Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Κεφάλαια 16 έως 18


16

Μα με τι ακριβώς είναι παράλληλη;

Στη Σμύρνη, που την είχε επισκεφθεί σε μια εκδρομή της εφηβείας, ήταν άλλη η λογική, πιο ξεκάθαρη. Μπιριντζί Κορντόν η παραλιακή λεωφόρος, το παλιό Και. Ικιντζί Κορντόν, δεύτερο Κορδόνι, η πάλαι ποτέ Παράλληλος. Ένα, δύο.

Θάλασσα είχε κι η Βαρκελώνη και δεν ήταν τόσο ανόμοια με τις πόλεις που ξέρουμε στη Βαλκανική. Δεν ήταν όμως παράλληλη στη θάλασσα αυτή η Αβινγκούδα Παραλλέλ. Κράτησε μια νοερή σημείωση να ρωτήσει την ξεναγό του όταν θα αποκτούσε την απαιτούμενη οικειότητα ώστε να αρχίσει να εκμυστηρεύεται τις ασυνήθιστες απορίες του.

Στο μεταξύ, και ενώ βάδιζε στο πεζοδρόμιο της Παραλλέλ απ' την πλευρά του λόφου, πλησιάζοντας το σημείο του ραντεβού, αναρωτιόταν πόσο εύκολη θα ήταν η επικοινωνία με την αρχαιολόγο που, όπως αόριστα δηλωνόταν στο δακτυλογραφημένο σημείωμα της πρεσβείας, μιλούσε αγγλικά. Και οι γονείς του μιλούσαν κάποια αγγλικά αλλά δεν κατείχαν καμία ορολογία και δεν σταύρωναν πρόταση χωρίς γραμματικό ή συντακτικό λάθος. Και αν έκρινε από τις πρώτες εικοσιτέσσερις ώρες στην Ισπανία, πολλοί κάτοικοί της δεν έφταναν ούτε στα μισά το επίπεδο γλωσσομάθειας του πατέρα και της μάνας του.

Σχεδόν από την αρχή της γνωριμίας τους αυτή του η αμφιβολία διαλύθηκε. Το μυαλό του άρχισαν να απασχολούν άλλες απορίες, που έρχονταν κι έφευγαν, βρίσκοντας χώρο να σταθούν στα κενά της κουβέντας, που ήταν μικρά και ακανόνιστα. Η Εύα, άγνωστο αν είχε πολλά μαζεμένα να πει ή αν έτσι ήταν γενικά ο τρόπος της, μιλούσε στο ρυθμό που έπεφταν το προηγούμενο βράδυ οι καταιγιστικές σταγόνες. Τα θέματα άλλαζαν, το ύφος και ο ρυθμός παρέμεναν. Και όλα αυτά χωρίς καν να καθήσουν κάπου, στο περπάτημα μέχρι την Πλατεία κι από εκεί όρθιοι στο λεωφορείο.

Ο χρόνος ήταν πολύτιμος, αυτή πρέπει να ήταν η αιτία για την ταχύτητα με την οποία συνέβαιναν και λέγονταν όλα, αλλά προφανώς αυτό ίσχυε για τον χρόνο των άλλων, όχι τον δικό του. Το είχε επιβεβαιώσει κοιτάζοντας τα εισιτήρια, ένα μήνα θα κρατούσε αυτό το πρώτο του επαγγελματικό ταξίδι, κι αν για ένα πράγμα ήταν ήδη σίγουρος, αυτό ήταν ότι τα μελλοντικά ταξίδια του δεν θα είχαν τέτοια διάρκεια. Από τη στιγμή που του το ανακοίνωσε ο πατέρας του είχε αρκετές φορές αναρωτηθεί σε τι όφειλε αυτήν την πολυτέλεια και με ποιον τρόπο θα την ξεπλήρωνε αργότερα. Ήταν νέος αλλά δεν πίστευε πια ότι υπήρχαν ανιδιοτελή δώρα μεταξύ κατεργαραίων.

Μέχρι να φτάσουν στην κορυφή του λόφου, η Εύα είχε πει στον Παντελή την ιστορία του Τιμπιντάμπο και μαζί και τη δική της ιστορία, από την εφηβεία της στη Ζιρόνα μέχρι τον διορισμό της στο πανεπιστήμιο αλλά και τον αρραβώνα της που διαλύθηκε πριν από έξι μήνες. Δεν τόλμησε να της το πει αλλά ήταν βέβαιος ότι γυρίζοντας το απόγευμα στην πόλη θα έψαχνε ανοιχτό φαρμακείο για να βρει ασπιρίνη.

Δεν ήταν μόνο πολλές οι πληροφορίες για να τις αφομοιώσει, κάποιες απ' αυτές ήταν και λιγάκι ενοχλητικές, σαν τσιμπήματα στο πλευρό του. Άργησε λίγο να καταλάβει τι ήταν αυτό το σιδόσο, που έλεγε και ξανάλεγε η Εύα ότι δήθεν σήμαινε στα ελληνικά η βιβλική φράση τίμπι ντάμπο. Σίγουρα ήταν παράξενο που το σοι δώσω δεν του ήταν τόσο γνώριμο όσο το ύπαγε οπίσω μου, αλλά δεν έφταιγε αυτός αν η δεύτερη φράση, και όχι η πρώτη, ήταν αυτή που έμεινε στην καθομιλουμένη των ελλήνων από το επεισόδιο του πειρασμού του Χριστού από τον Σατανά. Φαίνεται ότι οπίσω τους είχαν αφήσει οι ορθόδοξοι συνολικά αυτό το περιστατικό. Ο Παντελής είχε συνδέσει τις βουνοκορφές της χώρας του με τον Προφήτη Ηλία και όχι με τον ίδιο τον Θεάνθρωπο που, στην καθολική εκδοχή του, είχε τον κόσμο στα πόδια του κι όμως συνέχισε να κοιτάει ψηλά.

Ο άνεμος στο υψόμετρο των 500 μέτρων φυσούσε απειλητικά. Το λούνα παρκ ήταν κλειστό και ο κόσμος στο ύπαιθρο λιγοστός. Ο Παντελής, εκμεταλλευόμενος την σύντομη απομάκρυνση της Εύας που πήγε να ελέγξει τις ώρες λειτουργίας, βρήκε την ευκαιρία να παρατηρήσει σιωπηλός τον διώροφο ναό και πρόλαβε να φανταστεί το άγαλμα του Χριστού, στην κορυφή, να χάνεται μέσα στην ομίχλη, να αψηφά τους κεραυνούς, να φωτίζεται τη νύχτα.

Δυστυχώς σήμερα θα είναι εκτάκτως κλειστή. Πρόβλημα με τη χτεσινή νεροποντή – μπήκαν νερά. Ξανανοίγει αύριο στις εννιά, καλώς εχόντων των πραγμάτων. Αναγκαστικά περιορίστηκαν στις εξωτερικές όψεις της εκκλησίας, παίρνοντας φωτογραφίες από κάθε πλευρά, μέχρι που εξαντλήθηκαν τα δύο φιλμ που είχαν μαζί, το ένα έγχρωμο και το άλλο ασπρόμαυρο. Ο Παντελής ήθελε να μετρήσει και τις βασικές εξωτερικές διαστάσεις αλλά η Εύα τον έπεισε ότι δεν άξιζε τον κόπο να το κάνουν εκείνη την ώρα, θα το έκαναν όταν ξανάρχονταν μαζί με τις εσωτερικές, κι άλλωστε όλο και κάποια σχέδια θα έβρισκαν. Η ακρίβεια εκατοστού δεν είχε καμιά σημασία πέρα από τη δική του προσωπική επιθυμία για πληρότητα, η Βαρκελώνη θα ήταν σημείο αναφοράς και έμπνευσης και όχι πρωτότυπο προς πιστή αντιγραφή.

Με όποια μορφή κι αν τελικά κατασκευαζόταν ο Ναός του Σωτήρος, θα έπρεπε – κατά τη γνώμη του Παντελή – να διαφέρει από την Ιερά Καρδία του Τιμπιντάμπο σε ένα τουλάχιστον γνώρισμα: το χρώμα. Το πάλλευκο μπορεί να ήταν ταιριαστό για ξωκλήσια και για παλάτια με φόντο το δάσος, αλλά στα βραχώδη Τουρκοβούνια χρειαζόταν κάτι πιο γήινο. Αυτό σκεφτόταν την ώρα που κατέβαιναν με το λεωφορείο και προσπαθούσε να πάρει μια μικρή γεύση από το πώς φαινόταν συνολικά ο λόφος με την εκκλησία. Κάποια μέρα θα νοίκιαζε αυτοκίνητο για να αναζητήσει χαρακτηριστικές μακρινές όψεις, με όλες τις δυνατές περιπτώσεις φυσικού φωτισμού – χάραμα, σούρουπο, με ήλιο ή συννεφιά. Για την πρώτη μέρα είχε δει, και είχε μιλήσει και σκεφτεί, κάτι παραπάνω από αρκετά. Ο πονοκέφαλος που φοβόταν ήρθε σαν φυσική συνέπεια.

Η Εύα έμεινε κι αυτή, όπως ο Παντελής, σιωπηλή στο μεσημεριανό φαγητό. Εκείνη δεν είπε τίποτα για πονοκέφαλο κι ο Παντελής σκέφτηκε ότι εκείνος που οδηγεί το αυτοκίνητο, δεν ζαλίζεται στις στροφές. Το ξανασκέφτηκε και συνειδητοποίησε ότι είχε απέναντί του μια επαγγελματία που σίγουρα είχε και άλλες σκοτούρες και υποχρεώσεις – οι οποίες θα την περίμεναν στο γραφείο της το απόγευμα μετά από αυτό το ευχάριστο πρωινό στο Τιμπιντάμπο, μισό δουλειά και μισό εκδρομή για κείνη. Του έδωσε το τηλέφωνό της στο πανεπιστήμιο και ανανέωσαν το ραντεβού για το επόμενο πρωί.

Πριν γυρίσει στο ξενοδοχείο, ο Παντελής βρήκε τηλεφωνικό θάλαμο για να δώσει σημεία ζωής στους γονείς του, φωτογραφείο για να δώσει τα τελειωμένα φιλμ και να αγοράσει καινούργια, και φαρμακείο για να προμηθευτεί ασπιρίνες και άλλα αχρείαστα.

Κουρασμένος, αποφάσισε να πέσει για ύπνο κατά τις εννιά, ασυνήθιστα νωρίς για τα δικά του δεδομένα. Αισθάνθηκε τυχερός που δεν θα χρειαζόταν να τηλεφωνήσει στην πρεσβεία παρά μόνο την Παρασκευή. Αισθάνθηκε όμως την ανάγκη να καλέσει έναν άλλο αριθμό, χωρίς να είναι καν σίγουρος αν εκείνη την ώρα θα έβρισκε τον συνομιλητή που ήθελε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ζήτησε από τη ρεσεψιόν εξωτερική γραμμή και άρχισε να γυρίζει το καντράν του τηλεφώνου στο δωμάτιό του.


17

Τις Τετάρτες είχε πάντα ένα ελεύθερο απόγευμα απ' τη δουλειά. Συνέχισε να το έχει και συνέχισε να το αξιοποιεί όπως και πριν. Χειμώνα – καλοκαίρι με τον ίδιο τρόπο, δεν το βαριόταν.

Κι εκείνος δεν της κρατούσε μούτρα. Ναι, θα το προτιμούσε να μην του εξαφανιζόταν μεσοβδόμαδα, τη μέρα που κι εκείνος είχε ελεύθερο το απόγευμα – κλειστά γαρ τα καταστήματα. Το είχαν όμως συμφωνήσει, ο προσωπικός χρόνος του καθενός τους θα ήταν σεβαστός. Αν μη τι άλλο, τα μαγαζιά είναι κλειστά, το κομπόδεμά μας δεν κινδυνεύει από τη βόλτα σου, την πείραζε καμιά φορά.

Κι ούτε έβλεπε μπροστά της άλλο κίνδυνο η Κατερίνα όταν περπατούσε στο κέντρο της Αθήνας. Η πόλη ήταν ασφαλής, παρά τη γκρίνια και τις υπερβολές των γονιών της που μιλούσαν για ζούγκλα, πιο πολύ επειδή αυτό πίστευαν όλοι στο νησί και όχι από πραγματικό δικό τους φόβο. Επικίνδυνη έβρισκε καμιά φορά όχι την πόλη αλλά τη συμπεριφορά του Γρηγόρη, που το συνήθιζε να περπατά ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα και τρόλλεϋ για να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, παρασέρνοντας από το χέρι την Κατερίνα – κι ας ήταν στα δέκα μέτρα το φανάρι.

Αλλά τις Τετάρτες, μόνη της, πήγαινε χωρίς ρίσκο. Στους ίδιους δρόμους, Χέυδεν, Πατησίων, Πανεπιστημίου, Χρήστου Λαδά, στην ίδια τζαμόπορτα κατέληγε και περίμενε, και πάντα εμφανιζόταν μπροστά της η παιδική φίλη.

Η κουβέντα γινόταν στο δρόμο, εκτός αν έπιανε μπόρα, οπότε τη βγάζαν στη στοά μέχρι να κοπάσει. Τα παγκάκια στο Κολωνάκι, το Σύνταγμα ή το Ζάππειο τα απέφευγαν, ήταν συνώνυμα με την ενόχληση. Δεν ήθελαν να ενοχλήσουν τα ζευγάρια ούτε να ενοχληθούν από τους μοναχικούς τύπους που συχνά καπάρωναν εκείνοι τις θέσεις.

Μιλούσαν πολύ. Και πιο πολύ εκείνη. Είχαν να το λένε στο νησί για την κόρη του Γιάννη του Κερκέντελε, ότι δεν τα μέτραγε και πολύ τα λόγια της, από έφηβη ακόμα. Της Κατερίνας όμως της άρεσε ν' ακούει, κι έτσι η Βάσω βρήκε την ιδανική ακροάτρια.

Η αλήθεια είναι ότι από τότε που μπλέχτηκε με την Οργάνωση είχε μαζευτεί λιγάκι. Αλλά την τέχνη δεν την άφηνε. Μιλούσε πολύ και με πολλούς. Και όσο απέναντί της είχε ανθρώπους που απλά μοιράζονταν την ίδια αγάπη για επικοινωνία, κανένα πρόβλημα.

Δεν ήταν όμως όλοι εραστές του διαλόγου.


18

Το επόμενο πρωί όλα ήταν διαφορετικά.

Το ξύπνημα έγινε με πολύ κόπο, με βαρύ κεφάλι και με το άγχος ενός πρωινού ραντεβού. Έφταιγε το ρούχο, που επιστρατεύτηκε για να ζεστάνει τα σώματα και τις ψυχές; Δεν έφταιγε εξίσου και ο λίγος και κομματιαστός ύπνος; Σε τελευταία ανάλυση, έφταιγε εκείνο το τηλεφώνημα.

Το τίμημα της υπέροχης νύχτας ήταν το τρέξιμο της επόμενης μέρας, η ανάγκη του Παντελή και της Εύας, της Εύας και του Παντελή να βρουν τη Διαγώνιο, τον σύντομο δρόμο για τα πάντα.

Η Ντιαγονάλ ήταν μια χαρακιά στην ορθογώνια μονοτονία του Εϊσάμπλε. Ήταν η δυσανάγνωστη υπογραφή ενός καλλιγράφου, ο αυτοσχεδιασμός ενός βιρτουόζου, το τελείωμα της τρίλιζας.

Αυτά στο χάρτη. Από κοντά, με την πρωινή κυκλοφορία και τη βουή της, η Διαγώνιος δεν ήταν τόσο ποιητική. Ειδικά όταν την ανηφόριζες, με προορισμό ένα γκρίζο κτίριο, απροσδιόριστης ηλικίας και αδιάφορο. Και όταν συνειδητοποιούσες, όπως συνέβη στον Παντελή την ώρα που περίμενε την Εύα να τελειώσει κάποιες πρωινές δουλειές στο γραφείο της, ότι πρέπει να την ξανακατηφορίσεις για να πάρεις τα βασικά σου σύνεργα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου – τη μηχανή, τα δύο καινούργια φιλμ, τη μετροταινία και το κουτί με τις ασπιρίνες. Ένας τόσο εντυπωσιακός δρόμος κατέληξε, με όλα αυτά, να γίνει κουραστικός. Η συνονόματη Διαγώνιος της Θεσσαλονίκης, μικρότερη στο μήκος και γι' αυτό ευκολότερη να τη φέρεις βόλτα, φαινόταν εκείνη την ώρα απείρως προτιμότερη. Το τι ήταν προτιμότερο όμως έμπαινε σε δεύτερη μοίρα, η μέρα δεν έπρεπε να χαθεί ακόμη κι αν είχε ξεκινήσει στο ρελαντί.

Κι έτσι, βάζοντας το κεφάλι κάτω έκαναν αυτό που έπρεπε να γίνει, και για καλή τους τύχη η εκκλησία ήταν εκείνη τη μέρα ανοιχτή. Βρήκαν, όπως το σχεδίαζαν, και τον εφημέριο του ναού, από τον οποίο πήραν την άδεια να φωτογραφίσουν και να μετρήσουν, την υπόσχεση για κάποια αρχιτεκτονικά σχέδια και την ελπίδα ότι θα γνώριζε, και θα μπορούσε σε μια πιο ήσυχη στιγμή να τους αφηγηθεί, κάποια χαρακτηριστικά επεισόδια από το πολύχρονο ιστορικό της κατασκευής.

Όταν πήραν το λεωφορείο για να κατέβουν ήταν περασμένες τέσσερις και ο Παντελής ήθελε απεγνωσμένα να κοιμηθεί, να ακουμπήσει στο πλευρό της Εύας – δεν ήταν σίγουρος τι απ' τα δύο ήθελε περισσότερο. Και όταν ξαναβρέθηκαν στη Διαγώνιο, πάλι δεν ήταν σίγουρος για τη συνέχεια. Άφησε την Εύα να δώσει τη λύση, με μια ανόητη αλλά απαραίτητη δικαιολογία. Αυτή τη φορά έπεσε για ύπνο από τις οχτώ, και αποκοιμήθηκε αμέσως. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου