61
Για λίγο, νοστάλγησαν τις χώρες τους.
Δεν έλειπαν οι καλοκαιρινές βροχοπτώσεις από τα μεσογειακά παράλια, ήταν όμως πιο σπάνιες απ' ό,τι βορειότερα. Το ήξεραν κι οι δυο τους, είχαν ταξιδέψει αρκετά και γνώριζαν. Δεν έπαυαν όμως να θαυμάζουν τον Κωστάλα, που ήταν τόσο νότιος όσο κι ο Παντελής με την Εύα – ίσως και λίγο πιο νότιος στη συμπεριφορά, στη γλώσσα του σώματος, στον τρόπο με τον οποίο μιλούσε τις ξένες γλώσσες – και παρ' όλα αυτά αντιμετώπιζε τον μουντό ελβετικό καιρό εκείνης της μέρας σαν να ήταν ο ορισμός του καλοκαιριού.
Ευτυχώς και οι τρεις τους, όπως και ο βοηθός του Κωστάλα που είχε ακολουθήσει το φιατάκι με το νοικιασμένο βαν στη διαδρομή από τη Ζυρίχη μέχρι τη Βέρνη, φορούσαν αδιάβροχα και μ' αυτόν τον τρόπο μπόρεσαν να κάνουν τη δουλειά τους χωρίς να μουλιάσουν τα ρούχα τους. Πιο ευάλωτα στη βροχή αποδείχτηκαν τα χαρτόκουτα με τα οποία μετέφεραν κάποια από τα τρόφιμα από το φορτηγάκι μέχρι την πόρτα της κουζίνας. Ευτυχώς, όπως διαπίστωσαν στον έλεγχο που έκαναν μετά την ολοκλήρωση της μεταφοράς, οι απώλειες ήταν ελάχιστες. Το περιεχόμενο των κουτιών – καναπεδάκια και άλλα ορεκτικά – ήταν τοποθετημένο πάνω σε σκληρό χαρτονένιο δίσκο, ενώ στο εσωτερικό του σκεπάσματος υπήρχε κολλημένη λεπτή διαφανής κόλλα, κι έτσι από το νερό που μούσκεψε τα κουτιά σχεδόν ούτε σταγόνα δεν μπήκε παραμέσα. Τα κυρίως πιάτα, καθώς και τα ποτά, έμειναν εντελώς αλώβητα.
Το προσωπικό της ελληνικής πρεσβείας ήταν πολύ εξυπηρετικό και βοήθησε τους τέσσερις ανθρώπους του Πολύβιου να τακτοποιήσουν τα σκεύη, τα καμινέτα και τον υπόλοιπο εξοπλισμό τους. Ο Κωστάλας και οι τρεις συνεργάτες του είχαν έτσι την άνεση να κάνουν μπάνιο και να φορέσουν τις στολές που εκείνος είχε νοικιάσει για την περίσταση. Γιατί σ' αυτό το δείπνο-μπουφέ, πέρα από την ποιότητα των εδεσμάτων, μεγάλη σημασία είχε και η άψογη εξυπηρέτηση.
Καθώς και η ασφάλεια.
Ένα κράμα αστυνομικών και ιδιωτικών φρουρών είχε αναλάβει την προστασία της πρεσβείας και των καλεσμένων της. Οι ένστολοι ήταν ευγενικοί αλλά ενδελεχείς στον έλεγχο των πάντων, από το περιεχόμενο του βαν μέχρι τις τσέπες του Παντελή και την τσάντα της Εύας. Κάθε αυτοκίνητο που επιχειρούσε να μπει στο πάρκιν της πρεσβείας εκείνη τη βραδιά καθυστερούσε αρκετά λεπτά στην είσοδο, καθώς έπρεπε να υποστεί ένα είδος ανάκρισης από έναν αστυνομικό και έναν άντρα με πολιτικά. Η κυκλοφοριακή αναστάτωση στους γύρω δρόμους δεν αποφεύχθηκε, με αποτέλεσμα ακόμη και οι συνήθως ψύχραιμοι ελβετοί οδηγοί να αρχίσουν να κορνάρουν από την ανυπομονησία τους.
Τουλάχιστον αυτό θα έκανε τους έκτακτους συνεργάτες του Κωστάλα να νιώθουν ότι στη χώρα των ρολογιών υπήρχε κάτι που τους θύμιζε τις πατρίδες τους. Αν είχαν βέβαια το χρόνο να σκεφτούν. Διότι η μόνη τους στιγμή χαλάρωσης ήταν το ντους που έκανε ο καθένας τους, ανάμεσα στην πυρετώδη προετοιμασία και την αγχωτική ώρα της παράστασης.
Είχαν το τρακ του πρωτάρη καλλιτέχνη. Το κοινό τους δεν θα ήταν τυχαίο. Με εξαίρεση ίσως δύο ή τρία κωλύματα της τελευταίας στιγμής, όλοι οι έλληνες πρεσβευτές στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες αναμενόταν να παρευρεθούν στη συνάντηση. Είκοσι περίπου άνθρωποι δηλαδή, και άλλοι τόσοι οι πρώτοι γραμματείς των πρεσβειών, σύνολο περί τους σαράντα διπλωμάτες. Χωρίς συζύγους – πράγμα παρήγορο διότι θα σήμαινε λιγότερο ερευνητικά βλέμματα και ενδεχομένως λιγότερη προσήλωση στους τύπους, στα πρωτόκολλα και στα κομ ιλ φω τέτοιων εκδηλώσεων. Έστω και χωρίς τις συμβίες, όμως, η παρουσία του περίφημου ελληνικού εστιατορίου της Ζυρίχης – που μάλιστα έφερε το όνομα του αγαπημένου, όπως λεγόταν, φιλοσόφου του έλληνα πρωθυπουργού – έπρεπε να είναι άψογη.
Πολλώ δε μάλλον που η ομήγυρη θα συμπεριλάμβανε και ένα ακόμα πρόσωπο. Που μιλούσε αρκετά συχνά με τον πρόεδρο της κυβερνήσεως – και γι' αυτό το λόγο, καλό θα ήταν να γυρίσει στην Αθήνα με τις καλύτερες των εντυπώσεων για τον Πολύβιο.
62
Κόντευε να μείνει εικοσιτέσσερις ώρες ξάγρυπνος. Όχι μόνο εκείνος αλλά και οι άλλοι τρεις, απ' όσο γνώριζε. Εκείνος τουλάχιστον είχε ξυπνήσει από τις πέντε το προηγούμενο πρωί και είχε την εντύπωση ότι πλησίαζε το ξημέρωμα. Οι μωβ κουρτίνες δεν του επέτρεπαν να δει αν είχε ήδη χαράξει.
Η νύστα του τού θύμιζε τις φοιτητικές του πρωτοχρονιές. Και μαζί κάμποσα βράδια στη διάρκεια της θητείας του. Μόνο που τότε η αίσθηση ήταν διαφορετική, πιο ανέμελη.
Το βάρος της βραδιάς δεν ήταν αμελητέο. Οι διπλωμάτες, άψογοι στην εμφάνιση και μάλλον βλοσυροί στο ύφος, αποτελούσαν μια κρίσιμη μάζα που φόρτιζε την ατμόσφαιρα. Σ' αυτή συμπεριλαμβανόταν και ο πολιτικός τους προϊστάμενος, ένα πρόσωπο γνώριμο στον Παντελή από παλιότερα σκακιστικά απογεύματα στο πατρικό σπίτι.
Ο Παντελής τον αναγνώρισε, παρόλο που δεν τον είδε από πολύ κοντά. Ο Πίπης, όπως τον αποκαλούσε ο πατέρας του όταν αναφερόταν σ' αυτόν, σερβιρίστηκε από το απέναντι τραπέζι, συμμετρικό σ' αυτό που είχε ο Παντελής. Η φυσιογνωμία του όμως ήταν χαρακτηριστική. Ακόμα κι αν αναγνώριζε το παιδί του συμπαίκτη του – πράγμα πάντοτε αβέβαιο για σπουδαίους ανθρώπους όπως εκείνος – το φλεγματικό του ύφος δύσκολα θα άλλαζε.
Αν του επέτρεπε το περιβάλλον, ο Παντελής θα άρχιζε να δαγκώνει τα νύχια του. Η παρατεταμένη συνάντηση για κάποιο λόγο τον γέμιζε με αγωνία. Λες και από το πόρισμά της θα εξαρτιόταν το μέλλον του.
Αυτό που πραγματικά τον απασχολούσε ήταν το παρόν του. Και με την αναμονή, καθώς οι διπλωμάτες ήταν κλεισμένοι και συζητούσαν, το σκεφτόταν όλο και περισσότερο, όλο και πιο βαθιά.
Η Εύα, ένα μέρος αυτού του παρόντος, βρισκόταν στο απέναντι τραπέζι. Σχεδόν πεισματικά απέφευγε το βλέμμα του. Καλύτερα. Κοίταζε κι εκείνος αλλού, κι αυτό του επέτρεπε να αναπολήσει τη γνωριμία, τη σχέση, την ξαφνική τους επανασύνδεση, τα πολλά πρόσωπα που του έδειχνε. Ήταν η ομιλητική αρχαιολόγος, η φλογερή μεσογειακή αγαπημένη, η παθιασμένη πατριώτισσα – αγέρωχη μέσα στους αγέρωχους –, και τώρα τελευταία είχε γίνει η σκοτεινή, σιωπηλή συνοδοιπόρος, φθινοπωρινή μέσα στο λαμπρό καλοκαίρι, σχεδόν αινιγματική στην καθημερινή της συμπεριφορά.
Ο Κωστάλας, δίπλα της, ήταν η προσωποποίηση του χαμόγελου. Και όχι μόνο απόψε που έπρεπε να δείξει το καλό πρόσωπο του Πολύβιου σε υψηλά ιστάμενους. Ο άνθρωπος είχε χάρισμα. Σκόρπιζε χαμόγελα που έλεγες ότι έβγαιναν μέσα από την ψυχή του, σε στιγμές και με συχνότητα που για άλλους θα ήταν ανθρωπίνως αδύνατο να γίνει. Αυτή τη διαχυτικότητα ο Παντελής θα ήθελε να τη δει συγκαταβατικά και να την πάρει ελαφρά. Δεν ήταν όμως εύκολο. Για τον απλό λόγο, ότι τις τελευταίες μέρες τα χαμόγελα του Κωστάλα στρέφονταν όλο και συχνότερα προς την Εύα.
63
Όπως ακριβώς το περίμενε, το τηλέφωνο χτύπησε στις δώδεκα. Άφησε στο πόδι του τον βοηθό του και έφυγε για το μεσημεριανό ραντεβού. Πρόλαβε να ρίξει και μια ματιά στο ημερολόγιο. Χαμογέλασε με την ημερομηνία – τέσσερις Αυγούστου.
Χαμογέλασε επίσης, ενώ περπατούσε στα πεζοδρόμια του κέντρου της Ζυρίχης, με τη σκέψη ότι για πρώτη φορά μετά από καιρό θα έτρωγε μεσημεριανό σε εστιατόριο κάποιου ανταγωνιστή. Δεν γινόταν όμως αλλιώς. Πρώτον διότι ήταν καλεσμένος και δεύτερον διότι στο συγκεκριμένο γεύμα – και με τους συγκεκριμένους συνδαιτυμόνες – καλό θα ήταν να μην τους δει κάποιος απ' όσους σύχναζαν ή εργάζονταν στον Πολύβιο.
Φτάνοντας στο Ντερ Λάχεντε Ρίττερ, ο Κωστάλας κοίταξε το ρολόι του και είδε, με ανακούφισή του, ότι δεν είχε αργήσει – κάθε άλλο. Ζήτησε το τραπέζι με τον αριθμό δεκατρία και το βρήκε άδειο. Κανείς άλλος δεν καθόταν εκεί. Νόμιζε ότι είχε φτάσει πρώτος, ώσπου είδε τον Πίπη να κατεβαίνει από τη σκάλα που οδηγούσε στο πατάρι. Ο υπουργός τον χαιρέτισε εγκάρδια και του ζήτησε συγγνώμη γιατί έπρεπε να μείνει λίγη ώρα ακόμη με τους ανθρώπους του πανεπιστημίου της Ζυρίχης, με τους οποίους έπινε έναν καφέ στον πάνω όροφο. Του εξήγησε ότι ήταν το πανεπιστήμιο από το οποίο είχε και ο ίδιος αποφοιτήσει πριν πολλά χρόνια, και γι' αυτό η συνάντηση αυτή είχε αρκετά μεγάλη συναισθηματική σημασία γι' αυτόν.
Την ώρα που ο Κωστάλας παράγγελνε τον δικό του καφέ, έφτασε η Εύα, κρατώντας μια μάλλον βαριά τσάντα στο δεξί της χέρι. Ο Κωστάλας κοίταξε μηχανικά τριγύρω του. Η Εύα, σαν να διάβασε τη σκέψη του, τον διαβεβαίωσε ότι ο Παντελής εργαζόταν πυρετωδώς για την ολοκλήρωση των σχεδίων της μελέτης του.
Μαζί με τον καφέ του Κώστα έφτασε στο τραπέζι και ο Πίπης. Αφού έγιναν οι συστάσεις με την Εύα και δόθηκε η παραγγελία – το μενού της μέρας για τρία άτομα, και μεταλλικό νερό για όλους – η συζήτηση μπήκε κατευθείαν στην ουσία της.
Το πρώτο μέρος ήταν και το ευκολότερο. Τα ποσά ήταν δεδομένα και η μετατροπή τους σε ελβετικά φράγκα δεν παρουσίαζε ιδιαίτερη δυσκολία. Η συνέχεια όμως δεν ήταν το ίδιο ομαλή.
Για την Εύα, ο Λογαριασμός 62, ο κοινός λογαριασμός που είχαν ανοίξει στη Ζυρίχη πριν από επτά χρόνια τα υπουργεία εξωτερικών της Ελλάδας και της Ισπανίας, ήταν ο μόνος φυσικός αποδέκτης των χρημάτων για τα οποία συζητούσαν. Αντί για άλλη απάντηση, ο Πίπης ανέβηκε στον πάνω όροφο και ένα λεπτό αργότερα κατέβηκε συνοδευόμενος από έναν μεσήλικα κύριο. Η Εύα τον χαιρέτησε δείχνοντας ότι τον γνωρίζει. Ο Κωστάλας αντάλλαξε χειραψία με τον άγνωστο και στη συνέχεια άκουσε τους υπόλοιπους να μιλούν στα ισπανικά, για κάμποση ώρα. Δεν καταλάβαινε τα λόγια τους αλλά μάντευε ότι ο ισπανόφωνος κύριος ήταν το ατού, με το οποίο ο Πίπης προσπαθούσε να εξηγήσει στην Εύα τον λόγο για τον οποίο ανατρεπόταν αυτό που μέχρι εκείνη την ώρα θεωρούσε βέβαιο.
Οι κουβέντες ήταν χαμηλόφωνες αλλά η ένταση μεγάλη. Τα ονόματα του βασιλικού ζεύγους της Ισπανίας αναφέρονταν αρκετά συχνά από τους συνομιλητές. Ο Κωστάλας ήταν σίγουρος ότι η αναφορά τους συνδεόταν με τις εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, οι οποίες ήταν ήδη γνωστές στον πολύ κόσμο. Ο ισπανός ισόβιος δικτάτορας ή καουντίγιο, ο περίφημος Φράνκο, γερνούσε και είχε αποφασίσει να φροντίσει τα της διαδοχής του. Η απόφασή του, η οποία είχε δημοσιοποιηθεί – σε μια εποχή που το δημοκρατικό κίνημα φούντωνε παράλληλα με τις εθνικιστικές διεκδικήσεις, με κίνδυνο τη δημιουργία ενός κύματος που θα σάρωνε το καθεστώς –, ήταν η επίσημη επάνοδος της συνταγματικής μοναρχίας στη χώρα μετά τον θάνατό του.
Η επίσημη αυτή δέσμευση ήταν σίγουρο ότι άλλαζε τα δεδομένα. Παρόλο που αρκετοί θα θεωρούσαν εκ προοιμίου ως ψεύτικα λόγια τις υποσχέσεις ενός δικτάτορα, πολλοί ήταν αυτοί που έβλεπαν στην πρόσφατη ανακοίνωση ένα νέο σοβαρό δεδομένο, που τους ανάγκαζε να αναθεωρήσουν αρκετά από τα σχέδια που καλλιεργούσαν για την άσκηση πίεσης στην κεφαλή του φρανκικού καθεστώτος. Τα σχέδια αυτά, σε αρκετές περιπτώσεις, ήταν διαμορφωμένα με μεγάλη λεπτομέρεια – και με τον αντίστοιχο προϋπολογισμό.
Αν και κανείς δε θα χάριζε τίποτα, κάποιοι ήταν έτοιμοι να αναστείλουν τη χρηματοδότηση των δικών τους δράσεων – και ο ισπανόφωνος κύριος εξέφραζε ακριβώς αυτή την άποψη. Με τον τρόπο αυτό, θα μπορούσαν να ελευθερωθούν κονδύλια για κάποιες άλλες δράσεις, πράγμα που για τον Πίπη και τα δικά του σχέδια ήταν ακριβώς ό,τι χρειαζόταν.
Κανείς δε θα ζημιωνόταν. Η ελληνική πλευρά απλά θα δανειζόταν αυτά τα χρήματα και θα τα επέστρεφε στον κοινό λογαριασμό με τον νόμιμο τόκο.
Κάποια στιγμή η Εύα σταμάτησε να μιλάει. Ενδεχομένως να είχε στερέψει από επιχειρήματα. Ίσως, πάλι, να απέσυρε τις απόψεις της αρχηγού παρόντος – ο τέταρτος άνθρωπος πρέπει να ήταν γραμματέας της ισπανικής πρεσβείας, τίποτε λιγότερο. Έβαλε το κεφάλι κάτω και αφοσιώθηκε στο φαγητό της. Σύντομα τη μιμήθηκαν ο Πίπης και ο Κωστάλας. Ο ισπανός σηκώθηκε και αθόρυβα ξανανέβηκε στον πάνω όροφο. Δεν χαιρέτησε ούτε τον χαιρέτησαν – ούτε εκείνη τη στιγμή ούτε λίγο αργότερα, όταν κατέβηκε τα σκαλιά συνοδευόμενος από έναν νεαρό και κατευθύνθηκε προς την έξοδο.
64
Ο δεκαπενταύγουστος δεν είναι επίσημη αργία στη Ζυρίχη. Παρόλα αυτά, ο Πολύβιος εκείνη τη μέρα θα έμενε κλειστός, τηρώντας την ελληνική αυτή γιορτή. Το απόγευμα της παραμονής, ο Κωστάλας έβαλε στην πόρτα μια επιγραφή που ανακοίνωνε το επικείμενο κλείσιμο. Στη συνέχεια ανέθεσε στον Παντελή, που είχε βάρδια να κρατήσει το εστιατόριο εκείνη τη βραδιά, διάφορα καθήκοντα ρουτίνας για εκείνη τη μέρα και την επόμενη. Απ' ό,τι κατάλαβε ο Παντελής, ο Κωστάλας σκόπευε να εκμεταλλευτεί την αργία και να κάνει μια εξόρμηση εκτός πόλης.
Η Εύα είχε ελεύθερο απόγευμα και, απ' ό,τι είχε προλάβει να πει στον Παντελή όταν άλλαζαν βάρδια, σκόπευε να πάει στον κινηματογράφο. Τις τελευταίες μέρες δεν συναντιόνταν συχνά. Οι βάρδιες τους ήταν ανάποδες – ο ένας μεσημέρι, ο άλλος βράδυ και αντίστροφα. Όταν ο Παντελής ήταν σπίτι, η μόνη του σχεδόν έγνοια ήταν οι τελευταίες πινελιές στη μελέτη του. Ήδη στις 13 Αυγούστου την είχε ολοκληρώσει, ή τουλάχιστον την είχε φτάσει μέχρι ένα ικανοποιητικό σημείο για να μπορέσει να την παραδώσει. Ήταν περίεργος για το ποιος θα ήταν ο παραλήπτης, καθώς και για το ποια θα ήταν η επόμενη αποστολή του, την οποία θα τη μάθαινε και αυτή από τον άνθρωπο που θα έπαιρνε τους φακέλους του.
Ο κλειστός Πολύβιος ήταν το σημείο του ραντεβού. Ο Παντελής και ο επισκέπτης του θα είχαν όλο το εστιατόριο στη διάθεσή τους. Το συναίσθημα του Παντελή δεν ήταν πολύ διαφορετικό από εκείνο του εφήβου που συνειδητοποιούσε ότι για ένα εικοσιτετράωρο θα ήταν μόνος στο σπίτι.
Δυστυχώς, η έκφραση αυτή πήρε μια διαφορετική και μάλλον άσχημη έννοια όταν, λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 14ης προς τη 15η Αυγούστου, ο Παντελής γύριζε το κλειδί στην κλειδαριά του διαμερίσματός του.
Η πρώτη του αίσθηση ήταν ότι είχαν μπει κλέφτες. Δεν ήταν μόνο το ότι η πόρτα ήταν απλά κλεισμένη και όχι κλειδωμένη. Μπαίνοντας μέσα ο Παντελής απέκτησε πολύ σύντομα το κρύο συναίσθημα ότι έλειπαν αρκετά πράγματα. Όχι τα έπιπλα – αυτά ήταν στη θέση τους. Ούτε οι φάκελοί του, που εκείνο τον καιρό ήταν ό,τι πολυτιμότερο μετέφερε.
Επικρατούσε τάξη κι αυτό τον μπέρδεψε. Σύντομα όμως βεβαιώθηκε ότι έλειπε κάτι – για την ακρίβεια, ότι έλειπε ο άλλος ένοικος. Και μαζί απουσίαζαν και τα πράγματά του – τα ρούχα από τις ντουλάπες, τα προσωπικά αντικείμενα, όλα όσα έφερε μαζί της η Εύα από το Φιουμιτσίνο μέχρι τη Ζυρίχη, στην τρίτη περίοδο της γνωριμίας τους, που απ' ό,τι έδειχναν τα πράγματα εκείνο το βράδυ τερματιζόταν.
65
Ίσως ο Κωστάλας να είχε μαντέψει ότι ο Παντελής θα περνούσε δύσκολη βραδιά κι γι' αυτό να έκανε τον κατάλληλο προγραμματισμό εργασιών για τον, έως εκείνη τη μέρα, εποχιακό υπάλληλό του. Εκείνος πάντως ένιωσε ανακούφιση για το ότι η πρώτη του υποχρέωση για την ημέρα του δεκαπενταύγουστου ξεκινούσε μετά τις έντεκα το πρωί. Αυτό δεν τον βοήθησε να καταπολεμήσει τον εκνευρισμό του αλλά τουλάχιστον του έδωσε την αίσθηση ότι, όσο αργά και να τον έπαιρνε ο ύπνος, θα είχε μπροστά του ένα ανθρώπινο περιθώριο.
Ήθελε να πιαστεί από κάπου. Σκέφτηκε να ασχοληθεί με τη μελέτη του αλλά αμέσως το μετάνιωσε. Φοβόταν ότι θα άρχιζε να αναθεωρεί και να διορθώνει, κι αυτό θα ήταν καταστροφικό. Στο σημείο που είχε φτάσει, η δουλειά του ήταν αυτή που ήταν. Η βελτίωση ήταν ουτοπία. Προσπαθούσε να αποσπαστεί συναισθηματικά από το έργο του, θυμίζοντας στον εαυτό του ότι επρόκειτο να το παραδώσει αλλού και άρα, κατά κάποιον τρόπο, δεν θα του ανήκε. Δεν ήταν ευχάριστη αυτή η σκέψη, ακριβώς επειδή είχε μια μεγάλη δόση αλήθειας. Ο Παντελής δεν θα ήταν ούτε ο πρώτος, ούτε ο τελευταίος δημιουργός που στο ξεκίνημα της καριέρας του θα έβλεπε κάποιους άλλους να οικειοποιούνται την πνευματική του ιδιοκτησία.
Αντιστάθηκε επίσης στην ιδέα να βάλει ένα ποτό. Το ένα θα έφερνε το άλλο και δεν ήταν βέβαιος πού θα σταματούσε. Προτίμησε να μείνει στην ελπίδα, ότι η Εύα θα ξαναεμφανιζόταν, με τον ίδιο τρόπο που το έκανε πριν λίγο καιρό στην Ιταλία, απροειδοποίητα. Κάποιος λόγος σίγουρα θα υπήρχε γι' αυτή τη φυγή. Κάποια εξήγηση θα λάβαινε, σύντομα. Ίσως.
Αποκοιμήθηκε, λυτρωτικά, πριν το ξημέρωμα. Ξυπνώντας αργά το πρωί, δεν είχε διάθεση να περιποιηθεί τον εαυτό του – δεν έκανε το πρωινό του μπάνιο και δεν ξυρίστηκε. Φορώντας τα χτεσινά ρούχα – τα οποία δεν είχε καν κάνει τον κόπο να τα βγάλει πέφτοντας στο κρεβάτι – πήγε στις δουλειές που του είχε αναθέσει ο Κωστάλας. Κατά τις δύο το μεσημέρι ξεγέλασε την πείνα του με ένα κρουασάν. Στη συνέχεια πήρε υπό μάλης τους φακέλους και πήγε να ανοίξει τον Πολύβιο.
Μπροστά στην πόρτα, με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος του, στεκόταν ένας νεαρός με μαύρο μαλλί και μάλλον συντηρητικό ντύσιμο. Θα πρέπει να κοίταζε την πινακίδα που εξηγούσε γιατί το εστιατόριο ήταν κλειστό, ή ίσως να κοίταζε προς τα μέσα προσπαθώντας να διακρίνει αν βρισκόταν κανείς ανάμεσα στις καρέκλες, τα τραπέζια και τους πάγκους. Ο Παντελής σκέφτηκε να τον αγγίξει στην πλάτη αλλά συγκρατήθηκε και απλά του μίλησε.
Με συγχωρείτε, είπε στα αγγλικά. Ο άνθρωπος που περίμενε γύρισε, με φυσική κίνηση και χωρίς να δείχνει ξαφνιασμένος, το κεφάλι του προς το μέρος του Παντελή. Μόλις κοιτάχτηκαν χαμογέλασαν και οι δυο τους. Ο Παντελής έσπευσε να ανοίξει την πόρτα και αμέσως μόλις μπήκαν μέσα να την ξανακλειδώσει. Ενώ ο άλλος ακούμπησε το σακίδιό του σε ένα από τα τραπέζια και έβγαλε από μέσα διάφορα χαρτιά, ο Παντελής μπήκε στην κουζίνα και γύρισε μετά από λίγη ώρα με δυο φλυτζάνια καφέ. Μπήκαν κατευθείαν στη γραφειοκρατία της δουλειάς που είχαν να κάνουν. Το Πώς από δω; θα έπρεπε να περιμένει για το τέλος.
66
Ο Παντελής δεν ήξερε αν ο ενθουσιασμός του συνομιλητή του – και μελλοντικού του συναδέλφου – ήταν γνήσιος ή αν απλά επρόκειτο γι' αυτό που ήθελε ο ίδιος ν' ακούσει. Ο έπαινος πάντως ήταν ευπρόσδεκτος. Ακόμα πιο καλοδεχούμενη ήταν η διαβεβαίωση ότι η μελέτη του θα συνέχιζε το δρόμο της σε καλά χέρια. Το Τμήμα Αρχιτεκτονικής του Πανεπιστημίου της Ζυρίχης θα αναλάμβανε να προχωρήσει τη δουλειά, στην οποία είχε αφιερώσει τους τελευταίους επτά μήνες ο Παντελής, καθώς και να αναλάβει την επίσημη υποβολή της στον διαγωνισμό, όποτε κι αν αυτός προκηρυσσόταν.
Θα χρειαστεί βέβαια να κάνω λίγη δουλειά στον περιβάλλοντα χώρο. Βλέπεις, δεν τη συνεχίσαμε ποτέ εκείνη τη συζήτηση, είπε χαμογελώντας ο Ντιέγκο. Ο Παντελής χτύπησε γελώντας το χέρι στο τραπέζι, παίρνοντας μια έκφραση τύπου Κοίτα να δεις!, και του εξήγησε το πόσο γρήγορα κύλησαν όλα, το πόσο πολύ απορροφήθηκε από τη δουλειά του – χωρίς να παραλείψει να του πει ότι τη μία και μοναδική φορά που βρήκε χρόνο, τότε που αποκλείστηκε στο αεροδρόμιο Μπαράχας, ανακάλυψε ότι ο Ντιέγκο δεν του είχε δώσει το τηλέφωνό του, παρά μόνο τη διεύθυνση.
Η κουβέντα τους επεκτάθηκε σε ανάλυση των πραγματικά πρωτότυπων στοιχείων που είχε ενσωματώσει ο Παντελής στη μελέτη του Ναού του Τάματος, και ειδικά στις καμπύλες που συναντιόνταν στην κορυφή του λόφου. Γνωρίζοντας τη χριστιανική και ιδιαίτερα την ορθόδοξη ναοδομία ο Παντελής παρέμενε κάπως επιφυλακτικός, φοβούμενος ότι η ιδέα του θα κρινόταν ως υπερβολικά τολμηρή. Ανακουφίστηκε βλέποντας ότι ο Ντιέγκο, ο άνθρωπος που ως μεταπτυχιακός ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Ζυρίχης – απασχόληση που επρόκειτο σύντομα να ξεκινήσει – θα ήταν ο κινητήριος μοχλός στην περαιτέρω επεξεργασία της μελέτης, συμμεριζόταν απόλυτα την αντίληψη του Παντελή. Για τον Ντιέγκο, ο Ναός αυτός θα αποτελούσε ένα μνημείο για τις επόμενες γενιές και, γι' αυτό το λόγο, ο αρχιτέκτονας είχε καθήκον να τον κάνει να ξεχωρίζει και όχι να μιμείται τις τετριμμένες φόρμες της παράδοσης. Ο ισπανός πίστευε ότι η Αθήνα είχε πλέον ανάγκη από μοντέρνα μνημεία που θα τόνιζαν τον σημερινό δυναμισμό της – μη παραλείποντας να τονίσει, και πάλι όπως και τότε στη Βαλένθια, τη χαμένη ευκαιρία του σταδίου Καραϊσκάκη.
Δεν έλειψαν οι παρεκβάσεις της συζήτησης, ιδίως οι αναφορές στον Γκαουντί και γενικότερα στη Βαρκελώνη. Σε κάποια στιγμή, ο Παντελής σηκώθηκε για να φέρει και δεύτερους καφέδες. Ο Ντιέγκο του ζήτησε να φτιάξει αυτή τη φορά τρεις κούπες. Περιμένουμε και παρέα, εξήγησε στον Παντελή. Πραγματικά, σε λίγη ώρα χτύπησε την πόρτα του Πολύβιου ένας μεσήλικας. Ο Ντιέγκο σήκωσε το χέρι και τον χαιρέτισε, σημάδι ότι ήταν ο άνθρωπος που περίμεναν. Ο Παντελής άνοιξε την πόρτα, χαιρετήθηκαν με χειραψία και του έκανε νόημα, λιγάκι αμήχανα, να περάσει και να καθήσει μαζί τους.
Ο Ντιέγκο έκανε τον διερμηνέα, καθώς ο άγνωστος κύριος μιλούσε μόνο γαλλικά ως ξένη γλώσσα, στα οποία ο Παντελής δεν τα κατάφερνε πολύ καλά παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των καθηγητριών του στο γυμνάσιο – τα γερμανικά τον συγκινούσαν πάντα περισσότερο. Ήταν αργά το απόγευμα πλέον και η κούραση, συνδυασμένη με τον ελλιπή ύπνο της προηγούμενης βραδιάς, άρχισε να καταβάλει τον Παντελή. Έπρεπε πάση θυσία να κρατήσει τα μάτια του ανοιχτά και το μυαλό του σε εγρήγορση. Στις δυόμιση ώρες που μεσολάβησε από τη στιγμή που ήρθε ο μεσόκοπος ισπανός μέχρι που έφυγαν μαζί με τον Ντιέγκο, ο Παντελής γέμισε άλλες δύο φορές την κούπα του με καφέ, για να σιγουρευτεί ότι θα κατανοούσε μέχρι κεραίας τις πολύ σημαντικές πληροφορίες που αφορούσαν, όπως αποδείχτηκε, τα επόμενα δύο τουλάχιστον χρόνια της ζωής του.