Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Κεφάλαια 25 έως 30 (διπλή εορταστική δόση)


25

Το φαγητό δεν κατέβαινε.

Κι ας ήταν τόσο γλυκιά η χειμωνιάτικη βραδιά. Κι ας ήταν τόσο γελαστό και τόσο λαμπερό το πρόσωπό της, τόσο μελωδική η φωνή της, τόσο ταιριαστό το απλό της ντύσιμο.

Προσπάθησε να μην της κρατήσει μούτρα, του ήταν όμως αδύνατο να συνεχίζει να παίζει θέατρο για πολύ.

Ήταν έτοιμος να της μιλήσει. Να ξεσπάσει. Να της εξηγήσει ότι δεν ήταν ανάγκη να ξεκινήσουν τη σχέση τους, την όποια σχέση τους, με ψέματα.

Τον αιφνιδίασε.

Δεν έμεινα όσο ήθελα στη Ζιρόνα, του είπε, λες και μάντεψε την ερώτησή του. Σάββατο μεσημέρι με Κυριακή απόγευμα, τι να πρωτοκάνεις;

Ήπιε μια γουλιά κρασί και συνέχισε: Την Παρασκευή δεν έφυγα αμέσως. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω κάποιους λογαριασμούς, εδώ στη Βαρκελώνη.

Την κοίταξε στα μάτια. Εκείνη τον κοιτούσε ήδη. Συνέχισε. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό που έχουμε, ήθελα όμως να είμαι καθαρή. Νομίζω πως έτσι είναι το σωστό.

Το μυαλό του έτρεξε πίσω, στη Ράμπλα. Οι τρεις τύποι, ο ψηλός που την είχε αγκαλιά – ή δεν την είχε; Τα αγέρωχα βλέμματά τους. Όλοι κοίταζαν κάπου μακριά. Κι εκείνη μαζί. Να τον είχε δει άραγε, και να προσπαθούσε να δικαιολογηθεί τώρα; Δύσκολο. Να το είχε μαντέψει από την κακοκεφιά του; Αδύνατο να μαντέψει.

Και γιατί με τρεις και όχι τετ-α-τετ; Ο λογικός του εαυτός έβρισκε πιθανές απαντήσεις – τι τους εμπόδιζε να κάνουν όλοι μαζί παρέα; Βγήκαν μαζί για φαγητό και ποτό, όπως πάντα, και μετά ξεμοναχιάστηκε με τον εραστή της, και πάλι όπως πάντα.

Στο επόμενο δευτερόλεπτο άρχισε – σιωπηρά πάντα – ο σαρκασμός. Κατάλαβα πώς ακριβώς ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους. Ας τους ξεκαθαρίσουμε μια τελευταία φορά, έτσι για να το θυμόμαστε.

Ήταν μπερδεμένος – έμεινε μπερδεμένος όλη τη βραδιά. Αισθάνθηκε βέβαια υποχρεωμένος να της πει πόσο πολύ εκτιμούσε την ειλικρίνειά της. Πέρασαν μαζί τη νύχτα, στο σπίτι της. Κάποιες φορές περνούσε απ' το μυαλό του η φράση του Γαλιλαίου: Και όμως γυρίζει, μέχρι που τελικά τον πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά της.


26

Ο Μίμης σχημάτισε τον αριθμό του Υπηρεσιακού Παράγοντα. Δεν ήξερε σε τι να ελπίζει. Αν δεν ξέρει τίποτα, σημαίνει ότι είναι νυχτωμένος. Αν ξέρει, τόσο το χειρότερο. Ήταν πάντως περίεργος να ακούσει τι θα του έλεγε.

Δεν τον βρήκε. Ήταν περασμένη η ώρα. Θα ξαναδοκίμαζε αύριο. Πήρε το χαρτοφύλακά του και βγήκε στο δρόμο. Περπάτησε μέχρι τα προπύλαια του Πανεπιστημίου αλλά η στάση ήταν γεμάτη από κόσμο. Αποφάσισε να περπατήσει. Ο κρύος αέρας θα του έκανε καλό.

Όταν έφτασε στο σπίτι είχε σχεδόν νυχτώσει. Η Σωτηρία έλειπε, μάλλον θα είχε βγει να ψωνίσει. Ο Μίμης έβγαλε τα παπούτσια του κι έβαλε να κάνει ποδόλουτρο. Άνοιξε και την τηλεόραση. Είχε ειδήσεις αλλά εκείνος δεν πρόσεχε. Ακόμα και ποδόσφαιρο να είχε, που τόσο τον συνέπαιρνε, είναι αμφίβολο αν θα έδινε σημασία.

Στη μισή ώρα ήρθε και η γυναίκα του. Καλώς τον άσωτο!, του είπε χαϊδευτικά, μαθημένη από απροσδόκητες αργοπορίες ενός συζύγου που εκτός από σπίτι και οικογένεια είχε και καριέρα.

Ο Μίμης ζήτησε ένα καφέ, για την ακρίβεια ένα βαρύ γλυκό. Σε πέντε λεπτά η Σωτηρία ήρθε από την κουζίνα κρατώντας ένα δίσκο με ένα φλιτζάνι και δύο ποτήρια νερό. Στην υγειά μας, είπε και σήκωσε το ένα ποτήρι. Ήπιε λίγο, το άφησε και περίμενε.

Ο Μίμης ήπιε λίγο απ' το ζεστό καφέ. Βαριεστημένα, τη ρώτησε πού είχε πάει. Τα ψώνια αποκλείονταν γιατί δεν την είδε να κρατάει τίποτα. Όχι ότι καιγόταν από περιέργεια αλλά έτσι, για να ξεκινήσει την κουβέντα.

Στην ανιψιά μας πήγα.

Την Κατερίνα; ρώτησε ο Μίμης. Είχε να τους δει από το γάμο. Η Κατερίνα είχε περάσει από τη Σωτηρία ένα απόγευμα που εκείνος έλειπε σε σύσκεψη. Μάλλον η γυναίκα του ανταπέδωσε σήμερα την επίσκεψη.

Είναι λιγάκι θυμωμένη με τον καλό της. Παύση, για να δει την αντίδραση του Μίμη. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Η Σωτηρία συνέχισε. Που θα πάει και φέτος στο καρναβάλι. Κι ας είναι παντρεμένοι.

Και γιατί δεν την παίρνει μαζί του; απόρησε ο Μίμης.

Αυτό τη ρώτησα κι εγώ. Δεν είναι όμως αυτό το πρόβλημά της. Εκείνος, μάλλον της το λέει - εκείνη δεν θέλει να πάει. Η Σωτηρία αναστέναξε. Αυτό το κορίτσι, μια ζωή αντίδραση και πείσμα! Και πέρσι που την είχαμε εδώ, τα ίδια πάλι, δε θυμάσαι;

Ο Μίμης δε θυμόταν.

Και πάλι ξεσπάθωνε για το καρναβάλι, συνέχισε η Σωτηρία. Που είναι ξενόφερτο, καταναλωτικό και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Τα ίδια μού' λεγε και σήμερα. Πρέπει, λέει, να διασκεδάζουμε παραδοσιακά. Τι παραδοσιακά, κορούλα μου, της είπα, δεν είναι παραδοσιακή η αποκριά; Με το μπαμπά σου, πριν τον πόλεμο, ξέρεις τι ξεφάντωμα κάναμε κάτω στο νησί; Δε σου τραγούδησε ποτέ τ' αποκριάτικα; Της τά' πα ένα χεράκι αλλά εκείνη τίποτα, αγύριστο κεφάλι! Ίδια η μάνα της ώρες ώρες.

Η Σωτηρία ξαναήπιε νερό και συνέχισε. Δεν το καταλαβαίνω αυτό το κορίτσι! Ενώ έχει μυαλό, και μάλιστα διαβάζει…

Το ζήτημα είναι, τι διαβάζει; παρατήρησε ο Μίμης. Κι ο αρχιμανδρίτης μελετά, είπε από μέσα του. Οι μεσημεριανές κουβέντες δεν σταμάτησαν να απασχολούν τη σκέψη του.

Να δεις που αυτή η Βάσω του Κερκέντελε θα' χει βάλει το χέρι της!, συνέχισε η Σωτηρία. Δεν τους χώνευε οικογενειακώς, τους Κερκεντελαίους. Τόσο ο πρόσφυγας παππούς, ο γερο-Παναής, χαμάλης στο λιμάνι, όσο και η γυναίκα του και τα δύο παιδιά του, ο Γιάννης και η Μαρίτσα, ήταν απόμακροι και μουντοί άνθρωποι. Τα εγγόνια ήταν πιο πρόσχαρα, αλλά παρόλα αυτά η Σωτηρία ένιωσε μια ανακούφιση όταν έμαθε ότι ο γιος της δεν έκανε παρέα πια με τη Βάσω.

Ο Μίμης, που δεν είχε γεννηθεί στο νησί και μπορούσε να κρατήσει κάποιες αποστάσεις από τις εμμονές της τοπικής κοινωνίας, παραδεχόταν ωστόσο ότι για τους Κερκεντελαίους είχε κάποιο δίκιο η Σωτηρία. Περίεργοι τύποι. Την άφησε να συνεχίσει το συλλογισμό της.

Το ξέρεις ότι με το Κατερινάκι συναντιώνται ανελλιπώς, κάθε Τετάρτη; Δεν είναι μωρό παιδί, βέβαια, αλλά προσπάθησα να της το πω με τρόπο, ότι ο γάμος θέλει προσοχή, ειδικά στην αρχή. Να κοιτάζει κανείς το σπίτι του πρώτα απ' όλα, και μετά όλα τ' άλλα. Ήπιε λίγο νερό και συνέχισε, σχεδόν ψιθυριστά: Σε κάποια οργάνωση είναι αυτή.

Η Βάσω; ρώτησε το ίδιο χαμηλόφωνα ο Μίμης.

Η Βάσω, απάντησε η Σωτηρία. Ο Μίμης, όπως και η γυναίκα του, την είχε δει κι εκείνη στο γάμο, στην εκκλησία όμως μόνο και όχι στο γλέντι. Θυμόταν καλά το ανεπιτήδευτο ντύσιμό της και τον κότσο στα μαλλιά της. Η Βάσω σε οργάνωση; Γιατί όχι, τώρα που το σκεφτόταν. Κάτι ήξερε για ταγάρια, για μοντγκόμερι, για ίσιο παπουτσάκι – να κι ο κότσος τώρα, άλλο ένα αξεσουάρ, όσο ζω μαθαίνω, σκέφτηκε.

Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος του ο Άρης. Φανατικός εργένης και δεινός σκακιστής. Τον προσκάλεσε να συνεχίσουν τη χτεσινή παρτίδα. Αν και σκοτισμένος, και συνεπώς σε κακή φόρμα για πνευματικό παιχνίδι, ο Μίμης το είδε σαν ευκαιρία να ξεδώσει. Η Σωτηρία δεν του έφερε αντίρρηση. Αρκεί να μην αργούσε πολύ για το βραδινό φαγητό.

Γύρισε κατά τις εννιάμιση. Η παρτίδα ήταν μια τυπική διαδικασία, η θέση των πιονιών του ήταν ήδη δύσκολη από χτες – η ήττα ήταν προδιαγεγραμμένη. Το κονιάκ που του πρόσφερε ο Άρης σίγουρα δεν τον βοήθησε να ανατρέψει το σκηνικό. Τουλάχιστον του έφτιαξε λίγο τη διάθεση. Τα προβλήματα της δουλειάς μπορούσαν να περιμένουν μέχρι το επόμενο πρωί.


27

Για δεύτερη συνεχόμενη Κυριακή, ο Σωκράτης δεν ακολούθησε την παρέα στα καφενεία. Αυτή τη φορά πήρε το τρίκυκλο και πήρε τον επαρχιακό δρόμο. Μόνος του. Συντροφιά του, αν μπορούσε να την πει κανείς έτσι, ένα πακέτο τσιγάρα, ένα κουτί σπίρτα και μια φωτογραφία. Τη φωτογραφία.

Στα μισά του δρόμου για το Καλέμι ήταν ο πύργος του Μπίγαλη, ένα ερειπωμένο οικοδόμημα στην πλαγιά, που η κάτω του πλευρά κατέληγε σε έναν πέτρινο τοίχο με ύψος γύρω στα είκοσι μέτρα. Η βάση του τοίχου ήταν στην άκρη του επαρχιακού δρόμου. Σε μια εσοχή του τοίχου υπήρχε μια βρύση και δίπλα ένα πεζούλι – το αγαπημένο στέκι όλης της παρέας, χειμώνα-καλοκαίρι. Ο καιρός ήταν υποφερτός, χωρίς ιδιαίτερο κρύο, κι έτσι ο Σωκράτης σταμάτησε το τρίκυκλο δίπλα στη βρύση και έκατσε στο πεζούλι. Άναψε ένα 22 και έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφία.

Διαστάσεις έξι επί τέσσερα. Περίπου. Χωρίς άσπρο πλαίσιο, λίγο φθαρμένη στην αριστερή ακμή. Καθισμένοι σ' ένα ασβεστωμένο πεζούλι, τρεις άντρες. Ο μεσαίος κρατούσε ένα μικρό μπαγλαμαδάκι, έναν τζουρά, στο ένα του χέρι. Ο Σωκράτης παρατήρησε τα πρόσωπα και τα σώματα της φωτογραφίας.

Αριστερά ο μπαρμπα-Νικολός. Σκουρόχρωμο πουκάμισο, ίσως βαθύ μπλε – αν μπορούσε να κρίνει καλά από την ασπρόμαυρη φωτογραφία – με γυρισμένα τα μανίκια. Κατάμαυρο παντελόνι. Τραγιάσκα στο κεφάλι. Σκυμμένος μπροστά, οι αγκώνες στους μηρούς και τα χέρια σταυρωμένα. Και το χαρακτηριστικό μουστάκι.

Ο άνθρωπος στο μέσον είχε φυσιογνωμία άγνωστη στο Σωκράτη. Το σουλούπι του και το ντύσιμό του πάντως δεν ήταν πολύ διαφορετικό από του μπαρμπα-Νικολού – με τη διαφορά ότι ήταν ασκεπής. Το πρόσωπό του απέπνεε εξωστρέφεια, αυτοπεποίθηση – μαγκιά, όπως την αντιλαμβανόταν ο Σωκράτης – σε αντίθεση με το μαζεμένο και μάλλον βλοσυρό ύφος του Νικολού.

Ο άνθρωπος στα δεξιά είχε φυσιογνωμία επίσης άγνωστη. Για την ακρίβεια, θα έμενε για πάντα άγνωστη. Ο χώρος όπου κανονικά θα βρισκόταν το πρόσωπό του ήταν μουτζουρωμένος με μελάνι.

Είχε κοιτάξει αρκετές φορές τη φωτογραφία τις τελευταίες εφτά μέρες. Δεν είχε καταφέρει να μαντέψει ποιοι ήταν οι άλλοι δύο. Γύρισε τη φωτογραφία μπρος πίσω. Και την πίσω όψη την είχε δει κι αυτήν αρκετές φορές. Τρία ονόματα, έξι ψηφία και μια διεύθυνση. ΝικολόςΚώστας – Γιάννης, τα ονόματα, με μαύρο μελάνι. 207937: ο αριθμός, γραμμένος με κόκκινο. Από κάτω η διεύθυνση, Κιάφας 46, με κόκκινο κι αυτή. Και κάτω κάτω η στάμπα, με δύο τετράγωνα κόκκινα κι άλλα τόσα μπλε.

Και λοιπόν;

Ωραία, Κώστας ο μεσαίος – ο χωρίς τραγιάσκα – και Γιάννης στα δεξιά. Αγνώστων λοιπών στοιχείων όμως, και σίγουρα όχι της οικογένειας. Φαίνονταν σημαντικοί και αρκετά οικείοι, ώστε να αρκούν τα μικρά τους ονόματα, και μάλιστα ανάμεσα σε τόσους Κώστηδες και Γιάννηδες, για να τους θυμάται αυτός που έγραψε τη λεζάντα.

Η διεύθυνση, το δίχως άλλο, αθηναϊκή. Δεν την ήξερε την οδό αλλά τέτοιο δρόμο σίγουρα δεν είχανε στο νησί, και σίγουρα όχι με σαρανταέξι νούμερα. Τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν καν νούμερα, μόνο αυτά της απογραφής.

Με το δεύτερο τσιγάρο το πρόσωπό του φωτίστηκε. Όχι από την επίδραση της νικοτίνης. Απλά σκέφτηκε ότι ο εξαψήφιος αριθμός, γραμμένος σίγουρα μεταγενέστερα από την προπολεμική φωτογραφία – το φανέρωνε το κόκκινο μελάνι κι ο διαφορετικός γραφικός χαρακτήρας – δεν ήταν, δεν μπορεί να ήταν τίποτε άλλο παρά τηλεφωνικός, και μάλιστα αθηναϊκός. Όπως κι η διεύθυνση.


28

Αυτή τη φορά του ζήτησε να έρθει μαζί της στο σταθμό. Για την ακρίβεια, αρχικά του ζήτησε να έρθει στη Ζιρόνα. Εκείνος αρνήθηκε, της είπε ότι έχει να κάνει λίγη δουλειά μες στο σαββατοκύριακο. Ήταν λογικό αυτό που της είπε – ήταν η προτελευταία του Παρασκευή στην Ισπανία. Στην πραγματικότητα όμως είχε ήδη δουλέψει πολύ. Καθόταν μέχρι αργά το βράδυ πάνω από τα σκίτσα του, τις φωτογραφίες που είχε εμφανίσει, τις σημειώσεις, τα αντίγραφα από σελίδες βιβλίων και μελετητικών τευχών – και δούλευε την ιδέα του για τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Είχε ήδη φτάσει σε καλό σημείο. Το μυαλό του χρειαζόταν μια ξεκούραση αυτό το σαββατοκύριακο. Ήθελε όμως να βρει την ξεκούραση μακριά από την Εύα. Περνούσε καλά μαζί της αλλά δεν ήθελε να μπει πολύ στο περιβάλλον της. Ίσως έφταιγαν οι τρεις τύποι που είδε μαζί της εκείνο το βράδυ. Όχι Ζιρόνα λοιπόν.

Έλα τουλάχιστον στο σταθμό. Να πάμε μια ώρα πριν την αναχώρηση. Θέλω να σου πω κάτι, τον παρακάλεσε η Εύα. Πήγαν λοιπόν. Κάθησαν σε ένα παγκάκι. Την κοίταξε σιωπηλός, περιμένοντας ν' αρχίσει εκείνη να μιλάει.

Εκείνη έβγαλε από το σακίδιό της ένα βιβλίο. Αυτό για σένα, του είπε. Ο Παντελής έκανε να το κοιτάξει αλλά η Εύα ακούμπησε το χέρι της πάνω του έτσι ώστε να κρύβει το μισό εξώφυλλο. Θα το δεις μετά, του είπε. Ο Παντελής την κοίταξε με απορία. Θέλω να έρθω στην Αθήνα το Πάσχα, του είπε, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.

Το δικό σας ή το δικό μας; ρώτησε εκείνος, λες και το σημαντικότερο ήταν να διευκρινίσει η Εύα αν εννοούσε το Καθολικό Πάσχα ή το Ορθόδοξο.

Να κάνεις τι στην Αθήνα; την ξαναρώτησε αμέσως μετά, κι έτσι δεν συνεχίστηκε η συζήτηση για το Πασχάλιον του 1969.

Η Εύα έκανε μια μικρή παύση. Αναζήτηση δεν έχει μόνο η δική σου η δουλειά. Κι η δική μου έχει, και μάλιστα περισσότερη. Αρχαιολόγος χωρίς έρευνα ίσον μηδέν.

Δεν ήξερα ότι σε ενδιαφέρουν οι ελληνικές αρχαιότητες, απόρησε ο Παντελής.

Δε με ενδιαφέρουν οι ελληνικές αρχαιότητες, απάντησε με σταθερή φωνή η Εύα. Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν ένα μάθημα ιστορίας για τον Παντελή. Και μάλιστα μεσαιωνικής. Στα σχολικά του χρόνια αυτήν την περίοδο την είχε μάθει ως Βυζαντινή, αλλά τώρα είχαν μπει σε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, για το οποίο δεν ήξερε τίποτα.

Ναι, ήξερε για την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους και για τα κρατίδια που γεννήθηκαν μετά από αυτήν. Θυμόταν το Δουκάτο των Αθηνών και το όνομα του Όθωνος Ντε Λα Ρος. Είχε δει και στον κινηματογράφο τον Πύργο των Ιπποτών. Αλλά μέχρι εκεί. Ο δέκατος τέταρτος αιώνας, αυτός που ενδιέφερε την Εύα, του ήταν εντελώς άγνωστος.

Για εβδομηνταπέντε περίπου χρόνια, οι άρχοντες της Αθήνας δεν ήταν ούτε βυζαντινοί, ούτε τούρκοι, αλλά ούτε καν φράγκοι, με τη στενή έννοια. Ήταν από την Βαρκελώνη, τη Λιέιδα, τη Ζιρόνα…  

Δηλαδή ισπανοί; ρώτησε ο Παντελής.

Δηλαδή καταλανοί, απάντησε η Εύα, με χαμηλωμένη αλλά πάντα σταθερή φωνή.


29

Το σκάκι θέλει καθαρό μυαλό.

Σίγουρα οι απογευματινές και βραδινές ώρες δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Όχι με αντίπαλο τον Άρη, έναν μοναχικό εργένη εισοδηματία που δεν είχε τις καθημερινές έγνοιες των περισσοτέρων ανθρώπων.

Το μυαλό του Μίμη όμως δεν ήταν καθαρό ούτε εκείνο το πρωί. Αν ξεκίναγε μια παρτίδα σκάκι θα την έχανε σε δώδεκα κινήσεις, σαν αρχάριος. Το μυαλό του ήταν βραδυκίνητο σαν το λεωφορείο που τον πήγαινε στο κέντρο, στριμωγμένο στο πρωινό αθηναϊκό μποτιλιάρισμα.

Είχε κακοκοιμηθεί. Ξυπνούσε μες στη νύχτα, βασανισμένος από τη σκέψη του αρχιμανδρίτη, τη σκέψη του Χρήστου, τη σκέψη της οργάνωσης της Βάσως – και από έναν πονοκέφαλο που δεν έλεγε να φύγει.

Φτάνοντας στο γραφείο, παρήγγειλε έναν διπλό ελληνικό στο κυλικείο. Ήξερε ότι αυτό δεν θα αναπλήρωνε τον χαμένο ύπνο, αλλά έπρεπε να κάνει κάτι.

Το γραφείο είχε ησυχία. Ο Χρήστου δεν είχε φτάσει ακόμα. Όταν του έφεραν τον καφέ, ο Μίμης ήπιε μια γουλιά και, αφού σήκωσε το ακουστικό, σχημάτισε τον αριθμό του Υπηρεσιακού Παράγοντα. Καμία απάντηση και πάλι. Καλά, δεν πατάνε καθόλου στα γραφεία τους; απόρησε μέσα του.

Με τη δεύτερη γουλιά – μεγάλη γουλιά, που σχεδόν έφερε στη μέση την κούπα με τον διπλό καφέ – σκέφτηκε την Κατερίνα. Το Γρηγόρη. Την Πάτρα. Το καρναβάλι. Τη Βάσω. Το γερο-Κερκέντελε. Μέρα νύχτα στο λιμάνι. Αχθοφόρος. Τη γυναίκα του. Μέρα νύχτα στο λιβάνι. Καντηλανάφτισσα. Ψυχή του σπιτιού η κυρα-Βασιλεία, μάνα του Γιάννη και της Μαρίτσας, γιαγιά της Βάσως και των άλλων εγγονών, έξι ήταν όλοι τους αλλά η Βάσω ήταν η αγαπημένη, είχε και τ' όνομά της. Κάποιοι έλεγαν ότι της έμοιαζε κιόλας. Αταβισμός.  

Ήταν ολοφάνερο.

Μόνο σ' ένα είδος οργάνωσης θα μπορούσε να ανήκει η Βάσω.

Σε μια οργάνωση που το όραμά της δεν ήταν ο Τρίτος Γύρος, αλλά η Δευτέρα Παρουσία.

Με την τρίτη γουλιά καφέ έφτασε στο κατακάθι. Γύρισε το καντράν έξι φορές. Στο δεύτερο χτύπημα απάντησε μια γυναικεία φωνή. Μια γνώριμη φωνή. Μια γνώριμη φράση. Ναι, παρακαλώ;

Ο Μίμης μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Φώναξε τη μικρή για καφέ το απόγευμα. Θα' μαι κι εγώ.


30

Η καριέρα μιας ισπανίδας αρχαιολόγου σίγουρα δεν ήταν απαραίτητο να περάσει από την Ελλάδα. Η χώρα της Εύας ήταν πλούσια σε προϊστορικά, αρχαία και μεσαιωνικά μνημεία – σταυροδρόμι λαών, αναπόσπαστο τμήμα κάποτε της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατακτημένη αργότερα από τους άραβες. Ωστόσο, η έρευνα για τα αβέβαια ίχνη της καταλανικής κυριαρχίας στο αθηναϊκό έδαφος – ή μάλλον υπέδαφος – είχε αναμφισβήτητη πρωτοτυπία. Πέρα από την ευκαιρία που θα έδινε στην Εύα και τον Παντελή να ξαναβρεθούν.

Ο συνδυασμός του τερπνού με το ωφέλιμο δεν σταματούσε εκεί. Στη Βαρκελώνη είχε την έδρα της μια πρωτοποριακή εταιρεία γεωτεχνικών ερευνών. Οι ειδικοί επιστήμονες της Φροντιέρρα θεωρούνταν από τους πιο άρτια καταρτισμένους παγκοσμίως για να δώσουν έγκυρες απαντήσεις σχετικά με τη θεμελίωση ενός μνημείου στην δύσκολη θέση που είχε προεπιλεγεί στα Τουρκοβούνια. Η επίσκεψη των μηχανικών αυτών στην Αθήνα θα αποτελούσε, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε παραλάβει ο Παντελής από την πρεσβεία, το απαραίτητο δεύτερο στάδιο της μελέτης του ναού του Τάματος. Η Εύα ανακοίνωσε στον Παντελή την απόφασή της να έρθει μαζί με την αποστολή της Φροντιέρρα.

Η συνύπαρξη της Εύας με τους συμπατριώτες της τεχνικούς δεν θα περιοριζόταν στο ταξιδιωτικό μέρος. Οι δικές της έρευνες θα γίνονταν στην ίδια έκταση που είχε δεσμεύσει το ελληνικό Δημόσιο για την κατασκευή του Ναού. Ορισμένες από τις διερευνητικές γεωτρήσεις της Φροντιέρρα θα γίνονταν σε πρόσθετο εύρος. Με αυτόν τον κομψό τρόπο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από έναν επιτήδειο γραφειοκράτη – ο Παντελής θυμήθηκε τον πατέρα του και τους τύπους των υπουργείων που αυτός του περιέγραφε – τα σκάμματα με τα οποία θα γέμιζε, σαν ελβετικό τυρί, η επιταγμένη περιοχή στα Τουρκοβούνια.

Σε κάποιο άγνωστο βάθος η Εύα είχε την ελπίδα, ή μάλλον την πεποίθηση, ότι θα έβρισκε σημάδια από μια συγκεκριμένη, αόρατη κληρονομιά των καταλανών της Αθήνας.

Οι αναφορές στα υπόγεια δίκτυα και τους κοίλους λόφους υπήρχαν σε αρκετές πηγές της υστεροβυζαντινής, οθωμανικής και νεοελληνικής περιόδου. Η Εύα όμως ανήκε στους λίγους που είχαν την τύχη, και την υπομονή, να διαβάσουν ένα χειρόγραφο χιλίων διακοσίων σελίδων που είχε βρεθεί στο μοναστήρι του Μοντσερράτ και αναφερόταν στους Αλμογκάβερς, τους μισθοφόρους της Εταιρείας που αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό της καταλανικής παρουσίας στην Ελλάδα. Το κείμενο αυτό περιείχε αρκετές διφορούμενες αναφορές σε στοές και πηγάδια, τα οποία υποτίθεται ότι βρίσκονταν στην πραγματική επτάλοφο – χαρακτηρισμός που κατά τους επίλεκτους μελετητές του Μοντσερράτ δεν μπορεί παρά να αναφερόταν στην μετέπειτα ελληνική πρωτεύουσα, για να την αντιδιαστείλει από τις κλασικές επταλόφους της μεσαιωνικής ιστορίας, τη Ρώμη και την Πόλη.

Γυρίζοντας στο δωμάτιό του ο Παντελής μετά από αυτό το συμπυκνωμένο μάθημα ιστορίας, κοίταξε ξανά το σημείωμα της πρεσβείας. Επιβεβαίωσε αυτό που θυμόταν: μόνο για τα γεωτεχνικά γινόταν λόγος.

Οι δυνατότητες ήταν δύο. Είτε η Εύα δημιούργησε από το μηδέν μια καλή αφορμή για να ξαναδεί τον Παντελή το συντομότερο δυνατό. Είτε πάλι, η επίσκεψη της Εύας και η διευρυμένη γεώτρηση είχαν προαποφασιστεί και απλά το σημείωμα της πρεσβείας απέφευγε να αναφερθεί σε όσα γίνονται χωρίς να λέγονται.

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

Κεφάλαια 22 έως 24


22

Με νυσταγμένα ακόμη μάτια μπήκε στο τραίνο κι έπιασε θέση. Το ραντεβού του στη Βαλένθια ήταν για τις δωδεκάμισι το μεσημέρι. Το φανταζόταν ήδη: Χειραψία, χωρίς καμιά φοβερή εγκαρδιότητα, πρώτες εισαγωγικές κουβέντες, μετά θα τον άφηναν σε κάποια βιβλιοθήκη να δει το υλικό και να κρατήσει σημειώσεις, εκείνοι θα πήγαιναν για το μεσημεριανό τους διάλειμμα, θα γύριζαν στις ασχολίες τους και θα τον ξαναθυμόντουσαν λίγο πριν έρθει η ώρα να πάρει το βραδινό τραίνο για τον σταθμό του Σαντς.

Ενώ ξαναπερνούσε τον Έβρο, κοντά στην παραλία αυτή τη φορά και πηγαίνοντας δυτικά, έβγαλε από την τσέπη του ένα διπλωμένο χαρτί, το άνοιξε και ξαναδιάβασε τον λόγο του σημερινού του ταξιδιού. Στην Αρχιτεκτονική Σχολή στη Βαλένθια υπήρχε μια σειρά αντιγράφων από τις πρώιμες μελέτες του Τιμπιντάμπο. Η προέλευσή τους, σύμφωνα με το δισέλιδο σημείωμα από το κιβώτιο της Πρεσβείας, ήταν αβέβαιη. Εικαζόταν ότι επρόκειτο για αντίγραφα ασφαλείας, που κάποιος ευσεβής Βαλενθιάνος είχε κρύψει κατά τη διάρκεια του ισπανικού εμφυλίου, σε μια εποχή που οι εκκλησίες γίνονταν κι αυτές σύμβολα και στόχοι. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο προνοητικός αυτός πιστός, πώς έφτασαν στα χέρια του αυτά τα σχέδια και τι τον παρακίνησε να τα στείλει μετά από τόσα χρόνια προς την Αρχιτεκτονική Σχολή – χωρίς συγκεκριμένο όνομα παραλήπτη. Κατά τους ειδικούς πάντως τα έγγραφα ήταν γνήσια, πέραν πάσης αμφιβολίας.

Η υποδοχή του Παντελή ήταν όπως ακριβώς την περίμενε. Η χειραψία, το αντιός στην πόρτα της βιβλιοθήκης πριν το μεσημεριανό διάλειμμα, όλα. Ο Παντελής κρατούσε στη μασχάλη του τους τρεις φακέλους. Όπως το τάβλι! σκέφτηκε. Κάθησε σε ένα τραπέζι και κοίταξε το ρολόι του. Ο διαθέσιμος χρόνος ήταν λίγος, δεν επιτρέπονταν καθυστερήσεις. Πεινούσε αλλά το φαγητό εκείνη την ώρα ήταν πολυτέλεια, άλλωστε απαγορευόταν μέσα στη βιβλιοθήκη. Για περίπου μία ώρα ξεδίπλωνε σχέδια, κρατούσε σημειώσεις, τα ξαναδίπλωνε και πάλι απ' την αρχή.

Δεν άντεξε και σηκώθηκε για τσιγάρο. Πήρε μαζί του τους φακέλους και όλα τα χαρτιά και προχώρησε στο καπνιστήριο. Τουλάχιστον με το τσιγάρο θα ξεχνούσε λίγο την πείνα.

Φτού! Κάπου είχε αφήσει τον αναπτήρα του. Είπε να ζητήσει φωτιά από το διπλανό τραπεζάκι. Δεν είχε πρόχειρη στο μυαλό του τη σχετική έκφραση στα ισπανικά, δίστασε για μια στιγμή, μετά απλά έδειξε το πακέτο του και ρώτησε: Φουέγκο;

Ο διοπτροφόρος νεαρός του διπλανού τραπεζιού ήταν άκαπνος αλλά προσφέρθηκε να πάρει αναπτήρα από παραδίπλα. Του άναψε. Γκράθιας, είπε ο Παντελής.

Ο ισπανός τον κοίταξε για λίγο. Γκριέγο; τον ρώτησε.

Ήταν η πρώτη φορά απ' όταν έφτασε που κάποιος τον ρώτησε αν είναι έλληνας. Του έκανε εντύπωση. Ένευσε καταφατικά.

Φουέγο γκριέγο, είπε ο ισπανός και έβαλε τα γέλια. Γέλασε κι ο Παντελής μαζί, αλλά κάπως αμήχανα.

Γκρηκ φάιαρ – δε μοστ μυστήριους ινβένσιον ιν μεντιήβαλ Γκρης!

Το μυστήριους για τον Παντελή δεν ήταν μόνο η αναφορά στο υγρόν πυρ των βυζαντινών αλλά και η ευχέρεια με την οποία μιλούσε αγγλικά ο διπλανός του – πράγμα ασυνήθιστο στην Ισπανία, όπως τουλάχιστον την είχε βιώσει στο μικρό διάστημα που βρισκόταν εκεί. Η Εύα, με τα επίσης καλά αγγλικά της, ήταν κι αυτή εξαίρεση στο γενικό κανόνα. Θα το' χαν οι φοιτητές, φαίνεται.

Συνάδελφός του ήταν ο ισπανός. Επίδοξος συνάδελφος, αν ήθελε κανείς να κυριολεκτήσει, αν και τέτοιο χαρακτηρισμό θα δικαιούνταν να τον κάνει αν είχε πίσω του κάποια χρόνια εμπειρίας και όχι αν ήταν άρτι αποφοιτήσας όπως ο Παντελής. Επίσης, η προφανής ευφυία του ισπανού και οι γενικές γνώσεις, που έδειχνε να έχει, θα έκαναν ακόμα πιο άκαιρη μια τέτοια συγκαταβατική στάση, που άλλωστε δεν ήταν στις προθέσεις του Παντελή.

Ο Ντιέγκο ήξερε πολλά για την Ελλάδα. Λάτρης μεταξύ άλλων και του κλασικού αθλητισμού, είπε ότι θα προσπαθούσε να έρθει στην Αθήνα για το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα στίβου του επόμενου καλοκαιριού. Στον Πειραιά, σκέφτηκε να τον διορθώσει ο Παντελής, μια και το στάδιο των αγώνων βρισκόταν στο επίνειο. Ο Ντιέγκο όμως τον εξέπληξε. Ήξερε πού βρίσκεται το στάδιο, είχε δει μάλιστα και μια μακέτα του: ο Παρθενώνας είναι πιο όμορφος, είπε, αφήνοντας να εννοηθεί ότι δεν ήταν και ενθουσιασμένος από την αρχιτεκτονική του Καραϊσκάκη.

Το διάλειμμα κράτησε αρκετά. Ο Παντελής σκόπιμα απέφυγε να ρωτήσει για τον Γκαουντί, διότι τότε η συζήτηση δεν θα τελείωνε ποτέ.

Στο τρίτο τσιγάρο ο Παντελής σκέφτηκε να συνδυάσει το τερπνόν μετά του ωφελίμου και έτσι ανέφερε στο συνομιλητή του το σκοπό της αναζήτησής του. Πίστευε ότι ο πολυπράγμων φοιτητής κάτι θα είχε να του πει και για το Τιμπιντάμπο. Έπεσε μέσα – εν μέρει. Ο Ντιέγκο αναφέρθηκε σε μια από τις εργασίες του, που είχε σαν αντικείμενο τη διαμόρφωση του περιβάλλοντος χώρου γύρω από εμβληματικούς ναούς, με ρητή αναφορά στο Τιμπιντάμπο ως χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση. Ακόμη κι αν δεν αφορούσε το καθαρά κτιριακό μέρος, οποιαδήποτε πληροφορία ήταν πολύτιμη. Ο Παντελής σημείωσε σε ένα χαρτί τη διεύθυνση του ισπανού, τον χαιρέτησε και επέστρεψε στη βιβλιοθήκη, για να προλάβει να κάνει λίγη δουλειά με το υλικό των τριών φακέλων.


23

Άλλη μια εργάσιμη μέρα για τον Μίμη Μπούσουλα πλησίαζε στο τέλος της. Οι Αλκυονίδες μέρες του Γενάρη είχαν τελειώσει και το κρύο είχε επιστρέψει, και μάλιστα αρκετά τσουχτερό. Ευτυχώς το γραφείο του ήταν αρκετά ζεστό. Το ύφος όμως του υποδιευθυντή, όταν μπήκε στο γραφείο του για να παραδώσει την εβδομαδιαία αναφορά, ήταν μάλλον πιο ψυχρό κι απ' τον καιρό.

Συμβαίνει κάτι, κύριε Χρήστου; πήρε το θάρρος να τον ρωτήσει.

Εκείνος δεν απάντησε αμέσως, κάτι που ο Μίμης κατάλαβε ότι σήμαινε: Ναι, συμβαίνει. Ο υποδιευθυντής έγειρε πίσω, ξεφύσηξε και άρχισε να κοιτάζει λοξά προς τα πάνω, με έντονο βλέμμα λες και παρατηρούσε κάποιο αόρατο σαμιαμίδι να περπατά στο ταβάνι.

Ο Μίμης περίμενε την ψυχρολουσία. Ο Χρήστου, χωρίς να έχει τη φήμη του κακού, ήταν γνωστός για τα ξεσπάσματά του από καιρού εις καιρόν. Για να δούμε…, σκέφτηκε ο Μίμης και έκλεισε ασυναίσθητα τα μάτια.

Η τουφεκιά δεν ήρθε. Ο υποδιευθυντής άρχισε να μιλάει με ήρεμο ύφος.

Είχα ένα τηλεφώνημα από την Αρχιεπισκοπή. Με ρωτούσαν για τους όρους του ερανικού δανείου. Αν είχε ξαναγίνει κάτι τέτοιο, αν συνηθίζονται παρόμοιες μορφές χρηματοδοτήσεως σε άλλες χώρες, αν το επιτόκιο αλλάζει. Αυτός που μου μιλούσε – κάποιος αρχιμανδρίτης προφανώς – δεν τα πήγαινε καλά με την τραπεζική ορολογία, φάνηκε όμως να ξέρει τι ψάχνει. Πρέπει να' ναι απ' αυτούς που μελετούν πολύ. 

Τον παραπέμψατε στο Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων; ρώτησε ο Μίμης. Στην πραγματικότητα εννοούσε: Δεν τον παραπέμψατε…; Ο καθιερωμένος τρόπος αντιμετώπισης ή μάλλον παράκαμψης τέτοιων παρεμβάσεων ήταν η επίκληση των επίσημων διαύλων επικοινωνίας.

Πριν από τον αρχιμανδρίτη, συνέχισε με σταθερή φωνή ο Χρήστου, μου τηλεφώνησε ο κύριος Γενικός. Με ρώτησε αν με πήραν απ' την Αρχιεπισκοπή. Του είπα: Όχι. Μου είπε: Θα σε πάρουν – και  το έκλεισε, ούτε εξήγηση ούτε τίποτα. Φαίνεται, κάποιοι κατάλαβαν ότι η ιστορία με το Τάμα έχει παραδάκι και φυσικά δε θέλουν να μείνουν απ' έξω. Κι όχι μόνο αυτό, αλλά μάλλον θύμωσαν που δεν τους έβαλαν στο παιχνίδι από την αρχή. Άρχισαν λοιπόν να ψάχνουν…

Κοντολογίς, η Αρχιεπισκοπή δεν καταλάβαινε από γραφειοκρατίες. Η κυβέρνηση είχε ευθεία ανάμιξη στην εκλογή του Προκαθημένου, προ διετίας. Οι σχέσεις ήταν προσωπικές κι αυτό το γνώριζαν οι πάντες. Ο Μίμης μετάνιωσε για την προηγούμενη ερώτησή του, περί παραπομπής στο Υπουργείο. Η δυσφορία του υποδιευθυντή ήταν εύλογη. Οι Υπηρεσιακοί Παράγοντες ίσως και να μην είχαν τον έλεγχο…

Ο Χρήστου έσκυψε πάλι στα χαρτιά του, μουρμουρίζοντας ένα Καλό απόγευμα. Φεύγοντας, ο Μίμης έκανε μια σιωπηρή ανάλυση της κατάστασης. Ήταν φως φανάρι, ο πρωθυπουργός δεν έδινε δεκάρα για τον δεσπότη. Εκείνος είχε υποχρέωση στον πρωθυπουργό και όχι το αντίθετο. Πιστεύοντας ότι τον είχε στο χέρι, αποφάσισε να τον αγνοήσει τελείως στην ιστορία με το Τάμα. Η άλλη πλευρά όμως κάτι είχε πληροφορηθεί – και αποφάσισε να δράσει. Κλείνοντας τα μάτια του για λίγο, έφερε στο μυαλό του έναν αρχιμανδρίτη με το χαρακτηριστικό καλυμμαύχι, όχι σε στάση προσευχής αλλά με προτεταμένο τον δείκτη του δεξιού χεριού και με σπινθηροβόλο βλέμμα.


24

Βγαίνοντας από την εκκλησία, ένα κυριακάτικο πρωί, ο Σωκράτης δεν ακολούθησε την παρέα στην καθιερωμένη βόλτα που κατέληγε σε ένα από τα καφενεία της πλατείας. Η μάνα του παραξενεύτηκε που τον είδε να γυρίζει σπίτι μαζί της. Έχω μια δουλειά, της είπε, κι εκείνη – σίγουρη ότι δεν εννοούσε δουλειές του σπιτιού, τον ήξερε δα το γιο της – τον άφησε στην ησυχία του.

Είχαν κύκλους τα μάτια του Σωκράτη εκείνο το πρωί. Στο μυαλό του είχε έρθει ο μπαρμπα-Νικολός. Δεν ήταν η πρώτη φορά, στα πέντε χρόνια που είχαν περάσει από τον θάνατό του. Πότε σε όνειρα, πότε σε σκέψεις, πότε σε κουβέντες όπως εκείνη της Πρωτοχρονιάς – ο παππούς, αυτή η στιβαρή προσωπικότητα στη συλλογική μνήμη της οικογένειας, εξακολουθούσε να δίνει το παρών με τον τρόπο του.

Η οδύνη για το θάνατό του ήταν μετριασμένη, λογικό ήταν, από το ότι έφυγε πλήρης ημερών. Ο Σωκράτης ήταν ιδιαίτερα δεμένος μαζί του. Καμάρωνε κι εκείνος γι' αυτά που θαύμαζε όλη η οικογένεια στην ιστορία του παππού. Τον άκουγε να μιλάει για τον απελευθερωτικό αγώνα και το μυαλό του συμπλήρωνε τις λεπτομέρειες που εκείνος, μένοντας σε συνοπτικές περιγραφές, παρέλειπε – είτε από σεμνότητα είτε επειδή με τα χρόνια τις είχε ξεχάσει. Αυτό το μονοπάτι πήρε τη νύχτα πριν τη μεγάλη επίθεση, αυτά τα λόγια είπαν με τον Καπετάνιο όταν κατέστρωναν το σχέδιο στο σταύλο, τόσες ψείρες ανά τετραγωνικό εκατοστό είχαν οι γενειάδες τους τον καιρό που κρύβονταν.

Ο παππούς και η γιαγιά, όταν πεθαίνουν, σου λείπουν – όχι με τον πόνο που νιώθεις για νεώτερους, πρόωρα χαμένους, αλλά πάντως με ένα μικρό καημό για τα πράγματα – τις αναμνήσεις, τη σοφία της ζωής – που δεν πρόλαβαν να σου μεταδώσουν όσο ζούσαν, κι ας είχες ακούσει ατέλειωτες ιστορίες από τα χείλη τους. Αυτό το συναίσθημα είναι φυσιολογικό και ανθρώπινο. Σπάνια όμως σε κρατάει ξάγρυπνο έστω και για ένα βράδυ, ειδικά αν έχουν περάσει πέντε χρόνια από την απώλεια. Τι συνέβαινε λοιπόν με το Σωκράτη; Τον είχε απασχολήσει και τον ίδιον το ερώτημα. Δυσκολευόταν να δώσει μια εξήγηση. Εκείνο το πρωί αποφάσισε να κάνει κάτι, όχι απλά να σκέφτεται.

Πήρε τα κλειδιά της αποθήκης, που ήταν στην άλλη άκρη της αυλής, και περπάτησε τα δέκα-δεκαπέντε μέτρα που τη χώριζαν από το σπίτι. Μπήκε μέσα και, αφού δίστασε για λίγο, κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Περπάτησε στο μισοσκόταδο, περνώντας ανάμεσα από τενεκέδες, σακιά και εργαλεία, και έφτασε στη βορεινή γωνιά.

Έμεινε τουλάχιστον δυόμιση ώρες δίπλα στο σεντούκι. Κάποια στιγμή άκουσε να τον φωνάζουν για το μεσημεριανό φαγητό. Ξανάβαλε μέσα όλα όσα είχε ακουμπήσει δίπλα στο σημείο που καθόταν, εκτός από μια φωτογραφία, που την έχωσε στην τσέπη του πουκάμισού του. Έκλεισε το σεντούκι, ξεσκόνισε τα χέρια του – θα χρειάζονταν πλύσιμο ούτως ή άλλως –, ξεκλείδωσε και βγήκε στην αυλή. Είχε πιάσει βροχή. Περπάτησε προς το σπίτι με αργά βήματα και με χίλιες σκέψεις στο κεφάλι του, τόσο που η φωνή της μάνας του – στεκόταν στο κατώφλι και τον παρακινούσε να κάνει γρήγορα για να μην πουντιάσει – του φάνηκε μακρινή, λες και έβγαινε από κάποια υπόγεια στοά.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Κεφάλαια 19 έως 21


19

Η Κατερίνα δεν ανήκε στην Οργάνωση. Της το πρότεινε κάποτε η Βάσω, αλλά όχι πιεστικά. Την ήξερε τη φίλη της, δε θα της ταίριαζε – παραήταν τακτοποιημένα τα πάντα εκεί μέσα κι επίσης δε θα έκανε με τίποτα τα μαλλιά της κότσο.

Κάπου οι δυο τους το προτιμούσαν, το διασκέδαζαν θα έλεγες, να διαφωνούν, να βλέπουν τον κόσμο από διαφορετικές οπτικές γωνίες. Παρ΄όλα αυτά, κατά βάθος μιλούσαν μια κοινή γλώσσα, λιγάκι ασυνήθιστη και απόμακρη – εξίσου μακριά από τους θρησκευόμενους της Κυριακής, που μέτραγαν την πίστη με το απουσιολόγιο, αλλά και από κείνους που πετούσαν τη θρησκευτική τους παράδοση με τον ίδιο τρόπο που πέταξαν την επαρχιώτικη καταγωγή τους, τη διαλεκτική προφορά τους, τη σοφία που βρίσκεται ριζωμένη στη γενέθλια γη.

Εκείνη την Τετάρτη είχαν την κουβέντα του Γρηγόρη. Συνήθως δεν μιλούσαν για εκείνον, γενικά για άντρες απέφευγαν να συζητούν. Τώρα βέβαια είχαμε γάμο και όχι συμβίωση και ίσως αυτό να έκανε πιο αποδεκτό στα μάτια της Βάσως εκείνον, που για την Κατερίνα ήταν ο άντρας της, και πριν και τώρα.

Δεν θα έπιανε να κάνει παράπονα για τον άνθρωπό της δεξιά κι αριστερά. Έτσι νόμιζε. Να όμως που τό'κανε. Μήπως έγινε κι αυτή σαν τις νοικοκυρούλες που κάποτε κορόιδευε;

Της βγήκε πάντως αρκετά αυθόρμητα. Ακόμα δεν παντρευτήκαμε κι αυτός σκέφτεται πότε θα βρει ευκαιρία να ξεφύγει! Μα κάθε χρόνο δεν έφευγε; Ναι αλλά τώρα ήταν διαφορετικά. Πόσο διαφορετικά; Επειδή πέρασε τη βέρα στο δεξί; (Αλήθεια, γιατί δεν τη φορούσε στη δουλειά;)

Η στενοχώρια της Κατερίνας ήταν εκείνη η ανακοίνωσή του, ότι φέτος θα ξαναπάει στο Καρναβάλι, ο κόσμος να χαλάσει. Παιδί της Πάτρας ο Γρηγόρης, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες έπαιρνε άδεια από τη δουλειά του, έφευγε την Παρασκευή και γύριζε στην Αθήνα το βράδυ της Καθαροδευτέρας. Ετήσιο προσκύνημα.

Για τρεις μέρες χανόταν στη δίνη.

Αυτή η δίνη τρόμαζε την Κατερίνα. Πίστευε στην ελευθερία του αλλά, όσο κι αν δεν το παραδεχόταν και δεν τολμούσε να το συζητήσει μαζί του, μέσα της ήλπιζε ότι με το γάμο θα γίνονταν ελεγχόμενες οι εκδηλώσεις αυτής της ελευθερίας.


20

Μεριντιάνα σημαίνει μεσημβρινός.

Την ήξερε από τα αγγλικά τη λέξη. Τη βρήκε μπροστά του την ομώνυμη λεωφόρο, σε ένα μοναχικό του περίπατο ένα σαββατιάτικο πρωί.

Περπάτησε ελπίζοντας ότι θα είχε το χρόνο και την ηρεμία να σκεφτεί. Τις τελευταίες δέκα μέρες τα πάντα του φάνηκαν ότι έγιναν πολύ γρήγορα.

Ένα αίνιγμα.

Στα διακόσια περίπου μέτρα έκανε μεταβολή. Είχε βρει τη λύση σ' ένα άλλο αίνιγμα – πιο αθώο. Αναζήτησε ένα χάρτη της Βαρκελώνης για να επιβεβαιώσει την επιτυχία του. Βρήκε χάρτη σε ένα κατάστημα αναμνηστικών. Τον ξεδίπλωσε. Μετά τον γύρισε λοξά, σαρανταπέντε μοίρες.

Η Μεριντιάνα είχε γίνει κατακόρυφη. Και ώ του θαύματος, η Παραλλέλ έγινε οριζόντια. Να λοιπόν σε τι ήταν παράλληλη. Στον ισημερινό και τους παράλληλους κύκλους.

Χαρούμενος με την ανακάλυψή του, δεν παρέλειψε να διαπιστώσει ότι η Ντιαγονάλ παρέμενε διαγώνιος, απ' όποια γωνία κι αν την έβλεπες.

Και μετά συνέχισε τη βόλτα του, επιστρέφοντας στα μυστήρια που δεν θα διαλεύκανε κανένας χάρτης, στα ερωτήματα που όλο και πλήθαιναν μετά από το σύντομο τηλεφώνημα της προηγούμενης βραδιάς.

Η αλήθεια είναι ότι απογοητεύτηκε. Περίμενε ότι ο άνθρωπος που του μιλούσε στην άλλη άκρη της γραμμής θα έδειχνε μεγαλύτερο ενδιαφέρον, θα τον συμβούλευε για τα επόμενα βήματά του. Αυτό υποτίθεται ότι θα του έδινε η Πρεσβεία – υποστήριξη. Εκείνος απλά τον άκουγε, σαν από υποχρέωση, μουρμουρίζοντας ένα Μμμ… στο τέλος κάθε φράσης του Παντελή. Θα πρέπει να κρατούσε και σημειώσεις. Ο Παντελής έμεινε με την αμυδρή εντύπωση ότι ο συνομιλητής του περίμενε να ακούσει κάτι περισσότερο. Για μια στιγμή πέρασε από το μυαλό του ότι μπορεί να ήξερε για τη βραδιά στο σπίτι της Εύας. Φυσικά, δεν του είπε τίποτα.

Οι λίγες του πάντως κουβέντες ήταν σε άψογα ελληνικά. Ο Παντελής είχε ζητήσει τον σενιόρ Κάρλος, όπως ακριβώς το όριζαν οι οδηγίες. Ποιος άραγε να ήταν αυτός ο μυστηριώδης συνομιλητής;

Και η Εύα – θα έφευγε για τη Ζιρόνα από το απόγευμα της Παρασκευής, έτσι του είχε πει. Το βράδυ όμως την είδε στη Ράμπλα. Ανηφόριζε παρέα με τρεις άντρες την ώρα που εκείνος κατηφόριζε. Δεν τη χαιρέτησε, εκείνη κοίταζε διαρκώς αλλού, ίσως να τον είχε προσέξει και να τό'κανε επίτηδες.

Φυσικά δεν είχε νόημα η ζήλεια, τον Παντελή όμως τον πείραξε το ψεματάκι που ήρθε σχεδόν με το καλημέρα της γνωριμίας τους. Ήταν ανάγκη; Και ποιοι ήταν οι τρεις τύποι; Είχε την εντύπωση, χωρίς να μπορεί να την εξηγήσει, ότι δεν είχαν βγει μαζί για να διασκεδάσουν, παρότι ο ένας τους ήταν φανερά πιο κοντά της, σχεδόν την άγγιζε ενώ περπατούσαν. Και οι τρεις πάντως του φάνηκαν ψηλοί και αγέρωχοι, έτσι όπως βάδιζαν μαζί της σιωπηλά και σταθερά, κάτω από τα φώτα της πόλης.


21

Και πάλι για άντρες μίλησαν, για δεύτερη συνεχόμενη βδομάδα. Την τιμητική του είχε τώρα ο ξάδερφος της Κατερίνας, που ταυτόχρονα ήταν κάποτε ο πλατωνικός αγαπημένος της Βάσως – τα φτιάξανε στην πρώτη εφηβεία, σινεμά, μπάνιο μαζί, γκαζόζα με δύο καλαμάκια, τέτοια πράγματα. Η Κατερίνα είχε μάθει από τη θεία της ότι ο Παντελής έλειπε στη Βαρκελώνη, για να κάνει τη μελέτη ενός ναού. Κι επειδή επρόκειτο για ναό και ήξερε ότι θα την ενδιέφερε τη Βάσω, της το είπε. Λεπτομέρειες δεν ήξερε, αλλά αυτό δεν εμπόδισε τις δύο φίλες να εκθειάσουν τον φέρελπι αρχιτέκτονα, που είχε την τύχη να ξεκινήσει τη σταδιοδρομία του με κάτι το δίχως άλλο ενδιαφέρον και πρωτοποριακό.

Η Βάσω θυμήθηκε τα χρόνια της αθωότητας και η Κατερίνα, όσο την άκουγε, σκεφτόταν ότι η καρδιά της φίλης της θα έμενε πάντα σε εκείνα τα χρόνια, η φαντασία της θα τα πρόβαλλε στο μέλλον: πώς θα ήταν αν συνέχιζαν να είναι μαζί, αν δεν βιάζονταν να μεγαλώσουν κι οι δυο τους – αλλά με διαφορετικούς και τελικά ασύμβατους τρόπους.

Όλοι μας άλλωστε δεν είχαμε μια παιδική αγάπη που έμενε πάντα στο μυαλό μας, ακόμη κι αν κάποιες ενδιάμεσες χάνονταν απ' τη μνήμη; Μήπως κι εγώ, δεν είχα; σκέφτηκε η Κατερίνα. Βιαστικά προχώρησε το συλλογισμό: κι ο Γρηγόρης είχε, κι ο Παντελής είχε (τη Βάσω άραγε ή κάποια άλλη;), ακόμα και το αφεντικό της δε γλίτωσε: κι ο κύριος Δανιηλίδης είχε…

Κατερίνα πού είσαι; Από τους συναδέλφους στο γραφείο που δούλευε, η φωνή της φίλης της την επανέφερε στο εδώ και τώρα. Χάζεψες με τον έγγαμο βίο! την πείραξε η Βάσω. Τη σήκωσε απ' το παγκάκι για ν' ανέβουν τα σκαλιά προς την Αμαλίας και να πάρουν από ένα καλαμπόκι απ' τον πλανόδιο πωλητή, κάτι που έκαναν συχνά.

Την ώρα που ο πωλητής αλάτιζε τα καλαμπόκια, η Βάσω ένιωσε ένα απαλό χτύπημα στην πλάτη. Γύρισε να κοιτάξει και υποδέχτηκε τη νεοφερμένη με ένα επιφώνημα ευχάριστης έκπληξης. Πώς από δω;

Για καλαμπόκι κι εγώ, απάντησε η εύσωμη καστανή κοπέλα. Προχώρησαν στις συστάσεις και η Κατερίνα κατάλαβε ότι η Μάρθα ήταν κι αυτή στην Οργάνωση.

Πολύ σύντομα, η Βάσω είχε αρχίσει τη λογοδιάρροια. Όπως πάντα. Είναι ζήτημα αν η Μάρθα είπε για τον εαυτό της το ένα πέμπτο απ' όσα είπε η Βάσω για τον δικό της εαυτό αλλά και για τη φίλη της, τον άντρα της φίλης που ήταν απ' την Πάτρα, τον ξάδερφο τον αρχιτέκτονα που έκανε μια πρωτοποριακή μελέτη ναοδομίας, και κάμποσα ακόμα, στην αφελή της προσπάθεια να αναπτύξει την οικειότητα ανάμεσα σε δυο πρόσωπα που μόλις είχαν γνωριστεί. Η Κατερίνα εν τέλει κουράστηκε, προφασίστηκε ότι θα την περίμενε ο Γρηγόρης νωρίς, χαιρέτησε τις δύο άλλες και έφυγε προς την Πανεπιστημίου, την Πατησίων, τη Χέυδεν…

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

Κεφάλαια 16 έως 18


16

Μα με τι ακριβώς είναι παράλληλη;

Στη Σμύρνη, που την είχε επισκεφθεί σε μια εκδρομή της εφηβείας, ήταν άλλη η λογική, πιο ξεκάθαρη. Μπιριντζί Κορντόν η παραλιακή λεωφόρος, το παλιό Και. Ικιντζί Κορντόν, δεύτερο Κορδόνι, η πάλαι ποτέ Παράλληλος. Ένα, δύο.

Θάλασσα είχε κι η Βαρκελώνη και δεν ήταν τόσο ανόμοια με τις πόλεις που ξέρουμε στη Βαλκανική. Δεν ήταν όμως παράλληλη στη θάλασσα αυτή η Αβινγκούδα Παραλλέλ. Κράτησε μια νοερή σημείωση να ρωτήσει την ξεναγό του όταν θα αποκτούσε την απαιτούμενη οικειότητα ώστε να αρχίσει να εκμυστηρεύεται τις ασυνήθιστες απορίες του.

Στο μεταξύ, και ενώ βάδιζε στο πεζοδρόμιο της Παραλλέλ απ' την πλευρά του λόφου, πλησιάζοντας το σημείο του ραντεβού, αναρωτιόταν πόσο εύκολη θα ήταν η επικοινωνία με την αρχαιολόγο που, όπως αόριστα δηλωνόταν στο δακτυλογραφημένο σημείωμα της πρεσβείας, μιλούσε αγγλικά. Και οι γονείς του μιλούσαν κάποια αγγλικά αλλά δεν κατείχαν καμία ορολογία και δεν σταύρωναν πρόταση χωρίς γραμματικό ή συντακτικό λάθος. Και αν έκρινε από τις πρώτες εικοσιτέσσερις ώρες στην Ισπανία, πολλοί κάτοικοί της δεν έφταναν ούτε στα μισά το επίπεδο γλωσσομάθειας του πατέρα και της μάνας του.

Σχεδόν από την αρχή της γνωριμίας τους αυτή του η αμφιβολία διαλύθηκε. Το μυαλό του άρχισαν να απασχολούν άλλες απορίες, που έρχονταν κι έφευγαν, βρίσκοντας χώρο να σταθούν στα κενά της κουβέντας, που ήταν μικρά και ακανόνιστα. Η Εύα, άγνωστο αν είχε πολλά μαζεμένα να πει ή αν έτσι ήταν γενικά ο τρόπος της, μιλούσε στο ρυθμό που έπεφταν το προηγούμενο βράδυ οι καταιγιστικές σταγόνες. Τα θέματα άλλαζαν, το ύφος και ο ρυθμός παρέμεναν. Και όλα αυτά χωρίς καν να καθήσουν κάπου, στο περπάτημα μέχρι την Πλατεία κι από εκεί όρθιοι στο λεωφορείο.

Ο χρόνος ήταν πολύτιμος, αυτή πρέπει να ήταν η αιτία για την ταχύτητα με την οποία συνέβαιναν και λέγονταν όλα, αλλά προφανώς αυτό ίσχυε για τον χρόνο των άλλων, όχι τον δικό του. Το είχε επιβεβαιώσει κοιτάζοντας τα εισιτήρια, ένα μήνα θα κρατούσε αυτό το πρώτο του επαγγελματικό ταξίδι, κι αν για ένα πράγμα ήταν ήδη σίγουρος, αυτό ήταν ότι τα μελλοντικά ταξίδια του δεν θα είχαν τέτοια διάρκεια. Από τη στιγμή που του το ανακοίνωσε ο πατέρας του είχε αρκετές φορές αναρωτηθεί σε τι όφειλε αυτήν την πολυτέλεια και με ποιον τρόπο θα την ξεπλήρωνε αργότερα. Ήταν νέος αλλά δεν πίστευε πια ότι υπήρχαν ανιδιοτελή δώρα μεταξύ κατεργαραίων.

Μέχρι να φτάσουν στην κορυφή του λόφου, η Εύα είχε πει στον Παντελή την ιστορία του Τιμπιντάμπο και μαζί και τη δική της ιστορία, από την εφηβεία της στη Ζιρόνα μέχρι τον διορισμό της στο πανεπιστήμιο αλλά και τον αρραβώνα της που διαλύθηκε πριν από έξι μήνες. Δεν τόλμησε να της το πει αλλά ήταν βέβαιος ότι γυρίζοντας το απόγευμα στην πόλη θα έψαχνε ανοιχτό φαρμακείο για να βρει ασπιρίνη.

Δεν ήταν μόνο πολλές οι πληροφορίες για να τις αφομοιώσει, κάποιες απ' αυτές ήταν και λιγάκι ενοχλητικές, σαν τσιμπήματα στο πλευρό του. Άργησε λίγο να καταλάβει τι ήταν αυτό το σιδόσο, που έλεγε και ξανάλεγε η Εύα ότι δήθεν σήμαινε στα ελληνικά η βιβλική φράση τίμπι ντάμπο. Σίγουρα ήταν παράξενο που το σοι δώσω δεν του ήταν τόσο γνώριμο όσο το ύπαγε οπίσω μου, αλλά δεν έφταιγε αυτός αν η δεύτερη φράση, και όχι η πρώτη, ήταν αυτή που έμεινε στην καθομιλουμένη των ελλήνων από το επεισόδιο του πειρασμού του Χριστού από τον Σατανά. Φαίνεται ότι οπίσω τους είχαν αφήσει οι ορθόδοξοι συνολικά αυτό το περιστατικό. Ο Παντελής είχε συνδέσει τις βουνοκορφές της χώρας του με τον Προφήτη Ηλία και όχι με τον ίδιο τον Θεάνθρωπο που, στην καθολική εκδοχή του, είχε τον κόσμο στα πόδια του κι όμως συνέχισε να κοιτάει ψηλά.

Ο άνεμος στο υψόμετρο των 500 μέτρων φυσούσε απειλητικά. Το λούνα παρκ ήταν κλειστό και ο κόσμος στο ύπαιθρο λιγοστός. Ο Παντελής, εκμεταλλευόμενος την σύντομη απομάκρυνση της Εύας που πήγε να ελέγξει τις ώρες λειτουργίας, βρήκε την ευκαιρία να παρατηρήσει σιωπηλός τον διώροφο ναό και πρόλαβε να φανταστεί το άγαλμα του Χριστού, στην κορυφή, να χάνεται μέσα στην ομίχλη, να αψηφά τους κεραυνούς, να φωτίζεται τη νύχτα.

Δυστυχώς σήμερα θα είναι εκτάκτως κλειστή. Πρόβλημα με τη χτεσινή νεροποντή – μπήκαν νερά. Ξανανοίγει αύριο στις εννιά, καλώς εχόντων των πραγμάτων. Αναγκαστικά περιορίστηκαν στις εξωτερικές όψεις της εκκλησίας, παίρνοντας φωτογραφίες από κάθε πλευρά, μέχρι που εξαντλήθηκαν τα δύο φιλμ που είχαν μαζί, το ένα έγχρωμο και το άλλο ασπρόμαυρο. Ο Παντελής ήθελε να μετρήσει και τις βασικές εξωτερικές διαστάσεις αλλά η Εύα τον έπεισε ότι δεν άξιζε τον κόπο να το κάνουν εκείνη την ώρα, θα το έκαναν όταν ξανάρχονταν μαζί με τις εσωτερικές, κι άλλωστε όλο και κάποια σχέδια θα έβρισκαν. Η ακρίβεια εκατοστού δεν είχε καμιά σημασία πέρα από τη δική του προσωπική επιθυμία για πληρότητα, η Βαρκελώνη θα ήταν σημείο αναφοράς και έμπνευσης και όχι πρωτότυπο προς πιστή αντιγραφή.

Με όποια μορφή κι αν τελικά κατασκευαζόταν ο Ναός του Σωτήρος, θα έπρεπε – κατά τη γνώμη του Παντελή – να διαφέρει από την Ιερά Καρδία του Τιμπιντάμπο σε ένα τουλάχιστον γνώρισμα: το χρώμα. Το πάλλευκο μπορεί να ήταν ταιριαστό για ξωκλήσια και για παλάτια με φόντο το δάσος, αλλά στα βραχώδη Τουρκοβούνια χρειαζόταν κάτι πιο γήινο. Αυτό σκεφτόταν την ώρα που κατέβαιναν με το λεωφορείο και προσπαθούσε να πάρει μια μικρή γεύση από το πώς φαινόταν συνολικά ο λόφος με την εκκλησία. Κάποια μέρα θα νοίκιαζε αυτοκίνητο για να αναζητήσει χαρακτηριστικές μακρινές όψεις, με όλες τις δυνατές περιπτώσεις φυσικού φωτισμού – χάραμα, σούρουπο, με ήλιο ή συννεφιά. Για την πρώτη μέρα είχε δει, και είχε μιλήσει και σκεφτεί, κάτι παραπάνω από αρκετά. Ο πονοκέφαλος που φοβόταν ήρθε σαν φυσική συνέπεια.

Η Εύα έμεινε κι αυτή, όπως ο Παντελής, σιωπηλή στο μεσημεριανό φαγητό. Εκείνη δεν είπε τίποτα για πονοκέφαλο κι ο Παντελής σκέφτηκε ότι εκείνος που οδηγεί το αυτοκίνητο, δεν ζαλίζεται στις στροφές. Το ξανασκέφτηκε και συνειδητοποίησε ότι είχε απέναντί του μια επαγγελματία που σίγουρα είχε και άλλες σκοτούρες και υποχρεώσεις – οι οποίες θα την περίμεναν στο γραφείο της το απόγευμα μετά από αυτό το ευχάριστο πρωινό στο Τιμπιντάμπο, μισό δουλειά και μισό εκδρομή για κείνη. Του έδωσε το τηλέφωνό της στο πανεπιστήμιο και ανανέωσαν το ραντεβού για το επόμενο πρωί.

Πριν γυρίσει στο ξενοδοχείο, ο Παντελής βρήκε τηλεφωνικό θάλαμο για να δώσει σημεία ζωής στους γονείς του, φωτογραφείο για να δώσει τα τελειωμένα φιλμ και να αγοράσει καινούργια, και φαρμακείο για να προμηθευτεί ασπιρίνες και άλλα αχρείαστα.

Κουρασμένος, αποφάσισε να πέσει για ύπνο κατά τις εννιά, ασυνήθιστα νωρίς για τα δικά του δεδομένα. Αισθάνθηκε τυχερός που δεν θα χρειαζόταν να τηλεφωνήσει στην πρεσβεία παρά μόνο την Παρασκευή. Αισθάνθηκε όμως την ανάγκη να καλέσει έναν άλλο αριθμό, χωρίς να είναι καν σίγουρος αν εκείνη την ώρα θα έβρισκε τον συνομιλητή που ήθελε. Χωρίς να το πολυσκεφτεί ζήτησε από τη ρεσεψιόν εξωτερική γραμμή και άρχισε να γυρίζει το καντράν του τηλεφώνου στο δωμάτιό του.


17

Τις Τετάρτες είχε πάντα ένα ελεύθερο απόγευμα απ' τη δουλειά. Συνέχισε να το έχει και συνέχισε να το αξιοποιεί όπως και πριν. Χειμώνα – καλοκαίρι με τον ίδιο τρόπο, δεν το βαριόταν.

Κι εκείνος δεν της κρατούσε μούτρα. Ναι, θα το προτιμούσε να μην του εξαφανιζόταν μεσοβδόμαδα, τη μέρα που κι εκείνος είχε ελεύθερο το απόγευμα – κλειστά γαρ τα καταστήματα. Το είχαν όμως συμφωνήσει, ο προσωπικός χρόνος του καθενός τους θα ήταν σεβαστός. Αν μη τι άλλο, τα μαγαζιά είναι κλειστά, το κομπόδεμά μας δεν κινδυνεύει από τη βόλτα σου, την πείραζε καμιά φορά.

Κι ούτε έβλεπε μπροστά της άλλο κίνδυνο η Κατερίνα όταν περπατούσε στο κέντρο της Αθήνας. Η πόλη ήταν ασφαλής, παρά τη γκρίνια και τις υπερβολές των γονιών της που μιλούσαν για ζούγκλα, πιο πολύ επειδή αυτό πίστευαν όλοι στο νησί και όχι από πραγματικό δικό τους φόβο. Επικίνδυνη έβρισκε καμιά φορά όχι την πόλη αλλά τη συμπεριφορά του Γρηγόρη, που το συνήθιζε να περπατά ανάμεσα στα μποτιλιαρισμένα αυτοκίνητα και τρόλλεϋ για να περάσει στο απέναντι πεζοδρόμιο, παρασέρνοντας από το χέρι την Κατερίνα – κι ας ήταν στα δέκα μέτρα το φανάρι.

Αλλά τις Τετάρτες, μόνη της, πήγαινε χωρίς ρίσκο. Στους ίδιους δρόμους, Χέυδεν, Πατησίων, Πανεπιστημίου, Χρήστου Λαδά, στην ίδια τζαμόπορτα κατέληγε και περίμενε, και πάντα εμφανιζόταν μπροστά της η παιδική φίλη.

Η κουβέντα γινόταν στο δρόμο, εκτός αν έπιανε μπόρα, οπότε τη βγάζαν στη στοά μέχρι να κοπάσει. Τα παγκάκια στο Κολωνάκι, το Σύνταγμα ή το Ζάππειο τα απέφευγαν, ήταν συνώνυμα με την ενόχληση. Δεν ήθελαν να ενοχλήσουν τα ζευγάρια ούτε να ενοχληθούν από τους μοναχικούς τύπους που συχνά καπάρωναν εκείνοι τις θέσεις.

Μιλούσαν πολύ. Και πιο πολύ εκείνη. Είχαν να το λένε στο νησί για την κόρη του Γιάννη του Κερκέντελε, ότι δεν τα μέτραγε και πολύ τα λόγια της, από έφηβη ακόμα. Της Κατερίνας όμως της άρεσε ν' ακούει, κι έτσι η Βάσω βρήκε την ιδανική ακροάτρια.

Η αλήθεια είναι ότι από τότε που μπλέχτηκε με την Οργάνωση είχε μαζευτεί λιγάκι. Αλλά την τέχνη δεν την άφηνε. Μιλούσε πολύ και με πολλούς. Και όσο απέναντί της είχε ανθρώπους που απλά μοιράζονταν την ίδια αγάπη για επικοινωνία, κανένα πρόβλημα.

Δεν ήταν όμως όλοι εραστές του διαλόγου.


18

Το επόμενο πρωί όλα ήταν διαφορετικά.

Το ξύπνημα έγινε με πολύ κόπο, με βαρύ κεφάλι και με το άγχος ενός πρωινού ραντεβού. Έφταιγε το ρούχο, που επιστρατεύτηκε για να ζεστάνει τα σώματα και τις ψυχές; Δεν έφταιγε εξίσου και ο λίγος και κομματιαστός ύπνος; Σε τελευταία ανάλυση, έφταιγε εκείνο το τηλεφώνημα.

Το τίμημα της υπέροχης νύχτας ήταν το τρέξιμο της επόμενης μέρας, η ανάγκη του Παντελή και της Εύας, της Εύας και του Παντελή να βρουν τη Διαγώνιο, τον σύντομο δρόμο για τα πάντα.

Η Ντιαγονάλ ήταν μια χαρακιά στην ορθογώνια μονοτονία του Εϊσάμπλε. Ήταν η δυσανάγνωστη υπογραφή ενός καλλιγράφου, ο αυτοσχεδιασμός ενός βιρτουόζου, το τελείωμα της τρίλιζας.

Αυτά στο χάρτη. Από κοντά, με την πρωινή κυκλοφορία και τη βουή της, η Διαγώνιος δεν ήταν τόσο ποιητική. Ειδικά όταν την ανηφόριζες, με προορισμό ένα γκρίζο κτίριο, απροσδιόριστης ηλικίας και αδιάφορο. Και όταν συνειδητοποιούσες, όπως συνέβη στον Παντελή την ώρα που περίμενε την Εύα να τελειώσει κάποιες πρωινές δουλειές στο γραφείο της, ότι πρέπει να την ξανακατηφορίσεις για να πάρεις τα βασικά σου σύνεργα από το δωμάτιο του ξενοδοχείου – τη μηχανή, τα δύο καινούργια φιλμ, τη μετροταινία και το κουτί με τις ασπιρίνες. Ένας τόσο εντυπωσιακός δρόμος κατέληξε, με όλα αυτά, να γίνει κουραστικός. Η συνονόματη Διαγώνιος της Θεσσαλονίκης, μικρότερη στο μήκος και γι' αυτό ευκολότερη να τη φέρεις βόλτα, φαινόταν εκείνη την ώρα απείρως προτιμότερη. Το τι ήταν προτιμότερο όμως έμπαινε σε δεύτερη μοίρα, η μέρα δεν έπρεπε να χαθεί ακόμη κι αν είχε ξεκινήσει στο ρελαντί.

Κι έτσι, βάζοντας το κεφάλι κάτω έκαναν αυτό που έπρεπε να γίνει, και για καλή τους τύχη η εκκλησία ήταν εκείνη τη μέρα ανοιχτή. Βρήκαν, όπως το σχεδίαζαν, και τον εφημέριο του ναού, από τον οποίο πήραν την άδεια να φωτογραφίσουν και να μετρήσουν, την υπόσχεση για κάποια αρχιτεκτονικά σχέδια και την ελπίδα ότι θα γνώριζε, και θα μπορούσε σε μια πιο ήσυχη στιγμή να τους αφηγηθεί, κάποια χαρακτηριστικά επεισόδια από το πολύχρονο ιστορικό της κατασκευής.

Όταν πήραν το λεωφορείο για να κατέβουν ήταν περασμένες τέσσερις και ο Παντελής ήθελε απεγνωσμένα να κοιμηθεί, να ακουμπήσει στο πλευρό της Εύας – δεν ήταν σίγουρος τι απ' τα δύο ήθελε περισσότερο. Και όταν ξαναβρέθηκαν στη Διαγώνιο, πάλι δεν ήταν σίγουρος για τη συνέχεια. Άφησε την Εύα να δώσει τη λύση, με μια ανόητη αλλά απαραίτητη δικαιολογία. Αυτή τη φορά έπεσε για ύπνο από τις οχτώ, και αποκοιμήθηκε αμέσως. 

Παρασκευή 27 Νοεμβρίου 2009

Η ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ - Κεφάλαια 14 & 15


Η ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ


14

Την ώρα που ξύπνησε ο Παντελής, το τραίνο περνούσε δίπλα στον Έβρο.

Ήταν απόγευμα και οι τελευταίες ακτίνες του χειμωνιάτικου ήλιου φώτιζαν την απέναντι όχθη. Αργά ή γρήγορα κάποιο γεφύρι θα περνούσε και τους ίδιους απέναντι. Κανείς δεν θα τους ζητούσε διαβατήριο – δεν βρίσκονταν στο Πύθιο – αλλά και ο ιβηρικός Έβρος, όπως ο βαλκανικός (δασυνόμενος) συνονόματός του, ήταν κι αυτός με τον τρόπο του ένα σύνορο, και το κάθε γεφύρι του ένα πέρασμα σε μια άλλη χώρα μέσα στην ίδια χώρα.

Αυτό δεν ήταν άμεσα φανερό στον επισκέπτη ούτε συζητιόταν ανοικτά από τους ισπανούς. Ο Παντελής, αν και ταλαιπωρημένος, με το που ξύπνησε συνειδητοποίησε ότι ο ποταμός ήταν ο Έβρος – δεν μπορούσε να είναι άλλος από τον Έβρο – αλλά την είσοδο στην Καταλονία δεν την έβλεπε παρά σαν την είσοδο στην ελληνική Μακεδονία ή τη Θράκη. Ένα από τα πολλά γεωγραφικά διαμερίσματα της χώρας. Στο σταθμό του Σαντς στη Βαρκελώνη ανέμιζε η ίδια σημαία, κόκκινη πάνω και κάτω και κίτρινη στη μέση, με αυτή που είχε δει το ίδιο πρωί σε διάφορα σημεία της Μαδρίτης, στη διαδρομή του από το ξενοδοχείο προς την ελληνική πρεσβεία και από εκεί προς τον σταθμό Τσαμαρτίν για να προλάβει το τραίνο των 10:10.

Αποφάσισε να μην κλείσει σπάταλα την πρώτη μέρα παραμονής του στην Ισπανία και γι' αυτό προτίμησε να μην πάρει ταξί – όπως αναγκάστηκε να κάνει το πρωί στη Μαδρίτη για να προλάβει το τραίνο – αλλά να μπει σε ένα λεωφορείο και να κατεβεί στη Γκραν Βία, στο ύψος των Ράμπλας. Από 'κεί, σύμφωνα με το χάρτη του, το ξενοδοχείο της οδού Βιγιαροέλ δεν απείχε περισσότερο από δέκα λεπτά με τα πόδια. Η βαλίτσα του ήταν ήδη βαριά όταν πέταξε από το Ελληνικό, κι έγινε ακόμη βαρύτερη με το μικρό κιβώτιο που προστέθηκε σ' αυτή μετά την επίσκεψή του στην πρεσβεία, αλλά εκείνος θα άντεχε.

Έκανε όμως λογαριασμούς χωρίς τον ξενοδόχο, όχι τον πραγματικό, που αποδείχτηκε εξυπηρετικότατος, αλλά με τη μεταφορική έννοια, δηλαδή τον καιρό. Η μπόρα ξέσπασε περίπου τη στιγμή που πάτησε το πόδι του στο πεζοδρόμιο της Γκραν Βία. Το θεωρητικό του δεκάλεπτο έγινε τουλάχιστον ημίωρο, καθώς όχι μόνο περιορίστηκε η ταχύτητά του αλλά προς στιγμήν έχασε και τον προσανατολισμό του. Ευτυχώς η ρυμοτομία του Εϊσάμπλε, της εκτός των τειχών Βαρκελώνης, ήταν ιπποδάμεια με οριζόντιους και κάθετους δρόμους. Και η επιγραφή του ξενοδοχείου ήταν για τον Παντελή όπως ο πράσινος και ο κόκκινος φάρος στην είσοδο ενός λιμανιού.

Οι τυπικότητες κράτησαν ελάχιστα – μόνο το διαβατήριο χρειάστηκε να αφήσει – και σύντομα ο Παντελής βρισκόταν στο δωμάτιό του, έτοιμος να κάνει μπάνιο και να πάρει μια ανάσα πριν από το βραδινό φαγητό και τον ύπνο. Κάπου εκεί ανάμεσα έπρεπε να βρει και το χρόνο να ανοίξει το κιβώτιο. Υπήρχε, ευτυχώς, κάτι που τον ανακούφιζε. Σε αντίθεση με πολλούς άλλους μεσογειακούς γονείς, ακόμη και μεγαλύτερων παιδιών, ο Μίμης και η Σωτηρία Μπούσουλα δεν είχαν ζητήσει από τον γιο τους να τους τηλεφωνήσει μόλις φτάσει. Ήξεραν ότι θα το κάνει ο ίδιος μόλις ευκαιρήσει. Ένα άγχος λιγότερο.


15

Μια ώρα μπροστά ήταν η Αθήνα από τη Βαρκελώνη, μια ώρα νωρίτερα έκλεινε ο κύκλος της ημέρας εκεί, της πρώτης εργάσιμης μέσα στο '69 για την Κατερίνα και τον Γρηγόρη. Μιας μέρας-βουνό, στο τέλος της οποίας δεν υπήρχε όρεξη ούτε καν για διάβασμα – τέτοια η κούραση από την επιστροφή στο μεροκάματο, τα αφεντικά και των δύο τους είχαν κατανόηση αλλά η δουλειά ήταν δουλειά. Οι απογευματινές εφημερίδες κυκλοφορούσαν με πλούσιες εκδόσεις, είχε προηγηθεί η αργία των Φώτων αλλά και η σημαντική επικαιρότητα με την οποία ξεκίνησε η καινούργια χρονιά.

Ο αεροπειρατής της Κρήτης, ο κρητικός με το μαύρο πουκάμισο, ήταν στο στόμα όλων. Το πολυσύλλαβο επώνυμό του λίγοι το είχαν συγκρατήσει. Το παρατσούκλι του όμως, αγνώστου εμπνεύσεως, είχε κάνει το γύρο της Αθήνας, ίσως και της χώρας ολόκληρης:

Μαυροπουκαμισάκης!

Η επικαιρότητα ήταν παντού, για την ακρίβεια η γραφικότερη πλευρά της, παραποιημένη είτε σκόπιμα από τους καθοδηγητές της κοινής γνώμης είτε υποσυνείδητα από την ίδια την κοινή γνώμη, αμήχανοι και οι μεν και η δε από το πρωτοφανές για τα ελληνικά χρονικά γεγονός της αεροπειρατείας. Εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον η μισή Αθήνα θα στοιχημάτιζε ότι ο αεροπειρατής με το αξιομνημόνευτο επώνυμο θα γινόταν νούμερο στις καλοκαιρινές επιθεωρήσεις, αν όχι και κινηματογραφική ταινία. Είχαν κυκλοφορήσει και κάποια ανέκδοτα, χωρίς αξιώσεις μακροβιότητας όπως σχεδόν όλα τα εμπνευσμένα από την εκάστοτε επικαιρότητα χωρατά, τα άκουσαν κι οι δυο τους – Γρηγόρης και Κατερίνα – από πελάτες και συναδέλφους.

Καθώς προσπαθούσε να χαλαρώσει, ο Γρηγόρης δεν είχε όρεξη να τα ξανακούσει την ώρα του βραδινού φαγητού και γι' αυτό έκοψε την Κατερίνα που, κι εκείνη για να χαλαρώσει, θεώρησε καλό να του τα μεταφέρει. Ο Γρηγόρης θύμωσε με τον εαυτό του γιατί συνειδητοποίησε ότι δεν είχε όρεξη ούτε για κουβέντα, ούτε για φαΐ, ούτε για διάβασμα.

Ακόμα περισσότερο όμως θύμωσε με αυτό που είδε βγαίνοντας από το μπάνιο. Την Κατερίνα σπάνια την έβλεπε να διαβάζει εφημερίδα – και ακόμα πιο σπάνια, να κοιτάζει με τόσο θαυμασμό την φωτογραφία ενός άνδρα. Όπως έκανε εκείνη τη στιγμή, με την φωτογραφία του Μαυροπουκαμισάκη.

Πριν να πέσει για ύπνο, βγήκε για λίγο στο μικρό μπαλκόνι της κρεβατοκάμαρας, αυτό που έβλεπε προς τον ακάλυπτο, κοίταξε τριγύρω, δεν είχε και πολλά να δει παρά μόνο παρόμοια μικρά μπαλκόνια και μια μικρή φέτα ουρανό, συννεφιασμένη και βλοσυρή όπως εκείνος.