρεπε να μείνει λίγη ώρα ακόμη με τους ανθρώπους του πανεπιστημίου της Ζυρίχης, με τους οποίους έπινε έναν καφέ στον πάνω όροφο. Του εξήγησε ότι ήταν το πανεπιστήμιο από το οποίο είχε και ο ίδιος αποφοιτήσει πριν πολλά χρόνια, και γι' αυτό η συνάντηση αυτή είχε αρκετά μεγάλη συναισθηματική σημασία γι' αυτόν.

Την ώρα που ο Κωστάλας παράγγελνε τον δικό του καφέ, έφτασε η Εύα, κρατώντας μια μάλλον βαριά τσάντα στο δεξί της χέρι. Ο Κωστάλας κοίταξε μηχανικά τριγύρω του. Η Εύα, σαν να διάβασε τη σκέψη του, τον διαβεβαίωσε ότι ο Παντελής εργαζόταν πυρετωδώς για την ολοκλήρωση των σχεδίων της μελέτης του.

Μαζί με τον καφέ του Κώστα έφτασε στο τραπέζι και ο Πίπης. Αφού έγιναν οι συστάσεις με την Εύα και δόθηκε η παραγγελία – το μενού της μέρας για τρία άτομα, και μεταλλικό νερό για όλους – η συζήτηση μπήκε κατευθείαν στην ουσία της.

Το πρώτο μέρος ήταν και το ευκολότερο. Τα ποσά ήταν δεδομένα και η μετατροπή τους σε ελβετικά φράγκα δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη δυσκολία. Η συνέχεια όμως δεν ήταν το ίδιο ομαλή.

Για την Εύα, ο Λογαριασμός 62, ο κοινός λογαριασμός που είχαν ανοίξει στη Ζυρίχη πριν από επτά χρόνια τα υπουργεία εξωτερικών της Ελλάδας και της Ισπανίας, ήταν ο μόνος φυσικός αποδέκτης των χρημάτων για τα οποία συζητούσαν. Αντί για άλλη απάντηση, ο Πίπης ανέβηκε στον πάνω όροφο και ένα λεπτό αργότερα κατέβηκε συνοδευόμενος από έναν μεσήλικα κύριο. Η Εύα τον χαιρέτησε δείχνοντας ότι τον γνωρίζει. Ο Κωστάλας αντάλλαξε χειραψία με τον άγνωστο και στη συνέχεια άκουσε τους υπόλοιπους να μιλούν στα ισπανικά, για κάμποση ώρα. Δεν καταλάβαινε τα λόγια τους αλλά μάντευε ότι ο ισπανόφωνος κύριος ήταν το ατού, με το οποίο ο Πίπης προσπαθούσε να εξηγήσει στην Εύα τον λόγο για τον οποίο ανατρεπόταν αυτό που μέχρι εκείνη την ώρα θεωρούσε βέβαιο.

Οι κουβέντες ήταν χαμηλόφωνες αλλά η ένταση μεγάλη. Τα ονόματα του βασιλικού ζεύγους της Ισπανίας αναφέρονταν αρκετά συχνά από τους συνομιλητές. Ο Κωστάλας ήταν σίγουρος ότι η αναφορά τους συνδεόταν με τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, οι οποίες ήταν ήδη γνωστές στον πολύ κόσμο. Ο ισπανός ισόβιος δικτάτορας ή καουντίγιο, ο περίφημος Φράνκο, γερνούσε και είχε αποφασίσει να φροντίσει τα της διαδοχής του. Η απόφασή του, η οποία είχε δημοσιοποιηθεί – σε μια εποχή που το δημοκρατικό κίνημα φούντωνε παράλληλα με τις εθνικιστικές διεκδικήσεις, με κίνδυνο τη δημιουργία ενός κύματος που θα σάρωνε το καθεστώς –, ήταν η επίσημη επάνοδος της συνταγματικής μοναρχίας στη χώρα μετά τον θάνατό του.

Η επίσημη αυτή δέσμευση ήταν σίγουρο ότι άλλαζε τα δεδομένα. Παρόλο που αρκετοί θα θεωρούσαν εκ προοιμίου ως ψεύτικα λόγια τις υποσχέσεις ενός δικτάτορα, πολλοί ήταν αυτοί που έβλεπαν στην πρόσφατη ανακοίνωση ένα νέο σοβαρό δεδομένο, που τους ανάγκαζε να αναθεωρήσουν αρκετά από τα σχέδια που καλλιεργούσαν για την άσκηση πίεσης στην κεφαλή του φρανκικού καθεστώτος. Τα σχέδια αυτά, σε αρκετές περιπτώσεις, ήταν διαμορφωμένα με μεγάλη λεπτομέρεια – και με τον αντίστοιχο προϋπολογισμό.

Αν και κανείς δε θα χάριζε τίποτα, κάποιοι ήταν έτοιμοι να αναστείλουν τη χρηματοδότηση των δικών τους δράσεων – και ο ισπανόφωνος κύριος εξέφραζε ακριβώς αυτή την άποψη. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσαν να ελευθερωθούν κονδύλια για κάποιες άλλες δράσεις, πράγμα που για τον Πίπη και τα δικά του σχέδια ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν.

Κανείς δε θα ζημιωνόταν. Η ελληνική πλευρά απλά θα δανειζόταν αυτά τα χρήματα και θα τα επέστρεφε στον κοινό λογαριασμό με τον νόμιμο τόκο.

Κάποια στιγμή η Εύα σταμάτησε να μιλάει. Ενδεχομένως να είχε στερέψει από επιχειρήματα. Ίσως, πάλι, να απέσυρε τις απόψεις της αρχηγού παρόντος – ο τέταρτος άνθρωπος πρέπει να ήταν γραμματέας της ισπανικής πρεσβείας, τίποτε λιγότερο. Έβαλε το κεφάλι κάτω και αφοσιώθηκε στο φαγητό της. Σύντομα τη μιμήθηκαν ο Πίπης και ο Κωστάλας. Ο ισπανός σηκώθηκε και αθόρυβα ξανανέβηκε στον πάνω όροφο. Δεν χαιρέτησε ούτε τον χαιρέτησαν – ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε λίγο αργότερα, όταν κατέβηκε τα σκαλιά συνοδευόμενος από έναν νεαρό και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.


64

Ο δεκαπενταύγουστος δεν είναι επίσημη αργία στη Ζυρίχη. Παρόλα αυτά, ο Πολύβιος εκείνη τη μέρα θα έμενε κλειστός, τηρώντας την ελληνική αυτή γιορτή. Το απόγευμα της παραμονής, ο Κωστάλας έβαλε στην πόρτα μια επιγραφή που ανακοίνωνε το επικείμενο κλείσιμο. Στη συνέχεια ανέθεσε στον Παντελή, που είχε βάρδια να κρατήσει το εστιατόριο εκείνη τη βραδιά, διάφορα καθήκοντα ρουτίνας για εκείνη τη μέρα και την επόμενη. Απ' ό,τι κατάλαβε ο Παντελής, ο Κωστάλας σκόπευε να εκμεταλλευτεί την αργία και να κάνει μια εξόρμηση εκτός πόλης.

Η Εύα είχε ελεύθερο απόγευμα και, απ' ό,τι είχε προλάβει να πει στον Παντελή όταν άλλαζαν βάρδια, σκόπευε να πάει στον κινηματογράφο. Τις τελευταίες μέρες δεν συναντιόνταν συχνά. Οι βάρδιες τους ήταν ανάποδες – ο ένας μεσημέρι, ο άλλος βράδυ και αντίστροφα. Όταν ο Παντελής ήταν σπίτι, η μόνη του σχεδόν έγνοια ήταν οι τελευταίες πινελιές στη μελέτη του. Ήδη στις 13 Αυγούστου την είχε ολοκληρώσει, ή τουλάχιστον την είχε φτάσει μέχρι ένα ικανοποιητικό σημείο για να μπορέσει να την παραδώσει. Ήταν περίεργος για το ποιος θα ήταν ο παραλήπτης, καθώς και για το ποια θα ήταν η επόμενη αποστολή του, την οποία θα τη μάθαινε και αυτή από τον άνθρωπο που θα έπαιρνε τους φακέλους του.

Ο κλειστός Πολύβιος ήταν το σημείο του ραντεβού. Ο Παντελής και ο επισκέπτης του θα είχαν όλο το εστιατόριο στη διάθεσή τους. Το συναίσθημα του Παντελή δεν ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο του εφήβου που συνειδητοποιούσε ότι για ένα εικοσιτετράωρο θα ήταν μόνος στο σπίτι.

Δυστυχώς, η έκφραση αυτή πήρε μια διαφορετική και μάλλον άσχημη έννοια όταν, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου, ο Παντελής γύριζε το κλειδί στην κλειδαριά του διαμερίσματός του.

Η πρώτη του αίσθηση ήταν ότι είχαν μπει κλέφτες. Δεν ήταν μόνο το ότι η πόρτα ήταν απλά κλεισμένη και όχι κλειδωμένη. Μπαίνοντας μέσα ο Παντελής απέκτησε πολύ σύντομα το κρύο συναίσθημα ότι έλειπαν αρκετά πράγματα. Όχι τα έπιπλα – αυτά ήταν στη θέση τους. Ούτε οι φάκελοί του, που εκείνο τον καιρό ήταν ό,τι πολυτιμότερο μετέφερε.

Επικρατούσε τάξη κι αυτό τον μπέρδεψε. Σύντομα όμως βεβαιώθηκε ότι έλειπε κάτι – για την ακρίβεια, ότι έλειπε ο άλλος ένοικος. Και μαζί απουσίαζαν και τα πράγματά του – τα ρούχα από τις ντουλάπες, τα προσωπικά αντικείμενα, όλα όσα έφερε μαζί της η Εύα από το Φιουμιτσίνο μέχρι τη Ζυρίχη, στην τρίτη περίοδο της γνωριμίας τους, που απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα εκείνο το βράδυ τερματιζόταν.


65

Ίσως ο Κωστάλας να είχε μαντέψει ότι ο Παντελής θα περνούσε δύσκολη βραδιά κι γι' αυτό να έκανε τον κατάλληλο προγραμματισμό εργασιών για τον, έως εκείνη τη μέρα, εποχιακό υπάλληλό του. Εκείνος πάντως ένιωσε ανακούφιση για το ότι η πρώτη του υποχρέωση για την ημέρα του δεκαπενταύγουστου ξεκινούσε μετά τις έντεκα το πρωί. Αυτό δεν τον βοήθησε να καταπολεμήσει τον εκνευρισμό του αλλά τουλάχιστον του έδωσε την αίσθηση ότι, όσο αργά και να τον έπαιρνε ο ύπνος, θα είχε μπροστά του ένα ανθρώπινο περιθώριο.

Ήθελε να πιαστεί από κάπου. Σκέφτηκε να ασχοληθεί με τη μελέτη του αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Φοβόταν ότι θα άρχιζε να αναθεωρεί και να διορθώνει, κι αυτό θα ήταν καταστροφικό. Στο σημείο που είχε φτάσει, η δουλειά του ήταν αυτή που ήταν. Η βελτίωση ήταν ουτοπία. Προσπαθούσε να αποσπαστεί συναισθηματικά από το έργο του, θυμίζοντας στον εαυτό του ότι επρόκειτο να το παραδώσει αλλού και άρα, κατά κάποιον τρόπο, δεν θα του ανήκε. Δεν ήταν ευχάριστη αυτή η σκέψη, ακριβώς επειδή είχε μια μεγάλη δόση αλήθειας. Ο Παντελής δεν θα ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος δημιουργός που στο ξεκίνημα της καριέρας του θα έβλεπε κάποιους άλλους να οικειοποιούνται την πνευματική του ιδιοκτησία.

Αντιστάθηκε επίσης στην ιδέα να βάλει ένα ποτό. Το ένα θα έφερνε το άλλο και δεν ήταν βέβαιος πού θα σταματούσε. Προτίμησε να μείνει στην ελπίδα, ότι η Εύα θα ξαναεμφανιζόταν, με τον ίδιο τρόπο που το έκανε πριν λίγο καιρό στην Ιταλία, απροειδοποίητα. Κάποιος λόγος σίγουρα θα υπήρχε γι' αυτή τη φυγή. Κάποια εξήγηση θα λάβαινε, σύντομα. Ίσως.

Αποκοιμήθηκε, λυτρωτικά, πριν το ξημέρωμα. Ξυπνώντας αργά το πρωί, δεν είχε διάθεση να περιποιηθεί τον εαυτό του – δεν έκανε το πρωινό του μπάνιο και δεν ξυρίστηκε. Φορώντας τα χτεσινά ρούχα – τα οποία δεν είχε καν κάνει τον κόπο να τα βγάλει πέφτοντας στο κρεβάτι – πήγε στις δουλειές που του είχε αναθέσει ο Κωστάλας. Κατά τις δύο το μεσημέρι ξεγέλασε την πείνα του με ένα κρουασάν. Στη συνέχεια πήρε υπό μάλης τους φακέλους και πήγε να ανοίξει τον Πολύβιο.

Μπροστά στην πόρτα, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του, στεκόταν ένας νεαρός με μαύρο μαλλί και μάλλον συντηρητικό ντύσιμο. Θα πρέπει να κοίταζε την πινακίδα που εξηγούσε γιατί το εστιατόριο ήταν κλειστό, ή ίσως να κοίταζε προς τα μέσα προσπαθώντας να διακρίνει αν βρισκόταν κανείς ανάμεσα στις καρέκλες, τα τραπέζια και τους πάγκους. Ο Παντελής σκέφτηκε να τον αγγίξει στην πλάτη αλλά συγκρατήθηκε και απλά του μίλησε.

Με συγχωρείτε, είπε στα αγγλικά. Ο άνθρωπος που περίμενε γύρισε, με φυσική κίνηση και χωρίς να δείχνει ξαφνιασμένος, το κεφάλι του προς το μέρος του Παντελή. Μόλις κοιτάχτηκαν χαμογέλασαν και οι δυο τους. Ο Παντελής έσπευσε να ανοίξει την πόρτα και αμέσως μόλις μπήκαν μέσα να την ξανακλειδώσει. Ενώ ο άλλος ακούμπησε το σακίδιό του σε ένα από τα τραπέζια και έβγαλε από μέσα διάφορα χαρτιά, ο Παντελής μπήκε στην κουζίνα και γύρισε μετά από λίγη ώρα με δυο φλυτζάνια καφέ. Μπήκαν κατευθείαν στη γραφειοκρατία της δουλειάς που είχαν να κάνουν. Το Πώς από δω; θα έπρεπε να περιμένει για το τέλος.


66

Ο Παντελής δεν ήξερε αν ο ενθουσιασμός του συνομιλητή του – και μελλοντικού του συναδέλφου – ήταν γνήσιος ή αν απλά επρόκειτο γι' αυτό που ήθελε ο ίδιος ν' ακούσει. Ο έπαινος πάντως ήταν ευπρόσδεκτος. Ακόμα πιο καλοδεχούμενη ήταν η διαβεβαίωση ότι η μελέτη του θα συνέχιζε το δρόμο της σε καλά χέρια. Το Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης θα αναλάμβανε να προχωρήσει τη δουλειά, στην οποία είχε αφιερώσει τους τελευταίους επτά μήνες ο Παντελής, καθώς και να αναλάβει την επίσημη υποβολή της στον διαγωνισμό, όποτε κι αν αυτός προκηρυσσόταν.

Θα χρειαστεί βέβαια να κάνω λίγη δουλειά στον περιβάλλοντα χώρο. Βλέπεις, δεν τη συνεχίσαμε ποτέ εκείνη τη συζήτηση, είπε χαμογελώντας ο Ντιέγκο. Ο Παντελής χτύπησε γελώντας το χέρι στο τραπέζι, παίρνοντας μια έκφραση τύπου Κοίτα να δεις!, και του εξήγησε το πόσο γρήγορα κύλησαν όλα, το πόσο πολύ απορροφήθηκε από τη δουλειά του – χωρίς να παραλείψει να του πει ότι τη μία και μοναδική φορά που βρήκε χρόνο, τότε που αποκλείστηκε στο αεροδρόμιο Μπαράχας, ανακάλυψε ότι ο Ντιέγκο δεν του είχε δώσει το τηλέφωνό του, παρά μόνο τη διεύθυνση.

Η κουβέντα τους επεκτάθηκε σε ανάλυση των πραγματικά πρωτότυπων στοιχείων που είχε ενσωματώσει ο Παντελής στη μελέτη του Ναού του Τάματος, και ειδικά στις καμπύλες που συναντιόνταν στην κορυφή του λόφου. Γνωρίζοντας τη χριστιανική και ιδιαίτερα την ορθόδοξη ναοδομία ο Παντελής παρέμενε κάπως επιφυλακτικός, φοβούμενος ότι η ιδέα του θα κρινόταν ως υπερβολικά τολμηρή. Ανακουφίστηκε βλέποντας ότι ο Ντιέγκο, ο άνθρωπος που ως μεταπτυχιακός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης – απασχόληση που επρόκειτο σύντομα να ξεκινήσει – θα ήταν ο κινητήριος μοχλός στην περαιτέρω επεξεργασία της μελέτης, συμμεριζόταν απόλυτα την αντίληψη του Παντελή. Για τον Ντιέγκο, ο Ναός αυτός θα αποτελούσε ένα μνημείο για τις επόμενες γενιές και, γι' αυτό το λόγο, ο αρχιτέκτονας είχε καθήκον να τον κάνει να ξεχωρίζει και όχι να μιμείται τις τετριμμένες φόρμες της παράδοσης. Ο ισπανός πίστευε ότι η Αθήνα είχε πλέον ανάγκη από μοντέρνα μνημεία που θα τόνιζαν τον σημερινό δυναμισμό της – μη παραλείποντας να τονίσει, και πάλι όπως και τότε στη Βαλένθια, τη χαμένη ευκαιρία του σταδίου Καραϊσκάκη.

Δεν έλειψαν οι παρεκβάσεις της συζήτησης, ιδίως οι αναφορές στον Γκαουντί και γενικότερα στη Βαρκελώνη. Σε κάποια στιγμή, ο Παντελής σηκώθηκε για να φέρει και δεύτερους καφέδες. Ο Ντιέγκο του ζήτησε να φτιάξει αυτή τη φορά τρεις κούπες. Περιμένουμε και παρέα, εξήγησε στον Παντελή. Πραγματικά, σε λίγη ώρα χτύπησε την πόρτα του Πολύβιου ένας μεσήλικας. Ο Ντιέγκο σήκωσε το χέρι και τον χαιρέτισε, σημάδι ότι ήταν ο άνθρωπος που περίμεναν. Ο Παντελής άνοιξε την πόρτα, χαιρετήθηκαν με χειραψία και του έκανε νόημα, λιγάκι αμήχανα, να περάσει και να καθήσει μαζί τους.

Ο Ντιέγκο έκανε τον διερμηνέα, καθώς ο άγνωστος κύριος μιλούσε μόνο γαλλικά ως ξένη γλώσσα, στα οποία ο Παντελής δεν τα κατάφερνε πολύ καλά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των καθηγητριών του στο γυμνάσιο – τα γερμανικά τον συγκινούσαν πάντα περισσότερο. Ήταν αργά το απόγευμα πλέον και η κούραση, συνδυασμένη με τον ελλιπή ύπνο της προηγούμενης βραδιάς, άρχισε να καταβάλει τον Παντελή. Έπρεπε πάση θυσία να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά και το μυαλό του σε εγρήγορση. Στις δυόμιση ώρες που μεσολάβησε από τη στιγμή που ήρθε ο μεσόκοπος ισπανός μέχρι που έφυγαν μαζί με τον Ντιέγκο, ο Παντελής γέμισε άλλες δύο φορές την κούπα του με καφέ, για να σιγουρευτεί ότι θα κατανοούσε μέχρι κεραίας τις πολύ σημαντικές πληροφορίες που αφορούσαν, όπως αποδείχτηκε, τα επόμενα δύο τουλάχιστον χρόνια της ζωής του.

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2010

Σικελική Άμυνα: Κεφάλαια 54 έως 60


ΣΙΚΕΛΙΚΗ ΑΜΥΝΑ


54

Η νύχτα θα ήταν μεγάλη.

Στο έψιλον τέσσερα των λευκών, τα μαύρα απάντησαν με γάμμα πέντε. Σημάδι, ότι ο Πίπης είχε άφθονο χρόνο για τον φίλο του. Συνήθως, οι υποχρεώσεις και των δύο, και κυρίως του Υπουργού, δεν επέτρεπαν πολύπλοκες παρτίδες. Ο Υπουργός ξεκινούσε ή απαντούσε με μια επίτηδες χαζή κίνηση, συνήθως στις στήλες άλφα ή θήτα, και το παιχνίδι δεν αργούσε πολύ να τελειώσει. 

Η σικελική άμυνα όμως ήθελε σκέψη και χρόνο. Το ίδιο και η κουβέντα τους, η οποία άλλωστε και προείχε. Ο Μίμης έπαιξε τον ίππο στο ζήτα τρία και αμέσως μετά σηκώθηκε όρθιος – και άρχισε να μιλάει.

Ανοιχτά, πια, και όχι κωδικοποιημένα όπως στο τηλέφωνο. Ο Πίπης δεν έπαιρνε και όρκο αλλά πίστευε ότι η γκαρσονιέρα της αδελφής του στην Ακαδημία Πλάτωνος πρόσφερε μεγαλύτερη ασφάλεια στις συνομιλίες απ' ό,τι το τηλεφωνικό δίκτυο. Κι αυτήν την πεποίθηση του Πίπη την ήξερε ο συμπαίκτης του, από τις προηγούμενες σκακιστικές τους συναντήσεις.

Το μόνο πρόσωπο που θα μπορούσε να ακούσει τι έλεγαν ήταν η ιδιοκτήτρια. Συνήθως όμως δεν βρισκόταν στο διαμέρισμα. Προτιμούσε – με εξαίρεση το βαρύ χειμώνα – να μένει στο άνετο σπίτι που της είχε παραχωρήσει ο αδελφός της στην Κινέτα. Έτσι, η γκαρσονιέρα έμενε ελεύθερη σαν ιδιωτικό αποκούμπι για τον Πίπη, ο οποίος φρόντιζε να πηγαίνει εκεί με το ιδιωτικό του αυτοκίνητο, χωρίς συνοδεία και συνήθως σε ώρες που ελάχιστοι κυκλοφορούσαν στους δρόμους και τους διαδρόμους – και άρα η πιθανότητα αναγνώρισής του ήταν μικρή.

Για τα επόμενα δέκα λεπτά, ο Μίμης περιέγραφε τις τελευταίες εξελίξεις στον φίλο του, ο οποίος τον άκουγε με το βλέμμα του στη σκακιέρα. Θα έλεγες ότι αδιαφορούσε για την αφήγηση του Μίμη και επεξεργαζόταν στο μυαλό του την επόμενη κίνηση – η αλήθεια ήταν όμως ότι αυτός ήταν ο τρόπος με τον οποίο συγκεντρωνόταν στο περιεχόμενο αυτών που έλεγε ο συνομιλητής του, και όχι στις χειρονομίες ή τις εκφράσεις του προσώπου του.

Την έχει άσχημα, είπε μέσα του ο Πίπης όταν ο Μπούσουλας τελείωσε την εξιστόρηση των γεγονότων. Φυσικό ήταν. Η Φροντιέρρα δεν είχε ενημερώσει λεπτομερώς για τις εργασίες της. Όπως δυστυχώς κάνουν πολλοί από τους εξειδικευμένους επαγγελματίες (συνήθως από ανασφάλεια μη τυχόν και τους κλέψει κανείς τα εμπορικά μυστικά), η ισπανική εταιρεία θεώρησε περιττό να δώσει λογαριασμό σχετικά με τον εξοπλισμό που θα χρησιμοποιούσε αλλά και με τον προγραμματισμό των ερευνών της. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το γεωτρύπανο έβγαζε μάτι. Όχι μόνο εξαιτίας του μεγέθους του, για το οποίο κανείς στην Αθήνα (αλλά ούτε και στη Μαδρίτη) δεν είχε ενημερωθεί, αλλά και επειδή απ' όλες τις μέρες της άνοιξης οι καταλανοί ειδήμονες επέλεξαν τη Μεγάλη Παρασκευή για να αρχίσουν τις εργασίες τους.

Τα νέα δεν άργησαν να διαδοθούν, μέσα από ένα πυκνό δίκτυο που συνέδεε ενορίες και οργανώσεις και έφτανε μέχρι και την Αρχιεπισκοπή. Το σκάνδαλο δε θα αργούσε να ξεσπάσει – και οι συνέπειες θα ήταν δύσκολο να ελεγχθούν. Το μόνο πράγμα που θα μπορούσε να ματαιώσει αυτήν την εξέλιξη θα ήταν μια κίνηση καλής θέλησης από την πλευρά της τράπεζας. Αυτή ήταν η επιθυμία του Πρωθυπουργού, που τη μετέφερε ο Γενικός στον Χρήστου και τον Μπούσουλα το προηγούμενο πρωί, δίνοντάς τους προθεσμία είκοσι τεσσάρων ωρών για να του προτείνουν ποια, κατά τη γνώμη τους, θα ήταν αυτή η κίνηση.

Ο Χρήστου είχε κάνει σαφές ότι θα προσπαθούσε να σώσει το δικό του τομάρι και γι' αυτό απέρριψε την πρόταση του Μπούσουλα να κάτσουν να συζητήσουν και να τηρήσουν κοινή στάση. Ο Μίμης ήταν πικραμένος αλλά καταλάβαινε ότι η θέση του Υποδιευθυντή του, ως ανώτερου στην ιεραρχία, ήταν δύσκολη. Ήξερε επίσης ότι από λίγους ανθρώπους θα είχε αυτή τη στιγμή να περιμένει κάποια βοήθεια. Σίγουρα όχι από τον δυσεύρετο Υπηρεσιακό Παράγοντα. Γι' αυτό και στράφηκε στον Πίπη.

Ποια θα ήταν λοιπόν η κίνηση; Ο Γενικός είχε πετάξει το μπαλάκι στους άλλους. Θεωρητικά θα ήταν πολύ εύκολο να καρατομήσει έναν ή και δύο κατώτερούς του. Είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει. Ο Χρήστου όμως, όπως και ο Μπούσουλας, ήταν σημαίνοντα και γνωστά στελέχη. Δεν φοβόταν κάποια αντεπίθεση από μέρους τους αλλά τον απασχολούσε πολύ το ενδεχόμενο σκανδάλου και αναταραχής, ακόμα και εσωτερικής, σε μια περίοδο που η Τράπεζα – όπως και όλες οι ανταγωνίστριές της – προσπαθούσε ακόμα να βρει τις ισορροπίες της απέναντι στο νέο καθεστώς και στο αβέβαιο διεθνές περιβάλλον που κάποια στιγμή, ήταν βέβαιο, θα επηρέαζε αρνητικά και την ελληνική οικονομία. Ο Γενικός δεν ήθελε κλυδωνισμούς – όχι εκείνη την εποχή. Οτιδήποτε γινόταν λοιπόν θα έπρεπε να είναι εύσχημο.

Στο μυαλό του Πίπη τα πράγματα ήταν ξεκάθαρα. Ο Μπούσουλας και ο γιος του έπρεπε να φύγουν από τη μέση. Από μόνοι τους, διότι διαφορετικά θα φρόντιζαν άλλοι να τους βγάλουν.

Για τον Μίμη, ο προσφορότερος δρόμος διαφυγής ήταν η πρόωρη συνταξιοδότηση, και μάλιστα με επίκληση λόγων υγείας. Τυπικά, τίποτα δεν θα εμπόδιζε μια ένορκη διοικητική εξέταση να στραφεί εναντίον ενός συνταξιοδοτημένου υπαλλήλου, στην πράξη όμως τα ζητήματα υγείας αποτελούσαν μια καλή ασπίδα. Εγκαταλείποντας το πόστο του στην Τράπεζα, ο Μίμης θα βοηθούσε τον Γενικό να στείλει το μήνυμα που χρειαζόταν.

Ο Πίπης, επιπλέον, του πρότεινε να μετακομίσει κάπου αλλού όταν θα' βγαινε στη σύνταξη. Πηγαίνοντας σε έναν ξεχασμένο τόπο, θα ελάττωνε σημαντικά τις πιθανότητες να αποτελέσει θύμα κάποιου από τους ανεξέλεγκτους θερμοκέφαλους που τριγύριζαν εκείνα τα χρόνια στην Αθήνα – με την κάλυψη του καθεστώτος – και ξεκαθάριζαν λογαριασμούς με τρόπο επώδυνο και τελεσίδικο.

Οι αλλαγές αυτές θα έπρεπε να γίνουν όσο το δυνατόν συντομότερα. Μέχρι το τέλος Μαϊου, πρότεινε ο Πίπης. Σε κάποιον άλλο αυτή η προθεσμία θα φαινόταν βουνό. Στον Μίμη όχι. Και όχι μόνο επειδή ήταν μαθημένος από την επαγγελματική του σταδιοδρομία – την οποία θα αναγκαζόταν να τερματίσει πρόωρα – να τηρεί τις προθεσμίες και να παίρνει γρήγορες αποφάσεις. Αλλά κυρίως γιατί οι δικές του αλλαγές δεν ήταν τίποτα μπροστά σ' αυτές που πρότεινε ο Πίπης για το γιο του.

Η παρτίδα θα κρατούσε πολύ ακόμα.


55

Η πτήση από το Παλέρμο της Σικελίας θα είχε καθυστέρηση μιας ώρας. Αυτό ανακοίνωσαν τα μεγάφωνα στο αεροδρόμιο του Φιουμιτσίνο, την ώρα που η Εύα κατέβασε το ακουστικό του κερματοδέκτη. Τα νέα που άκουσε στο τηλέφωνο σήμαιναν – για τη ζωή της καθώς και για εκείνες μερικών ακόμη ανθρώπων – πολύ περισσότερα απ' όσο σήμαινε για την Αλιτάλια και κάποιους επιβάτες της η εξηντάλεπτη αναστάτωση.

Η παρουσία της στην Αθήνα, καθώς και η αποστολή της Φροντιέρρα, είχαν ολοκληρωθεί λίγες μέρες νωρίτερα. Όλα είχαν τελειώσει στην ώρα τους. Ο Ντεφλόρ, ο Μορένο και ο Καρντενάλ δήλωναν απόλυτα ικανοποιημένοι από τη δουλειά που είχε γίνει στη θεμελίωση. Αλλά και οι αρχαιολογικές της έρευνες, με τα υπόγεια ευρήματα στα Τουρκοβούνια, είχαν προχωρήσει κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά. Με την περίφραξη της δεσμευμένης έκτασης και την επιστροφή του γεωτρύπανου με φορτωτική προς Βαρκελώνη έκλεινε αυτός ο προπαρασκευαστικός κύκλος.

Το τηλεφώνημα της Εύας προς τον κύριο Κάρλος, επομένως, δεν θα ήταν τίποτα παραπάνω από μια τυπική διαδικασία. Έτσι πίστευε εκείνη, γι' αυτό και ξαφνιάστηκε απ' όσα της είπε, ανέκφραστη και μονότονη όπως συνήθως, η φωνή από τη Μαδρίτη.

Οι τρεις μηχανικοί θα συνέχιζαν μόνοι τους το ταξίδι προς τη Βαρκελώνη. Αντίθετα, η Εύα θα έπρεπε να τους εξηγήσει ότι είχε κάποιο πρόβλημα το εισιτήριό της και θα γύριζε αργότερα. Το πόσο αργότερα, θα έπρεπε να το αφήσει ανοιχτό – εκείνοι γνώριζαν να είναι διακριτικοί όταν το απαιτούσαν οι περιστάσεις.

Το επόμενο απόγευμα, την Εύα θα την περίμενε ένας φάκελος στη ρεσεψιόν ενός παλιού ξενοδοχείου στην Πιάτσα Μπαρμπερίνι. Για εκείνη τη βραδιά θα έπρεπε να αναζητήσει ένα οποιοδήποτε άλλο ξενοδοχείο.

Η Εύα ήταν αβέβαιη για το αν η περιπέτεια που μόλις άρχιζε θα έβγαινε σε καλό. Τόσο για εκείνη προσωπικά όσο και για την υπόθεση που υπηρετούσε. Η τελευταία ανατροπή αναζωπύρωσε τις αμφιβολίες της για το κατά πόσο αυτή η υπόθεση βρισκόταν σε καλά χέρια. Και για το κατά πόσο το προαιώνιο δόγμα, ότι ο δρόμος περνάει μέσα από τη Μαδρίτη, ήταν τελικά πιο αποτελεσματικό από την τακτική που ακολουθούσαν, όλο και πιο έντονα τα τελευταία χρόνια, κάποιοι πραγματικά αγέρωχοι από το Μπιλμπάο και τον Άγιο Σεβαστιανό.


56

Οι Φραγκήδες και οι άλλοι συγγενείς και φίλοι ξαφνιάστηκαν όταν είδαν τον άντρα της Σωτηρίας να καταφθάνει στο νησί Ιούνιο μήνα. Ήταν πολύ νωρίς για τις θερινές του διακοπές, και όμως η εμφάνισή του ήταν όσο πιο καλοκαιρινή μπορούσε να γίνει – με βερμούδα, καπέλο και κοντομάνικη μπλούζα – κι ακόμη, φαινόταν χαλαρός και ανέμελος όσο ποτέ.

Ίσως επειδή ήταν μόνος του. Η Σωτηρία θα ερχόταν κι αυτή, αλλά κανα-δυο βδομάδες αργότερα. Κανα-δυο βδομάδες; Μα τόση ήταν συνήθως η συνολική διάρκεια παραμονής των Μπουσουλαίων στο νησί. Πόσο περισσότερο καιρό θα έμεναν φέτος; Μήπως είχαν κερδίσει κάποιο λαχείο;

Το ερώτημα αυτό δεν διατυπωνόταν μόνο ρητορικά. Σε αντίθεση με την καθιερωμένη φιλοξενία του Μίμη και της Σωτηρίας στην κύρια κατοικία του Φραγκή στο χωριό, φέτος ο Μίμης έκλεισε δωμάτιο σε ξενοδοχείο, και μάλιστα σε ένα από τα ακριβότερα, κοντά σε μία από τις λίγες οργανωμένες παραλίες του νησιού.

Τα μεσημέρια έτρωγε με το Φραγκή, το απόγευμα έπινε καφέ με φίλους, το βράδυ όμως και μέχρι και το επόμενο μεσημέρι ο χρόνος ήταν όλος δικός του. Χαλάρωνε πίνοντας το κρασί του δίπλα στη θάλασσα καθώς σουρούπωνε, έκανε το μπάνιο του στη θάλασσα κάθε πρωί πριν μαζευτεί ο πολύς ο κόσμος – και μ' αυτόν τον τρόπο, μέρα με τη μέρα, το μυαλό του καθάριζε και η διάθεσή του έφτιαχνε.

Η ηρεμία που σταδιακά αποκτούσε τον βοηθούσε να οργανώσει τη μελλοντική του ζωή. Ο χειμώνας στην επαρχία, και ιδιαίτερα σε ένα νησί, ήταν δύσκολος. Το μακρύ καλοκαίρι που είχε μπροστά του θα τον βοηθούσε να προετοιμαστεί με άνεση χρόνου, αλλά και να απολαύσει το ξεκίνημα αυτής της καινούργιας φάσης.

Μέχρι την άφιξη της Σωτηρίας ο Μίμης είχε εντοπίσει τρία υποψήφια σπίτια για να κατοικήσουν οι δυο τους. Είχε επίσης εξηγήσει στους συγγενείς και τους φίλους του ότι οι Τράπεζες, και ειδικότερα η δική του, είχαν μια αρκετά ευέλικτη πολιτική συνταξιοδότησης – αφήνοντας να εννοηθεί ότι η δική του πρόωρη έξοδος από την ενεργό υπηρεσία ήταν ένα είδος επιβράβευσης για τη σταδιοδρομία του. Και, στην εύλογη απορία των πιο δικών του ανθρώπων, γιατί δεν τους είχε πει νωρίτερα για τα σχέδιά του, έδωσε μια απάντηση φυσική και σύμφωνη με την εικόνα που είχαν οι άλλοι για τον επιφυλακτικό και μετρημένο χαρακτήρα του: δεν ήθελε να ανακοινώσει τίποτα πριν να σιγουρευτεί.

Ήταν νωρίς για να καταλάβει πώς ένιωθε για την αλλαγή που ήταν υποχρεωμένος να επιφέρει στη ζωή του. Ακόμη και όταν, δύο μήνες αργότερα, ολοκληρώθηκε η μετακόμιση του νοικοκυριού τους, δεν είχε πλήρως συνειδητοποιήσει ότι έπαψε πια να είναι κάτοικος πρωτευούσης. Τουλάχιστον, όμως, ο Μίμης είχε εξασφαλίσει ότι γύρω του θα είχε συγγενείς και φίλους που, αν μη τι άλλο, τον θαύμαζαν για την επιτυχημένη σταδιοδρομία του και, σε μια εποχή που ακόμη το νησί δεν είχε αρχίσει να παίρνει τα πάνω του, θεωρούσαν τιμητικό και ιδιαίτερα αισιόδοξο ένας αθηναίος να έρθει και να εγκατασταθεί ανάμεσά τους. Και πέρα απ' αυτό, οι νησιώτες ήταν περήφανοι και για τον μονάκριβο γιο του Μίμη και της Σωτηρίας, που – σύμφωνα με όσα υπαινίχθηκε ο Μίμης, χωρίς και πάλι να μπει σε λεπτομέρειες – είχε το μεγάλο προνόμιο να ξεκινά την καριέρα του αναλαμβάνοντας το ένα έργο μετά το άλλο στις προηγμένες χώρες του εξωτερικού.


57

Στο κουπέ του εξπρές για τη Ρώμη, ο Παντελής δεν άργησε να αποκοιμηθεί. Είχε άμεση ανάγκη να το κάνει, για να αναπληρώσει τον ύπνο που έχασε ξαγρυπνώντας στο κατάστρωμα του Τιντορέττο. Ο απογευματινός ρεμβασμός, που ξεκίνησε λίγο μετά την αναχώρησή του από την Πάτρα, εξελίχθηκε σε αϋπνία, καθώς ο νεαρός αρχιτέκτονας αναρωτιόταν για όσα είχαν πρόσφατα συμβεί αλλά και για το περιεχόμενο και το σκοπό της νέας του αποστολής που μόλις άρχιζε.

Το μόνο σημείο επαφής που είχε στην ιταλική πρωτεύουσα ήταν η διεύθυνση ενός βιβλιοπωλείου στη Βία Βένετο. Του την είχε δώσει ο πατέρας του, λίγο πριν φύγει για τις παρατεταμένες διακοπές που θα αποτελούσαν το πρελούδιο της αιφνίδιας συνταξιοδότησής του. Του είχε πει απλά ότι εκεί θα ζητούσε έναν φάκελο στο όνομά του. Λεπτομέρειες δεν του είχε αναφέρει, ίσως γιατί κι ο ίδιος δεν ήξερε. Του ζήτησε μόνο, κάθε Κυριακή απόγευμα, στις επτά ώρα Ελλάδος, να του τηλεφωνεί στο τηλεπικοινωνιακό πρακτορείο του νησιού – και να ζητάει τον ίδιο, όχι τη μητέρα του ή τον θείο Φραγκή ή κάποιον άλλο τρίτο. Του ζήτησε επίσης να μην κάνει κουβέντα για το νέο αυτό επαγγελματικό ταξίδι σε κανέναν άλλο, και σίγουρα όχι στην Κατερίνα και το Γρηγόρη, που θα τους συναντούσε στην Πάτρα του Αγίου Πνεύματος, λίγο πριν την αναχώρησή του. Ο Μίμης άφησε στην ευχέρεια του γιου του να επινοήσει έναν καλό λόγο για τον οποίο θα έφευγε καλοκαιριάτικα για Ιταλία.

Ο Παντελής δε δυσκολεύτηκε να βρει δικαιολογία. Η αγαπημένη του ξαδέρφη ήξερε ότι υπήρχε κάποια γνωριμία από το ταξίδι στη Βαρκελώνη. Δεν του πήγαινε βέβαια να της πει ψέματα για κάτι προσωπικό, δεν μπόρεσε όμως να σκεφτεί κάτι καλύτερο – και έτσι, με βαριά καρδιά είπε ένα παραμύθι για δήθεν εκδρομή με την αγαπημένη του στα αλπικά τοπία της βόρειας Ιταλίας, που τώρα το καλοκαίρι θα ήταν πανέμορφα και, το κυριότερο, προσβάσιμα χωρίς χιόνια και χωρίς την χειμωνιάτικη πολυκοσμία.

Η αλήθεια είναι ότι ο Παντελής ένιωθε μεγάλη αβεβαιότητα για τη συνέχεια της σχέσης του με την Εύα. Κατά την παραμονή της στην Αθήνα πέρασαν αρκετό καιρό μαζί. Εκείνος όμως ένιωθε όμως έντονη πάνω τους τη σκιά των ανθρώπων της Φροντιέρρα, που έδειχναν να είναι πανταχού παρόντες. Στον αποχαιρετισμό τους στο Ελληνικό δεν είπαν τίποτα για τη συνέχεια, δεν έδωσαν – δεν μπορούσαν να δώσουν – καμία υπόσχεση. Όταν ο Παντελής έμαθε ότι θα πήγαινε στην Ιταλία για να μαζέψει υλικό για την πρωτοβυζαντινή ναοδομία – στοιχεία της οποίας, σύμφωνα με όσα του είπε ο πατέρας του, επικαλούμενος τις πηγές του στο Υπουργείο Παιδείας, θα έπρεπε να ενταχθούν στη σχεδιαστική φιλοσοφία του ναού του Τάματος – πήρε τηλέφωνο την Εύα στο σπίτι της και στο γραφείο της για να της ανακοινώσει τα νέα. Δεν τη βρήκε σε κανέναν από τους δύο αριθμούς.

Όταν έφτασε, κουρασμένος από το μακρύ ταξίδι, στο διαμέρισμα του Φιουμιτσίνο και ξεκλείδωσε την πόρτα – με το κίτρινο κλειδί που ήταν στο φάκελο της Βία Βένετο – ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Στο δυάρι του πρώτου ορόφου όλα ήταν ήσυχα, με εξαίρεση μια απαλή ανάσα που ακουγόταν από το υπνοδωμάτιο. Ο Παντελής ήξερε, από τις οδηγίες του φακέλου, ότι θα είχε συγκάτοικο. Από την περιέργεια να τον δει, άναψε το φως του δωματίου. Η πρώτη του έκπληξη ήταν ότι αυτός ο συγκάτοικος ήταν γυναίκα. Η δεύτερή του έκπληξη ήταν ότι, όπως ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα, με το δεξί της χέρι σαν προσκέφαλο, έμοιαζε με την Εύα. Την παρατήρησε για λίγο. Στο πρώτο μισό λεπτό εξακολουθούσε να έχει κάποιες αμφιβολίες – φοβόταν τον κακό συνδυασμό της κούρασής του με τα έντονα αισθήματά του. Αμέσως μετά ξάπλωσε δίπλα της και την αγκάλιασε.


58

Ο βοηθός του Κωστάλα σκούπισε σ' ένα πατσαβούρι το μαχαίρι με το οποίο μόλις είχε κόψει το τυρί φέτα για το κολατσιό του και άνοιξε τον φάκελο που μόλις είχε φέρει ο ταχυδρόμος. Παραλήπτης ήταν το εστιατόριο Πολύβιος, απρόσωπα. Ένδειξη αποστολέα δεν υπήρχε στο φάκελο. Έβγαλε το γράμμα από το φάκελο, το ξεδίπλωσε και άρχισε να διαβάζει. Ήταν γραμμένο στα γερμανικά και μάλιστα με επίσημο τρόπο. Την προσφώνηση Αξιότιμε κύριε Κωστάλα την κατάλαβε, δεν μπορούσε όμως να πει το ίδιο για κάποιες από τις πολυσύλλαβες λέξεις του κυρίως κειμένου. Αυτό που επίσης δεν μπορούσε να καταλάβει ήταν: γιατί ένα γράμμα από την ελληνική πρεσβεία (αναγνώρισε το Γκρίχισε Μπότσαφτ στο πάνω αριστερό μέρος του γράμματος), απευθυνόμενο σε έλληνα, έπρεπε να γραφτεί στα γερμανικά;

Εν πάση περιπτώσει, αυτά αφορούσαν τον Κωστάλα. Εκείνος θα διάβαζε ούτως ή άλλως το γράμμα αργότερα και θα έκανε τις όποιες συνεννοήσεις. Ο βοηθός του το ξανάβαλε στο σκισμένο φάκελο και το ακούμπησε στο τραπεζάκι που χρησίμευε για γραφείο. Αυτά που χρειαζόταν τα ήξερε ήδη. Και δεν τον χαροποιούσαν ιδιαίτερα.

Για τον απλούστατο λόγο ότι η υποστήριξη μιας συγκέντρωσης περίπου πενήντα ατόμων – δηλαδή η προετοιμασία, η μεταφορά και το σερβίρισμα γευμάτων, ποτών και επιδορπίων για ένα μάτσο διπλωμάτες, και μάλιστα στη Βέρνη – θα σήμαινε απίστευτα περισσότερη δουλειά για όλους, με ασφυκτική προθεσμία και υψηλές ποιοτικές απαιτήσεις. Και όσο για τα λεφτά – ήθελε να πιστεύει ότι αυτή τη φορά ο Κωστάλας θα έδειχνε μεγαλύτερη γενναιοδωρία. Δυστυχώς το παρελθόν δίδασκε ότι το αφεντικό τους, ακριβοδίκαιος και ξηγημένος άνθρωπος κατά τα άλλα, δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμος να δώσει σε όλους κατιτί παραπάνω όταν έρχονταν τέτοιες δουλειές που αύξαναν σημαντικά το τζίρο. Η φιλοσοφία του ήταν ότι του εστιάτορα το πιάτο ήταν κάτι σαν του κυνηγού, αβέβαιο και περίπου έρμαιο των διακυμάνσεων της ζήτησης, των προτιμήσεων, του ανταγωνισμού… Η πραγματικότητα μάλλον διέψευδε αυτή την απαισιοδοξία αλλά παρόλα αυτά ο Κωστάλας δήλωνε ότι είχε σαν αρχή του να βάζει λεφτά στην άκρη για τις δύσκολες ώρες παρά να δίνει πρόωρα δώρα στους συνεργάτες του.

Το σίγουρο ήταν ότι, όσο κι αν έστυβε το αφεντικό τους εργαζομένους του, η συγκεκριμένη δουλειά θα απαιτούσε πρόσθετα χέρια. Και γι' αυτό χαιρόταν, αισιοδοξώντας ότι ο Κωστάλας θα έδινε μερικά μεροκάματα και στο ανιψάκι του. Του είχε μιλήσει παλιότερα για τον μικρό και είχε αποσπάσει μια φράση που ισοδυναμούσε στ' αυτιά του με υπόσχεση: Φέρ'τον όταν θα ξανά'χουμε έκτακτη δουλειά. Ήταν μάλιστα έτοιμος να τον πάρει τηλέφωνο και να του πει να ετοιμάζεται. Συγκρατήθηκε όμως – σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να το επιβεβαιώσει με τον Κωστάλα, ότι μπορεί από τότε μέχρι σήμερα να άλλαξαν τα δεδομένα, ότι τέλος πάντων ο Κωστάλας μπορεί να είχε διάφορα ελαττώματα αλλά δεν θα ήταν σωστό να τον φέρει προ τετελεσμένου ή να τον εξαγριώσει με μια τέτοια έκπληξη.

Τελικά η έκπληξη ήταν όλη δική του. Δηλαδή του βοηθού. Διότι, πριν προλάβει να αρθρώσει λέξη στον Κωστάλα όταν τον είδε το μεσημέρι, τον άκουσε να του μιλά ο ίδιος για το δείπνο της πρεσβείας. Προφανώς είχε ενημερωθεί τηλεφωνικά από νωρίτερα και γι' αυτό δεν περίμενε να διαβάσει το τυπικό γράμμα – το οποίο άλλωστε, όσο καλό φροντιστήριο και αν του έκανε η κυρία Μπεάτε (και σ' αυτή τη σκέψη χαμογέλασε μηχανικά), και ο ίδιος θα δυσκολευόταν να αναγνώσει, δεν ήξερε δα και τα άπταιστα γερμανικά. Η έκπληξη όμως δεν ήταν το ότι γνώριζε, αλλά το ότι είχε ήδη κλείσει δύο έκτακτους συνεργάτες που θα βοηθούσαν στην προετοιμασία του μεγάλου δείπνου.


59

Οι γνώσεις της Εύας για την πρωτοβυζαντινή ναοδομία ήταν γενικές – τόσο, όσο θα ήταν οι γνώσεις των γεωτεχνικών της Φροντιέρρα για τα εκτός εξειδίκευσής τους θέματα πολιτικού μηχανικού, όπως τα υδραυλικά και τα συγκοινωνιακά. Γι' αυτήν, ο ναός του Αγίου Βιταλίου στη Ραβέννα δεν ήταν στην ουσία παρά ένα ενδιαφέρον αξιοθέατο. Και δεν ήταν καν στη δική της πόλη, όπως ήταν το Τιμπιντάμπο στη Βαρκελώνη – έτσι ο ρόλος της ως ξεναγού για τον Παντελή σ' αυτό το βυζαντινό μνημείο ήταν περίπου μηδενικός.

Τον Παντελή μπορεί να τον παραξένευε λίγο αυτό, όπως και η όλη σύμπτωση του να ξαναβρεθεί με την Εύα και μάλιστα στα μισά του δρόμου, αλλά αν έλεγε ότι τον πείραζε θα ήταν ψέματα.

Η Εύα, πάλι, απ' ό,τι έλεγε στον Παντελή, δεν έβρισκε τη Ραβέννα ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα όσον αφορά τις δικές της επιστημονικές αναζητήσεις. Απορούσε, μάλιστα, κι εκείνη όπως κι ο Παντελής, πώς και δεν τους έστειλαν στην άλλη άκρη της ιταλικής επικράτειας, στην Καλαβρία και τη Σικελία. Θα φαινόταν φυσικότερη μια τέτοια επιλογή. Η νότια Ιταλία ήταν για πολλούς αιώνες βυζαντινή κτήση και, παρόλο που δεν είχε κάποιο βυζαντινό μνημείο εξίσου γνωστό με τον Άγιο Βιτάλιο, το υλικό που θα έβρισκε εκεί ο Παντελής θα ήταν περισσότερο ενδιαφέρον και χρήσιμο στο σύνολό του. Κι όσο για την καταλανική ιστορία, το βασίλειο των Δύο Σικελιών, από το οποίο εξαρτώνταν έμμεσα και οι Αλμογκάβερς που κυριάρχησαν στην Αθήνα μεταξύ 1311 και 1388, δεν ήταν τίποτε άλλο από τη μετεξέλιξη της άλλοτε Μεγάλης Ελλάδος και των μετέπειτα βυζαντινών κτήσεων στην ίδια περιοχή.

Σε αντίθεση όμως με τον Παντελή, η Εύα γνώριζε ποιος ήταν ο επόμενος σταθμός τους. Αν και θεωρητικά τίποτα δεν θα τους εμπόδιζε να πάνε πρώτα νότια και μετά προς βορρά, ήταν προφανές ότι το ανέβασμα από τη Ρώμη στη Ζυρίχη είχε αποφασιστεί να γίνει μέσω μιας απλούστερης διαδρομής. Και η θέση της Ραβέννας, σε αντίθεση με αυτή της Σικελίας, ήταν ιδανική για την πραγματοποίηση μιας ενδιάμεσης στάσης που θα είχε και κάποιο εύλογο περιεχόμενο για το αντικείμενο του Παντελή.

Αυτό που ούτε η Εύα γνώριζε ήταν η ταυτότητα του προσώπου που θα τους μετέφερε στη Ζυρίχη. Το μόνο που ήξερε ήταν ότι ένα συγκεκριμένο πρωί, ανάμεσα στις οκτώ και οκτώμιση, θα εμφανιζόταν στο απέναντι πεζοδρόμιο από το ξενοδοχείο τους ένα Φίατ πεντακοσάρι, χρώματος κρεμ, με ελβετικές πινακίδες. Έτσι και έγινε. Μέσα σε μισή ώρα από την άφιξη του αυτοκινήτου, η Εύα και ο Παντελής είχαν μεταφέρει με επιμέλεια όλες τις αποσκευές τους στο πίσω κάθισμα και το μικρό πορτ-μπαγκάζ, είχαν τακτοποιήσει το λογαριασμό τους και έβλεπαν τον οδηγό, με τον οποίο είχαν απλώς ανταλλάξει ένα Γεια, να βάζει μπρος τη μηχανή και να βγαίνει στη λεωφόρο που οδηγούσε προς την Αουτοστράντα. Μόλις πέρασαν από τα διόδια, ο οδηγός έβγαλε τα μαύρα γυαλιά και τους συστήθηκε.

Μάι νέιμ ιζ Κώστας. Κώστας Κωστάλας. Και, για να μη νομίσουν ότι είχαν δίπλα τους τον επίδοξο Τζέιμς Μποντ, ο Κώστας άρχισε να γελάει, αρκετά δυνατά ώστε να ακούγεται πάνω από το θόρυβο της μηχανής και του αυτοκινητοδρόμου. Παρά την προσπάθεια του οδηγού να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα, η αμηχανία των συνεπιβατών στο Φίατ μειώθηκε ελάχιστα, ίσα ίσα ώστε να μπορέσουν να του συστηθούν κι εκείνοι, η Εύα στα αγγλικά και ο Παντελής στα ελληνικά. Ο Κωστάλας αν μη τι άλλο ήταν έξυπνος, τόσο ώστε να καταλάβει ότι το αστείο του δεν είχε καταφέρει να σπάσει τον πάγο. Προτίμησε λοιπόν, μέχρι να φτάσουν στα ιταλοελβετικά σύνορα, τη σιωπή, διανθισμένη από τα τραγούδια που μόλις ακούγονταν μέσα από το ξεψυχισμένο ραδιόφωνο, ταλαιπωρημένο κι αυτό όσο και το υπόλοιπο αμάξι.


60

Το διαμέρισμα που τους έδωσαν ήταν μάλλον μικρό και σκοτεινό. Δεν είχε μπαλκόνι και τα μοναδικά του παράθυρα, ένα στο υπνοδωμάτιο και ένα στην κουζίνα, δεν έβλεπαν στην πρόσοψη αλλά σε έναν περίκλειστο ακάλυπτο χώρο. Αν μη τι άλλο το βρήκαν καθαρό και η πολυκατοικία ήταν σε καλή κατάσταση. Κανείς από τους δυο τους δεν ήταν φοβερά καλομαθημένος, άλλωστε. Θα το συνήθιζαν εύκολα. Ήταν καλοκαίρι, οι μέρες ήταν μεγάλες και συνήθως ηλιόλουστες κι αυτό πίστευαν ότι θα αντιστάθμιζε την οποιαδήποτε άβολη κατάσταση. Έτσι έλεγαν ο ένας στον άλλο, αυτό επαναλάμβανε και ο Παντελής στους σιωπηρούς διαλόγους του με τον εαυτό του.

Δυσκολευόταν πάντως να πειστεί για το πόσο αναγκαίο ήταν να δουλέψουν, αυτός και η Εύα μαζί, στο εστιατόριο Πολύβιος σαν έκτακτοι βοηθοί αυτού του περίεργου τύπου που άκουγε στο όνομα Κώστας Κωστάλας. Τα μάτια του κόσμου δεν θα καταλάβαιναν τη διαφορά αν η βοήθεια ήταν εικονική, ας πούμε ένα δίωρο κάθε μέρα. Ο πρεβεζάνος όμως τους είχε να δουλεύουν κανονικό μεροκάματο, και μάλιστα σε ξεχωριστές βάρδιες, τα μεσημέρια η Εύα και τα βράδια ο Παντελής. Επέστρεφε αποκαμωμένος στο διαμέρισμα γύρω στα μεσάνυχτα και αναλογιζόταν πού θα βρει την ενέργεια και το κέφι να ολοκληρώσει τη μελέτη του, στην οποία πλέον μπορούσε να αφιερώσει μόνο λίγες ώρες τα πρωινά καθώς και τη μία μέρα την εβδομάδα που έπαιρνε ρεπό.

Έπρεπε να βιαστεί – κι η βιασύνη ήταν εχθρός του καλλιτέχνη, άρα και του αρχιτέκτονα, γιατί τη δουλειά του ο Παντελής την έβλεπε σαν τέχνη περισσότερο παρά σαν τεχνική. Η προθεσμία ήταν ασφυκτική. Τον δεκαπενταύγουστο θα έπρεπε να παραδώσει τα τεύχη της μελέτης του σε έναν συνάδελφο που θα έψαχνε να τον βρει εκείνη τη μέρα στον Πολύβιο. Εκείνος θα αναλάμβανε να ολοκληρώσει και να υποβάλει επίσημα τη δουλειά, σαν εκπρόσωπος του διεθνούς οίκου που θα διαγωνιζόταν. Αυτή, απ' ό,τι είχε πληροφορηθεί ο Παντελής, ήταν η σημαντικότερη εξέλιξη σ' αυτήν την πρώτη του επαγγελματική αποστολή.

Το ξεκίνημα της καριέρας του το είχε φανταστεί διαφορετικό, πιο συμβατικό – μια απασχόληση σ' ένα γραφείο μ' έναν σταθερό μισθό. Του πλήρωναν βέβαια όλα ανεξαιρέτως τα έξοδα, αλλά δεν ήταν το ίδιο, ένιωθε σαν να ζητιάνευε στέλνοντας κάθε μήνα την κατάσταση με τις συνημμένες αποδείξεις. Τουλάχιστον πίστευε ότι θα κέρδιζε την δόξα. Στην αρχή έτσι φαινόταν – τώρα όμως, που θα παρέδιδε την εργασία του σε κάποιον τρίτο, και η δόξα πήγαινε περίπατο. Δεν ήξερε τι να υποθέσει για αργότερα. Οι οδηγίες σταματούσαν εκεί, ήταν αβέβαιο αν θα έπαιρνε και από ποιον, και ο πατέρας του – τον οποίο ρώτησε – δεν ήταν σε θέση να τον βοηθήσει, παρά μόνο να του συστήσει να περιμένει, όπως έκανε μέχρι τώρα.

Ένα από τα βράδια, αν και κουρασμένος όπως πάντα, το πέρασε ξάγρυπνος. Ήταν του Προφήτη Ηλία, 20 προς 21 Ιουλίου, και η ελβετική τηλεόραση, όπως και πολλές τηλεοράσεις σε όλο τον κόσμο, έδειχνε την προσεδάφιση του Απόλλωνα 11 στο φεγγάρι. Η Εύα δεν ένιωθε την ανάγκη να παρακολουθήσει το κοσμοϊστορικό γεγονός κι έτσι ο Παντελής το είδε μόνος του, με την ένταση χαμηλωμένη. Η πορεία του αμερικάνικου διαστημοπλοίου τον ενέπνευσε και αμέσως μετά τη λήξη της ζωντανής μετάδοσης βρέθηκε με ένα μολύβι κι ένα χαρτί, να απεικονίζει με μια καμπύλη τροχιά τη διαδρομή από τη γη στη σελήνη.

Θυμήθηκε τη μέρα του Προφήτη Ηλία, τις αναβάσεις με τους φίλους του – όταν ήταν στην εφηβεία – στην κορυφή του βουνού εκείνη τη συγκεκριμένη καλοκαιρινή μέρα, κάθε χρόνο. Δίπλα στην καμπύλη τροχιά και τα δύο ουράνια σώματα σχεδίασε το περίγραμμα του μαγικού βουνού – χωρίς το εκκλησάκι. Η συνέχεια ήρθε από μόνη της.

Όταν ξημέρωσε και πήγε για ύπνο, αφού άφησε στο κομοδίνο του πέντε φύλλα χαρτί με διαφορετικές όψεις ενός κοινού μοτίβου. Ένα βουνό και στην κορυφή του μια κατασκευή με τρεις καμπύλες δοκούς, ή μάλλον αψίδες, που ξεκινούσαν απ' το ψηλότερο σημείο και κατηφόριζαν αποκλίνοντας, μέχρι που πατούσαν στο έδαφος της πλαγιάς αρκετά χαμηλότερα. Μια σύλληψη αρκετά πιο τολμηρή από αυτές με τις οποίες είχε πειραματιστεί κατά την αναμονή του στο αεροδρόμιο Μπαράχας αλλά και αργότερα. Ένας ναός που, αν ποτέ γινόταν πραγματικότητα, ίσως – το ίσως το προσέθεσε στο νοερό του μονόλογο για να μη φαίνεται αλαζονικός στον εαυτό του – ίσως, λοιπόν, θα συναγωνιζόταν τα δημιουργήματα του ινδάλματός του. Του μεγάλου καταλανού.

Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2010

Κεφάλαια 49 έως 53


49

Φτάνοντας στο νησί ο Σωκράτης έμαθε ότι τον ζητούσαν στο Τμήμα. Αν δεν το μάθαινε από έναν χαμογελαστό λιμενικό, φίλο της οικογένειας, θα περνούσε μεγάλη λαχτάρα. Από το ύφος του ένστολου, που τον προϋπάντησε στο λιμάνι μετά την επιστροφή του απ' την πρωτεύουσα, κατάλαβε ότι επρόκειτο για κάτι διαδικαστικό. Και ένα μόνο ήταν το διαδικαστικό που περίμενε να του συμβεί εκείνη την εποχή.

Επειδή κάτι τέτοια διαδικαστικά ου γαρ έρχονται μόνα, ο μήνας που ακολούθησε μέχρι την ημερομηνία κατάταξής του πέρασε σαν νεράκι. Με κοντό μαλλί και ένα τεράστιο σακίδιο μπήκε στο καράβι για Πειραιά και από εκεί πήρε το τραίνο για Κόρινθο. Με υπομονή περίμενε να περάσουν οι μέρες της βασικής του εκπαίδευσης, να ορκιστεί και κατόπιν να βγει η μετάθεσή του για τη μονάδα όπου θα έκανε την κυρίως θητεία του. Το είχε σχεδόν σίγουρο ότι αυτή η μονάδα θα ήταν κάπου στο νησί. Για τους περισσότερους φαντάρους ήταν τόπος ανεπιθύμητος, σχεδόν εξορία. Οι ντόπιοι ήθελαν να είναι κοντά στο σπίτι τους και αυτό, μαζί με την απροθυμία των υπολοίπων, τους έδινε μεγάλες πιθανότητες να υπηρετήσουν εκεί.

Ένιωσε λοιπόν μια μάλλον δυσάρεστη έκπληξη όταν είδε το χαρτί που έγραφε Χαλκίδα. Ήθελε να ρωτήσει μήπως έγινε λάθος, σκέφτηκε να ειδοποιήσει με την πρώτη ευκαιρία τους δικούς του μήπως βάλουν κάποιο μέσον και καταφέρουν κάτι. Το αποτέλεσμα δεν άλλαξε. Σύντομα βγήκε και το φύλλο πορείας και ο Σωκράτης βρέθηκε δίπλα στα τρελά νερά.

Η παρηγοριά του ήταν ότι το συγκεκριμένο στρατόπεδο δεν είχε και τη χειρότερη φήμη. Οι αθηναίοι ένιωθαν τυχεροί με μια μετάθεση στον Εύριπο, και όχι μόνο λόγω της κοντινής απόστασης. Στην έξοδό τους οι φαντάροι με λίγη ώρα περπάτημα βρίσκονταν στο κέντρο μιας πόλης που τον περισσότερο καιρό ήταν γεμάτη με ζωή και κίνηση. Στην άδειά τους μπορούσαν εύκολα να πάνε στο σταθμό δίπλα στην κινητή γέφυρα και να πάρουν το τραίνο που θα βοηθούσε για να φτάσουν μια ώρα νωρίτερα στην Αθήνα ή σε οποιονδήποτε άλλο προορισμό τους. Και η ζωή είχε πολλές φορές τα τυχερά της – δεν ήταν λίγοι αυτοί που έφταναν φαντάροι στη Χαλκίδα και έφευγαν αρραβωνιασμένοι ή παντρεμένοι (ή, για τον ίδιο λόγο, δεν έφευγαν καθόλου).

Ο Σωκράτης πάντως άργησε να συμπαθήσει τη Χαλκίδα. Το ίδιο και τους ανθρώπους της. Σε στιγμές αυτοκριτικής κατηγορούσε τον εαυτό του ότι ίσως και να ήταν λιγάκι προκατειλημμένος, επειδή δεν πήρε τη μετάθεση που ήθελε. Το γεγονός ήταν ότι στις ελεύθερες ώρες του προτιμούσε, εφόσον το μπορούσε, να απομακρύνεται από την πόλη που φιλοξενούσε το στρατόπεδό του.

Οι επισκέψεις στην Αθήνα ήταν στην αρχή συχνές. Μετά αραίωσαν. Όχι γιατί ο Σωκράτης αγάπησε τη Χαλκίδα. Αλλά γιατί ανακάλυψε το Παντείχι – για καλή του τύχη, όπως του άρεσε να λέει από μέσα του, παίζοντας με την ομοιοκαταληξία.

Και, κατά σύμπτωση, το παιχνίδι της ρίμας συνεχίστηκε. Ο Σωκράτης, εκτός απ' το Παντείχι, γνώρισε και τον Ευτύχη, συνομήλικό του από το διπλανό νησί και ως εκ τούτου άνθρωπο με τον οποίο είχαν πολλά να πουν. Ξεκινώντας βέβαια από τους μνημειώδεις αγώνες ποδοσφαίρου μεταξύ των ομάδων των δύο νησιών, που σχεδόν πάντα διακόπτονταν και συχνά δεν έληγαν καν, μια και τα αναμμένα αίματα παικτών και φιλάθλων οδηγούσαν σε επεισόδια – που ποτέ δεν ήταν μόνο λεκτικά.


50

Το Πάσχα εκείνο δεν προσφερόταν για συγκέντρωση των Φραγκήδων και των συγγενών τους στο νησί. Κι υπήρχαν αρκετοί λόγοι γι' αυτό. Πρώτα απ' όλα, ο πρωτοχρονιάτικος γάμος ήταν αρκετά πρόσφατος – οι αθηναίοι της οικογένειας δεν έβρισκαν εύκολα τη δυνατότητα να ταξιδέψουν δύο φορές εκτός καλοκαιριού. Έπειτα, ο νεοσύλλεκτος Σωκράτης δεν θα έπαιρνε έγκαιρα άδεια: ήξεραν όλοι από τα μεγαλύτερα παιδιά τους ότι το στράτευμα ήταν ιδιαίτερα φειδωλό σ' αυτόν τον τομέα κατά τους πρώτους μήνες της θητείας. Τέλος, αρκετοί άλλοι είχαν υποχρεώσεις, επαγγελματικές ή κοινωνικές.

Η Κατερίνα με τον Γρηγόρη, για παράδειγμα, θα έφευγαν για Πάτρα. Μια μικρή ανησυχία είχε πλανηθεί για λίγο στον αέρα μετά από την άρνηση της Κατερίνας να συνοδέψει τον άντρα της στο καρναβάλι. Η κόρη του Φραγκή έδειξε όχι απλά προθυμία αλλά και ενθουσιασμό αυτή τη φορά, προς ανακούφιση του περιγύρου. Τα προηγούμενα χρόνια άλλωστε το είχαν καθιερώσει, ως αρραβωνιασμένοι, να επισκέπτονται την οικογένεια του Γρηγόρη. Η Κατερίνα δήλωνε ότι λάτρευε το σούβλισμα του αρνιού, ένα έθιμο που δεν είχε ακόμη φτάσει στα περισσότερα νησιά.

Η Σωτηρία, από την άλλη, θα έβαζε κατσίκι στο φούρνο, ακολουθώντας την παράδοση του δικού της τόπου, με την οποία ο Μίμης δεν είχε απολύτως κανένα πρόβλημα – αν και κάποιες φορές του άρεσε να πηγαίνει σε φίλους του που σούβλιζαν στην αυλή τους. Φέτος ήταν η σειρά τους να κάνουν το τραπέζι σε μια μικρή παρέα τριών-τεσσάρων φιλικών οικογενειών. Για εξόρμηση εκτός πόλης, στο νησί ή αλλού, ούτε λόγος εκείνη τη χρονιά. Ο Μίμης είχε φέρει ένα γεμάτο χαρτοφύλακα στο σπίτι, τη Δευτέρα του Πάσχα σκόπευε να κλειστεί σε ένα δωμάτιο για να μπορέσει να βγάλει λίγη δουλειά παραπάνω. Η Σωτηρία παραπονέθηκε, είχε την ελπίδα ότι θα κατάφερναν εκείνο το Πάσχα να βρεθούν επιτέλους σαν οικογένεια, κάτι που δεν είχε συμβεί τα προηγούμενα χρόνια, με τον Παντελή να υπηρετεί. Φέτος ο γιος τους ήταν στην Αθήνα, απασχολημένος κι αυτός βέβαια με τη δουλειά του αλλά τουλάχιστον στην Ανάσταση και ανήμερα το μεσημέρι θα ήταν μαζί τους. Κι ο Μίμης φυσικά δεν θα' λειπε από την εκκλησία και το τραπέζι, περίμενε όμως ότι θα την πήγαινε μια μικρή εκδρομή ή έστω μια μεγάλη βόλτα, τη Δευτέρα του Πάσχα – όπως το συνήθιζαν οι δυο τους.

Ο Μίμης έδειξε κατανόηση, της εξήγησε όμως πώς είχε η κατάσταση – με έναν τρόπο που την έκανε να αισθανθεί και λίγο ένοχη για το παράπονό της. Και το ήξερε ότι δεν ήταν αυτές οι ανόητες ενοχές που συχνά νιώθουν όσοι και όσες επίτηδες χαντακώνουν την αυτοεκτίμησή τους. Ο Μίμης ήταν πραγματικά αγχωμένος. Η δουλειά που έπρεπε να φέρει σε πέρας μέχρι τη Δευτέρα του Θωμά ήταν πολύ σημαντική. Πίστευε ότι από αυτήν θα κρινόταν σε μεγάλο βαθμό η προαγωγή του, την οποία φυσικά επιθυμούσε διακαώς όπως κάθε επαγγελματίας που νοιαζόταν για την καριέρα του. Ήξερε ότι υπήρχαν αστάθμητοι παράγοντες, ήθελε όμως εκείνος να κάνει το καλύτερο δυνατό για τον εαυτό του.

Το βράδυ της Ανάστασης, στο φαινομενικά ατέλειωτο διάστημα των λίγων λεπτών ανάμεσα στο Δεύτε λάβετε φως και το Χριστός Ανέστη, σκέφτηκε το πόσα πολλά είχε καταφέρει με τις δικές του δυνάμεις, στη δουλειά και την προσωπική του ζωή. Ήξερε ότι κατά κανόνα δεν είχε τίποτα να φοβάται. Αυτό που δεν ήξερε ήταν ότι, ήδη από το απόγευμα της προηγούμενης μέρας, ο κανόνας αυτός είχε αποκτήσει μια σημαντική εξαίρεση.


51

Η Εύα δεν ζήτησε από τον Παντελή να την πάει στην Ακρόπολη. Ίσως γιατί οι άλλοι δύο μεγάλοι λόφοι της πόλης κάλυπταν τις ανάγκες τους, ο μεν Λυκαβηττός τις ρομαντικές, τα δε Τουρκοβούνια τις αρχαιολογικές. Είχαν μάλιστα έτοιμη την απάντηση για την περίπτωση που θα τους ρωτούσαν κάποιοι, ας πούμε οι μηχανικοί της Φροντιέρρα – αν βέβαια αποφάσιζαν να αφήσουν κατά μέρος το ψυχρό τους προσωπείο, πράγμα εξαιρετικά απίθανο. Στο ερώτημα Γιατί όχι Ακρόπολη;, λοιπόν, θα έλεγαν απλά ότι τόσο ο Λυκαβηττός όσο και τα Τουρκοβούνια είναι ψηλότερα από τον Ιερό Βράχο.

Για μια ακόμη φορά, οι δυο τους έβλεπαν το ηλιοβασίλεμα από την πλαγιά του Λυκαβηττού, μετά από την πολλοστή μέρα δουλειάς. Η Εύα του είχε υποσχεθεί μια λεπτομερή περιγραφή των ευρημάτων και των προβληματισμών της. Η ώρα είχε φτάσει. Ο Παντελής ήταν όλος αυτιά.

Δεν δοκίμασε κάποια ιδιαίτερη έκπληξη όταν άκουσε ότι η υπόγεια στοά στα Τουρκοβούνια περιγραφόταν στο χειρόγραφο του Μοντσερράτ. Πιο εντυπωσιακές ήταν οι λεπτομέρειες από την στοά του πρώτου λόφου, του πρώτου σε μέγεθος υψώματος της πραγματικής επταλόφου, όπως αποκαλούσαν την πρωτεύουσά τους οι καταλανοί κύριοι του δουκάτου των Αθηνών. Με πρώτη απ' όλες, τη λύση στο μικρό αίνιγμα με το μισό μίλι.

Η απόσταση αυτή ήταν συμβολική. Ισοδυναμούσε με το πλάτος της Ιερουσαλήμ από άκρη σε άκρη. Σε ιστορικά χειρόγραφα, όπως αυτό του ισπανικού μοναστηριού, δεν σπάνιζαν παρόμοιες αναφορές. Στην περίπτωση των Τουρκοβουνίων, το μισό μίλι ήταν η απόσταση ανάμεσα στο στόμιο και σε ένα κομβικό σημείο της υπόγειας διαδρομής. Ένα σημείο που ανακάλυψε η Εύα, όπως είπε, σε μια εξερεύνηση που έκανε μόνη της, χωρίς τον Παντελή αλλά με τον Ντεφλόρ, ανήμερα την Κυριακή του Πάσχα.

Ο Παντελής θυμήθηκε ότι το μισό μίλι το είχαν υπολογίσει από την επιφάνεια. Η Εύα όμως μιλούσε για την ίδια απόσταση στο εσωτερικό του λόφου. Τελικά τι από τα δύο ίσχυε; Η απάντηση ήρθε αμέσως: Και τα δύο.

Με τη βοήθεια του γεωτρύπανου, που άρχισε να λειτουργεί ήδη από την επομένη της εγκατάστασής του – δηλαδή από το Μεγάλο Σάββατο – είχαν ανακαλυφθεί δύο πράγματα. Το ένα το ήξερε ο Παντελής: ότι η θεμελίωση του ναού θα έπρεπε να είναι ιδιαίτερα ενισχυμένη. Η βραχομάζα έδειχνε να έχει μεγάλα κενά, στα τρία διαφορετικά σημεία στα οποία έγιναν οι δοκιμαστικές γεωτρήσεις των πρώτων ημερών. Το δεύτερο ήταν αυτό που διαπίστωσε η Εύα: ότι αυτά τα κενά έδειχναν να έχουν μια κανονικότητα και συμμετρία στη μορφή τους, σαν να ήταν φτιαγμένα από άνθρωπο και όχι από τις απρόσωπες δυνάμεις της φύσης. Οι ορθές γωνίες και η απόλυτη καθετότητα τα έκαναν να μοιάζουν με φρεάτια ανελκυστήρα.

Με λίγα λόγια, ακριβώς κάτω από την περιοχή που θα χτιζόταν ο ναός του Σωτήρος, υπήρχαν ενδείξεις ότι είχε ήδη κατασκευαστεί, κάποτε, κάτι άλλο. Κάτι, για το οποίο γνώριζαν ελάχιστοι. Μεταξύ τους, ο ανώνυμος χρονογράφος του Μοντσερράτ, η Εύα, και τώρα ο Παντελής. Και κανείς άλλος.

Ο Παντελής ήθελε να ρωτήσει την Εύα το αυτονόητο: Δεν θα έπρεπε να το μάθει η αρμόδια εφορεία αρχαιοτήτων; Αυτό ήταν ένα ερώτημα που δεν αφορούσε μόνο το τελευταίο εύρημα αλλά ολόκληρη την έρευνα της αρχαιολόγου. Συγκρατήθηκε και δεν το διατύπωσε εκείνη τη στιγμή.


52

Πέρασε η Δευτέρα του Θωμά, και η Τρίτη. Την Τετάρτη, ο Μίμης γύρισε σπίτι του με μεγάλο πονοκέφαλο. Σαν να έμπαινε γεωτρύπανο στο κεφάλι του.

Ζήτησε από τη Σωτηρία να τον αφήσει μόνο του. Στην ανάγκη, να πήγαινε σε κάποια γειτόνισσα για καφέ, ή όπου αλλού ήθελε. Εκείνη έφυγε, χωρίς δεύτερη κουβέντα.

Ο Μίμης αναστέναξε με ανακούφιση. Όχι επειδή θα είχε την ευκαιρία να ξεκουραστεί. Αλλά επειδή την ώρα του τηλεφωνήματος δεν θα είχε κανέναν πάνω απ' το κεφάλι του ή οπουδήποτε κοντά. Στη συνομιλία αυτή δεν χρειαζόταν άλλους ακροατές.

Η ιδιαιτέρα του Υπουργού δεν μπορούσε να γίνει πιο ακριβής. Μόλις έφυγε για το γραφείο του Πρωθυπουργού, κύριε Μπούσουλα, του είχε απαντήσει. Ο Μίμης ήταν αρκετά έμπιστος ώστε εκείνη να μπορεί να του αποκαλύψει τα κατατόπια του προϊσταμένου της. Συνήθως οι συσκέψεις με τον Πρωθυπουργό κρατούσαν γύρω στο δίωρο. Ο Μίμης είχε λοιπόν τον χρόνο να πάει στο σπίτι του και να περιμένει εκεί την υλοποίηση της υπόσχεσης που έδωσε για λογαριασμό του Υπουργού η συνεργάτις του: Θα σας τηλεφωνήσει εκείνος όταν επιστρέψει.

Αν κάποιος έλεγε την ώρα της αναμονής στον Μίμη ότι το κάπνισμα βλάπτει σοβαρά την υγεία, εκείνος δύσκολα θα συγκρατούσε τα νεύρα του.

Το χτύπημα του τηλεφώνου τον έκανε να τιναχτεί. Προσπάθησε να ελέγξει τις αντιδράσεις του αλλά το χέρι που κρατούσε το τσιγάρο έτρεμε. Σήκωσε το ακουστικό με το άλλο. Κι εκείνο έτρεμε.

Στο τηλέφωνο ήταν ο ίδιος ο Πίπης. Ο Μπούσουλας καλησπέρισε και μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Με τον τρόπο του.

Ο πάγος έσπασε, είπε στον Υπουργό.

Πώς έγινε; ρώτησε εκείνος.

Είναι τραγικό. Μάλλον – απάντησε ο Μίμης. Με αυτόν τον λιτό και αναγκαστικά κρυπτογραφικό τρόπο του μετέφερε, πιο συμπυκνωμένα δε γινόταν, τις εξελίξεις εκείνης της μέρας στη Σταδίου. Του ήταν αδύνατο βέβαια να αναπαραστήσει τη συνάντηση στο γραφείο του Γενικού. Τη συζήτηση, ή μάλλον το μονόλογο του Γενικού απέναντι στον ίδιο και τον Χρήστου. Την κίτρινη απόχρωση που πήρε ολόκληρο το πρόσωπο του Χρήστου – μέχρι και τα μάτια του τού φάνηκε πως κιτρίνισαν.

Το βασικό νόημα όμως το είχε καταλάβει ο Πίπης. Το πρόδιδε η σιγή του, που κράτησε μερικά λεπτά και ήταν σημάδι ότι ο Υπουργός σκεφτόταν πολύ προσεκτικά ποια θα ήταν η επόμενη φράση του. Από τα λεγόμενα του Μίμη ήταν φανερό ότι η υπόθεση Τάμα, και συγκεκριμένα η συσχέτιση ανάμεσα στο ερανικό δάνειο και τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, είχε ξεφύγει από τον έλεγχο των λίγων ανθρώπων που υποτίθεται ότι είχαν την αποκλειστική της διαχείριση.

Η πρώτη σκέψη του Μίμη, την ώρα που ξεκίνησε το λογύδριό του ο Γενικός, ήταν ότι το προπέτασμα καπνού – η διοχέτευση της πληροφορίας για τη δήθεν ματαίωση της μελέτης – δεν ήταν αρκετό. Σε μια καταλληλότερη στιγμή θα αναζητούσε τις αιτίες, το τι πήγε στραβά. Ήδη είχε μια πιθανή εκδοχή, που την εξέφρασε με τη λέξη τραγικό – που με τη σειρά της προέρχεται από τη λέξη τράγος, συνήθη απαξιωτικό χαρακτηρισμό για τους μουσάτους ορθόδοξους ιερωμένους. Το αμεσότερό του πρόβλημα ήταν όμως άλλο. Γι' αυτό και πήρε τον Πίπη. Γι' αυτό και εκείνος, αφού σκέφτηκε κάμποσο, κατέληξε στην πρόταση που και ο ίδιος ο Μίμης ήλπιζε να του κάνει. Γι' αυτή την πρόταση δε χρειαζόταν κρυπτογράφηση.

Πάμε για μια παρτίδα σκάκι, πρότεινε ο Υπουργός – και ο Μίμης ήξερε ότι στο επόμενο πεντάλεπτο θα έπρεπε να μπει στο αυτοκίνητό του και να κατευθυνθεί προς το σημείο όπου θα κατευθυνόταν και ο Πίπης. Έβαλε μπρος τη μηχανή και πάτησε το γκάζι για να τη ζεστάνει δίνοντας στροφές. Μακάρι να μπορούσε να τις δώσει και τις μισές από τις αμέτρητες στροφές που έπαιρνε εκείνη την ώρα το μυαλό του. Το οποίο σίγουρα δεν προβληματιζόταν από τα φώτα που ο Μίμης άφησε αναμμένα φεύγοντας, ούτε από την παράλειψή του να αφήσει σημείωμα για τη Σωτηρία – ούτε, τέλος, από το αν θα έβρισκε ή όχι παρκάρισμα κοντά στο σημείο συνάντησης.


53

Στο Παντείχι πήγε αρκετές φορές. Πότε με το τραίνο, πότε με το λεωφορείο, ακόμα και με τα πόδια καμιά φορά, ειδικά τις καλοκαιρινές Κυριακές που είχε έξοδο. Κάποτε μόνος και κάποτε με τον Ευτύχη, στον οποίο όμως δεν ανέφερε το λόγο των επισκέψεών του στο χωριό με τα χαμηλά προσφυγικά σπίτια, στην πλαγιά λίγο πάνω από την Αυλίδα.

Όχι ότι μπόρεσε, ακόμα κι όταν ήταν μόνος του, να προχωρήσει πολύ τις αναζητήσεις του. Στο Παντείχι οι πόρτες έδειχναν ακόμη πιο ερμητικά κλειστές απ' αυτές που είδε στου Προμπονά. Στη θέα του φαντάρου, οι κάτοικοι κλείνονταν, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά. Ο μικρασιάτης, έστω και δυο γενιές μετά τον ξεριζωμό, έστω κι αν τα παιδιά του είχαν πολεμήσει το σαράντα και τα εγγόνια του ντύνονταν στο χακί σήμερα, δεν μπορούσε να βγάλει από μέσα του την ιδέα ότι το ελληνικό κράτος έστηνε τα στρατόπεδα δίπλα στους συνοικισμούς του, μη τυχόν και ξεφύγει από τον έλεγχό του αυτό το ατίθασο στοιχείο.

Καφενείο με Αρίσταρχο δεν βρήκε ο Σωκράτης. Λίγες ήταν οι πόρτες που χτύπησε – και απ' όλες αποθαρρύνθηκε. Δεν βρήκε κανένα ίχνος του Κώστα του ρεμπέτη, ούτε του γιου του τού Γιώργη. Είχε τουλάχιστον την μικρή παρηγοριά ότι ένιωσε από κοντά την ατμόσφαιρα του χώρου που εκείνοι είχαν ζήσει.

Ένιωθε επίσης ότι με τον Ευτύχη είχε αρκετά να πει. Και όχι μόνο για το νησιώτικο ποδόσφαιρο, με τα ξερά γήπεδα και το τοπικιστικό πάθος. Ο Ευτύχης σχολίαζε με το δικό του τρόπο την οικονομική και κοινωνική ζωή του τόπου και της περιοχής του. Μέσα από την υπερβολή των αφηγήσεων και των χαρακτηρισμών του φίλου του, ο Σωκράτης έβλεπε αρκετά κοινά με το δικό του νησί, τη δική του μικρή κοινωνία.

Ο Ευτύχης, εκτός από οξυδερκής και γλαφυρός, φαινόταν και διαβασμένος. Μιλούσε συχνά για την ιστορία του νησιού του, ξεκινώντας από τα προϊστορικά χρόνια και πιάνοντας όλες τις φάσεις μέχρι και τον Πρώτο Παγκόσμιο. Τους μυθικούς ήρωες διαδέχονταν οι σοφοί, οι ρωμαίοι και βυζαντινοί, οι πάσης φύσεως πειρατές, οι τούρκοι κατακτητές και, τέλος, οι ντόπιοι επαναστάτες.

Ειδικά τα γεγονότα των αρχών του εικοστού αιώνα, λες και είχαν βγει με καρμπόν από το ένα νησί στο άλλο. Αυτό καταλάβαινε ο Σωκράτης, αν και στη συγκεκριμένη εποχή – μια και ήταν πρόσφατη – ο Ευτύχης αναφερόταν μόνο με μισόλογα.

Κάπως έτσι περνούσε ο καιρός στο Παντείχι, στη Χαλκίδα και στο δρόμο ή το σιδηρόδρομο που τα ενώνει. Μέχρι που, ένα καλοκαιρινό βράδυ, ήρθε η ώρα της μετάθεσης. Και για τους δύο.