25
Το φαγητό δεν κατέβαινε.
Κι ας ήταν τόσο γλυκιά η χειμωνιάτικη βραδιά. Κι ας ήταν τόσο γελαστό και τόσο λαμπερό το πρόσωπό της, τόσο μελωδική η φωνή της, τόσο ταιριαστό το απλό της ντύσιμο.
Προσπάθησε να μην της κρατήσει μούτρα, του ήταν όμως αδύνατο να συνεχίζει να παίζει θέατρο για πολύ.
Ήταν έτοιμος να της μιλήσει. Να ξεσπάσει. Να της εξηγήσει ότι δεν ήταν ανάγκη να ξεκινήσουν τη σχέση τους, την όποια σχέση τους, με ψέματα.
Τον αιφνιδίασε.
Δεν έμεινα όσο ήθελα στη Ζιρόνα, του είπε, λες και μάντεψε την ερώτησή του. Σάββατο μεσημέρι με Κυριακή απόγευμα, τι να πρωτοκάνεις;
Ήπιε μια γουλιά κρασί και συνέχισε: Την Παρασκευή δεν έφυγα αμέσως. Έπρεπε να ξεκαθαρίσω κάποιους λογαριασμούς, εδώ στη Βαρκελώνη.
Την κοίταξε στα μάτια. Εκείνη τον κοιτούσε ήδη. Συνέχισε. Δεν ξέρω πόσο θα κρατήσει αυτό που έχουμε, ήθελα όμως να είμαι καθαρή. Νομίζω πως έτσι είναι το σωστό.
Το μυαλό του έτρεξε πίσω, στη Ράμπλα. Οι τρεις τύποι, ο ψηλός που την είχε αγκαλιά – ή δεν την είχε; Τα αγέρωχα βλέμματά τους. Όλοι κοίταζαν κάπου μακριά. Κι εκείνη μαζί. Να τον είχε δει άραγε, και να προσπαθούσε να δικαιολογηθεί τώρα; Δύσκολο. Να το είχε μαντέψει από την κακοκεφιά του; Αδύνατο να μαντέψει.
Και γιατί με τρεις και όχι τετ-α-τετ; Ο λογικός του εαυτός έβρισκε πιθανές απαντήσεις – τι τους εμπόδιζε να κάνουν όλοι μαζί παρέα; Βγήκαν μαζί για φαγητό και ποτό, όπως πάντα, και μετά ξεμοναχιάστηκε με τον εραστή της, και πάλι όπως πάντα.
Στο επόμενο δευτερόλεπτο άρχισε – σιωπηρά πάντα – ο σαρκασμός. Κατάλαβα πώς ακριβώς ξεκαθάρισαν τους λογαριασμούς τους. Ας τους ξεκαθαρίσουμε μια τελευταία φορά, έτσι για να το θυμόμαστε.
Ήταν μπερδεμένος – έμεινε μπερδεμένος όλη τη βραδιά. Αισθάνθηκε βέβαια υποχρεωμένος να της πει πόσο πολύ εκτιμούσε την ειλικρίνειά της. Πέρασαν μαζί τη νύχτα, στο σπίτι της. Κάποιες φορές περνούσε απ' το μυαλό του η φράση του Γαλιλαίου: Και όμως γυρίζει, μέχρι που τελικά τον πήρε ο ύπνος στην αγκαλιά της.
26
Ο Μίμης σχημάτισε τον αριθμό του Υπηρεσιακού Παράγοντα. Δεν ήξερε σε τι να ελπίζει. Αν δεν ξέρει τίποτα, σημαίνει ότι είναι νυχτωμένος. Αν ξέρει, τόσο το χειρότερο. Ήταν πάντως περίεργος να ακούσει τι θα του έλεγε.
Δεν τον βρήκε. Ήταν περασμένη η ώρα. Θα ξαναδοκίμαζε αύριο. Πήρε το χαρτοφύλακά του και βγήκε στο δρόμο. Περπάτησε μέχρι τα προπύλαια του Πανεπιστημίου αλλά η στάση ήταν γεμάτη από κόσμο. Αποφάσισε να περπατήσει. Ο κρύος αέρας θα του έκανε καλό.
Όταν έφτασε στο σπίτι είχε σχεδόν νυχτώσει. Η Σωτηρία έλειπε, μάλλον θα είχε βγει να ψωνίσει. Ο Μίμης έβγαλε τα παπούτσια του κι έβαλε να κάνει ποδόλουτρο. Άνοιξε και την τηλεόραση. Είχε ειδήσεις αλλά εκείνος δεν πρόσεχε. Ακόμα και ποδόσφαιρο να είχε, που τόσο τον συνέπαιρνε, είναι αμφίβολο αν θα έδινε σημασία.
Στη μισή ώρα ήρθε και η γυναίκα του. Καλώς τον άσωτο!, του είπε χαϊδευτικά, μαθημένη από απροσδόκητες αργοπορίες ενός συζύγου που εκτός από σπίτι και οικογένεια είχε και καριέρα.
Ο Μίμης ζήτησε ένα καφέ, για την ακρίβεια ένα βαρύ γλυκό. Σε πέντε λεπτά η Σωτηρία ήρθε από την κουζίνα κρατώντας ένα δίσκο με ένα φλιτζάνι και δύο ποτήρια νερό. Στην υγειά μας, είπε και σήκωσε το ένα ποτήρι. Ήπιε λίγο, το άφησε και περίμενε.
Ο Μίμης ήπιε λίγο απ' το ζεστό καφέ. Βαριεστημένα, τη ρώτησε πού είχε πάει. Τα ψώνια αποκλείονταν γιατί δεν την είδε να κρατάει τίποτα. Όχι ότι καιγόταν από περιέργεια αλλά έτσι, για να ξεκινήσει την κουβέντα.
Στην ανιψιά μας πήγα.
Την Κατερίνα; ρώτησε ο Μίμης. Είχε να τους δει από το γάμο. Η Κατερίνα είχε περάσει από τη Σωτηρία ένα απόγευμα που εκείνος έλειπε σε σύσκεψη. Μάλλον η γυναίκα του ανταπέδωσε σήμερα την επίσκεψη.
Είναι λιγάκι θυμωμένη με τον καλό της. Παύση, για να δει την αντίδραση του Μίμη. Εκείνος γύρισε και την κοίταξε. Η Σωτηρία συνέχισε. Που θα πάει και φέτος στο καρναβάλι. Κι ας είναι παντρεμένοι.
Και γιατί δεν την παίρνει μαζί του; απόρησε ο Μίμης.
Αυτό τη ρώτησα κι εγώ. Δεν είναι όμως αυτό το πρόβλημά της. Εκείνος, μάλλον της το λέει - εκείνη δεν θέλει να πάει. Η Σωτηρία αναστέναξε. Αυτό το κορίτσι, μια ζωή αντίδραση και πείσμα! Και πέρσι που την είχαμε εδώ, τα ίδια πάλι, δε θυμάσαι;
Ο Μίμης δε θυμόταν.
Και πάλι ξεσπάθωνε για το καρναβάλι, συνέχισε η Σωτηρία. Που είναι ξενόφερτο, καταναλωτικό και δεν ξέρω κι εγώ τι άλλο. Τα ίδια μού' λεγε και σήμερα. Πρέπει, λέει, να διασκεδάζουμε παραδοσιακά. Τι παραδοσιακά, κορούλα μου, της είπα, δεν είναι παραδοσιακή η αποκριά; Με το μπαμπά σου, πριν τον πόλεμο, ξέρεις τι ξεφάντωμα κάναμε κάτω στο νησί; Δε σου τραγούδησε ποτέ τ' αποκριάτικα; Της τά' πα ένα χεράκι αλλά εκείνη τίποτα, αγύριστο κεφάλι! Ίδια η μάνα της ώρες ώρες.
Η Σωτηρία ξαναήπιε νερό και συνέχισε. Δεν το καταλαβαίνω αυτό το κορίτσι! Ενώ έχει μυαλό, και μάλιστα διαβάζει…
Το ζήτημα είναι, τι διαβάζει; παρατήρησε ο Μίμης. Κι ο αρχιμανδρίτης μελετά, είπε από μέσα του. Οι μεσημεριανές κουβέντες δεν σταμάτησαν να απασχολούν τη σκέψη του.
Να δεις που αυτή η Βάσω του Κερκέντελε θα' χει βάλει το χέρι της!, συνέχισε η Σωτηρία. Δεν τους χώνευε οικογενειακώς, τους Κερκεντελαίους. Τόσο ο πρόσφυγας παππούς, ο γερο-Παναής, χαμάλης στο λιμάνι, όσο και η γυναίκα του και τα δύο παιδιά του, ο Γιάννης και η Μαρίτσα, ήταν απόμακροι και μουντοί άνθρωποι. Τα εγγόνια ήταν πιο πρόσχαρα, αλλά παρόλα αυτά η Σωτηρία ένιωσε μια ανακούφιση όταν έμαθε ότι ο γιος της δεν έκανε παρέα πια με τη Βάσω.
Ο Μίμης, που δεν είχε γεννηθεί στο νησί και μπορούσε να κρατήσει κάποιες αποστάσεις από τις εμμονές της τοπικής κοινωνίας, παραδεχόταν ωστόσο ότι για τους Κερκεντελαίους είχε κάποιο δίκιο η Σωτηρία. Περίεργοι τύποι. Την άφησε να συνεχίσει το συλλογισμό της.
Το ξέρεις ότι με το Κατερινάκι συναντιώνται ανελλιπώς, κάθε Τετάρτη; Δεν είναι μωρό παιδί, βέβαια, αλλά προσπάθησα να της το πω με τρόπο, ότι ο γάμος θέλει προσοχή, ειδικά στην αρχή. Να κοιτάζει κανείς το σπίτι του πρώτα απ' όλα, και μετά όλα τ' άλλα. Ήπιε λίγο νερό και συνέχισε, σχεδόν ψιθυριστά: Σε κάποια οργάνωση είναι αυτή.
Η Βάσω; ρώτησε το ίδιο χαμηλόφωνα ο Μίμης.
Η Βάσω, απάντησε η Σωτηρία. Ο Μίμης, όπως και η γυναίκα του, την είχε δει κι εκείνη στο γάμο, στην εκκλησία όμως μόνο και όχι στο γλέντι. Θυμόταν καλά το ανεπιτήδευτο ντύσιμό της και τον κότσο στα μαλλιά της. Η Βάσω σε οργάνωση; Γιατί όχι, τώρα που το σκεφτόταν. Κάτι ήξερε για ταγάρια, για μοντγκόμερι, για ίσιο παπουτσάκι – να κι ο κότσος τώρα, άλλο ένα αξεσουάρ, όσο ζω μαθαίνω, σκέφτηκε.
Χτύπησε το τηλέφωνο. Ήταν ο φίλος του ο Άρης. Φανατικός εργένης και δεινός σκακιστής. Τον προσκάλεσε να συνεχίσουν τη χτεσινή παρτίδα. Αν και σκοτισμένος, και συνεπώς σε κακή φόρμα για πνευματικό παιχνίδι, ο Μίμης το είδε σαν ευκαιρία να ξεδώσει. Η Σωτηρία δεν του έφερε αντίρρηση. Αρκεί να μην αργούσε πολύ για το βραδινό φαγητό.
Γύρισε κατά τις εννιάμιση. Η παρτίδα ήταν μια τυπική διαδικασία, η θέση των πιονιών του ήταν ήδη δύσκολη από χτες – η ήττα ήταν προδιαγεγραμμένη. Το κονιάκ που του πρόσφερε ο Άρης σίγουρα δεν τον βοήθησε να ανατρέψει το σκηνικό. Τουλάχιστον του έφτιαξε λίγο τη διάθεση. Τα προβλήματα της δουλειάς μπορούσαν να περιμένουν μέχρι το επόμενο πρωί.
27
Για δεύτερη συνεχόμενη Κυριακή, ο Σωκράτης δεν ακολούθησε την παρέα στα καφενεία. Αυτή τη φορά πήρε το τρίκυκλο και πήρε τον επαρχιακό δρόμο. Μόνος του. Συντροφιά του, αν μπορούσε να την πει κανείς έτσι, ένα πακέτο τσιγάρα, ένα κουτί σπίρτα και μια φωτογραφία. Τη φωτογραφία.
Στα μισά του δρόμου για το Καλέμι ήταν ο πύργος του Μπίγαλη, ένα ερειπωμένο οικοδόμημα στην πλαγιά, που η κάτω του πλευρά κατέληγε σε έναν πέτρινο τοίχο με ύψος γύρω στα είκοσι μέτρα. Η βάση του τοίχου ήταν στην άκρη του επαρχιακού δρόμου. Σε μια εσοχή του τοίχου υπήρχε μια βρύση και δίπλα ένα πεζούλι – το αγαπημένο στέκι όλης της παρέας, χειμώνα-καλοκαίρι. Ο καιρός ήταν υποφερτός, χωρίς ιδιαίτερο κρύο, κι έτσι ο Σωκράτης σταμάτησε το τρίκυκλο δίπλα στη βρύση και έκατσε στο πεζούλι. Άναψε ένα 22 και έβγαλε από την τσέπη του τη φωτογραφία.
Διαστάσεις έξι επί τέσσερα. Περίπου. Χωρίς άσπρο πλαίσιο, λίγο φθαρμένη στην αριστερή ακμή. Καθισμένοι σ' ένα ασβεστωμένο πεζούλι, τρεις άντρες. Ο μεσαίος κρατούσε ένα μικρό μπαγλαμαδάκι, έναν τζουρά, στο ένα του χέρι. Ο Σωκράτης παρατήρησε τα πρόσωπα και τα σώματα της φωτογραφίας.
Αριστερά ο μπαρμπα-Νικολός. Σκουρόχρωμο πουκάμισο, ίσως βαθύ μπλε – αν μπορούσε να κρίνει καλά από την ασπρόμαυρη φωτογραφία – με γυρισμένα τα μανίκια. Κατάμαυρο παντελόνι. Τραγιάσκα στο κεφάλι. Σκυμμένος μπροστά, οι αγκώνες στους μηρούς και τα χέρια σταυρωμένα. Και το χαρακτηριστικό μουστάκι.
Ο άνθρωπος στο μέσον είχε φυσιογνωμία άγνωστη στο Σωκράτη. Το σουλούπι του και το ντύσιμό του πάντως δεν ήταν πολύ διαφορετικό από του μπαρμπα-Νικολού – με τη διαφορά ότι ήταν ασκεπής. Το πρόσωπό του απέπνεε εξωστρέφεια, αυτοπεποίθηση – μαγκιά, όπως την αντιλαμβανόταν ο Σωκράτης – σε αντίθεση με το μαζεμένο και μάλλον βλοσυρό ύφος του Νικολού.
Ο άνθρωπος στα δεξιά είχε φυσιογνωμία επίσης άγνωστη. Για την ακρίβεια, θα έμενε για πάντα άγνωστη. Ο χώρος όπου κανονικά θα βρισκόταν το πρόσωπό του ήταν μουτζουρωμένος με μελάνι.
Είχε κοιτάξει αρκετές φορές τη φωτογραφία τις τελευταίες εφτά μέρες. Δεν είχε καταφέρει να μαντέψει ποιοι ήταν οι άλλοι δύο. Γύρισε τη φωτογραφία μπρος πίσω. Και την πίσω όψη την είχε δει κι αυτήν αρκετές φορές. Τρία ονόματα, έξι ψηφία και μια διεύθυνση. Νικολός – Κώστας – Γιάννης, τα ονόματα, με μαύρο μελάνι. 207937: ο αριθμός, γραμμένος με κόκκινο. Από κάτω η διεύθυνση, Κιάφας 46, με κόκκινο κι αυτή. Και κάτω κάτω η στάμπα, με δύο τετράγωνα κόκκινα κι άλλα τόσα μπλε.
Και λοιπόν;
Ωραία, Κώστας ο μεσαίος – ο χωρίς τραγιάσκα – και Γιάννης στα δεξιά. Αγνώστων λοιπών στοιχείων όμως, και σίγουρα όχι της οικογένειας. Φαίνονταν σημαντικοί και αρκετά οικείοι, ώστε να αρκούν τα μικρά τους ονόματα, και μάλιστα ανάμεσα σε τόσους Κώστηδες και Γιάννηδες, για να τους θυμάται αυτός που έγραψε τη λεζάντα.
Η διεύθυνση, το δίχως άλλο, αθηναϊκή. Δεν την ήξερε την οδό αλλά τέτοιο δρόμο σίγουρα δεν είχανε στο νησί, και σίγουρα όχι με σαρανταέξι νούμερα. Τα περισσότερα σπίτια δεν είχαν καν νούμερα, μόνο αυτά της απογραφής.
Με το δεύτερο τσιγάρο το πρόσωπό του φωτίστηκε. Όχι από την επίδραση της νικοτίνης. Απλά σκέφτηκε ότι ο εξαψήφιος αριθμός, γραμμένος σίγουρα μεταγενέστερα από την προπολεμική φωτογραφία – το φανέρωνε το κόκκινο μελάνι κι ο διαφορετικός γραφικός χαρακτήρας – δεν ήταν, δεν μπορεί να ήταν τίποτε άλλο παρά τηλεφωνικός, και μάλιστα αθηναϊκός. Όπως κι η διεύθυνση.
28
Αυτή τη φορά του ζήτησε να έρθει μαζί της στο σταθμό. Για την ακρίβεια, αρχικά του ζήτησε να έρθει στη Ζιρόνα. Εκείνος αρνήθηκε, της είπε ότι έχει να κάνει λίγη δουλειά μες στο σαββατοκύριακο. Ήταν λογικό αυτό που της είπε – ήταν η προτελευταία του Παρασκευή στην Ισπανία. Στην πραγματικότητα όμως είχε ήδη δουλέψει πολύ. Καθόταν μέχρι αργά το βράδυ πάνω από τα σκίτσα του, τις φωτογραφίες που είχε εμφανίσει, τις σημειώσεις, τα αντίγραφα από σελίδες βιβλίων και μελετητικών τευχών – και δούλευε την ιδέα του για τον αρχιτεκτονικό διαγωνισμό. Είχε ήδη φτάσει σε καλό σημείο. Το μυαλό του χρειαζόταν μια ξεκούραση αυτό το σαββατοκύριακο. Ήθελε όμως να βρει την ξεκούραση μακριά από την Εύα. Περνούσε καλά μαζί της αλλά δεν ήθελε να μπει πολύ στο περιβάλλον της. Ίσως έφταιγαν οι τρεις τύποι που είδε μαζί της εκείνο το βράδυ. Όχι Ζιρόνα λοιπόν.
Έλα τουλάχιστον στο σταθμό. Να πάμε μια ώρα πριν την αναχώρηση. Θέλω να σου πω κάτι, τον παρακάλεσε η Εύα. Πήγαν λοιπόν. Κάθησαν σε ένα παγκάκι. Την κοίταξε σιωπηλός, περιμένοντας ν' αρχίσει εκείνη να μιλάει.
Εκείνη έβγαλε από το σακίδιό της ένα βιβλίο. Αυτό για σένα, του είπε. Ο Παντελής έκανε να το κοιτάξει αλλά η Εύα ακούμπησε το χέρι της πάνω του έτσι ώστε να κρύβει το μισό εξώφυλλο. Θα το δεις μετά, του είπε. Ο Παντελής την κοίταξε με απορία. Θέλω να έρθω στην Αθήνα το Πάσχα, του είπε, κοιτάζοντάς τον στα μάτια.
Το δικό σας ή το δικό μας; ρώτησε εκείνος, λες και το σημαντικότερο ήταν να διευκρινίσει η Εύα αν εννοούσε το Καθολικό Πάσχα ή το Ορθόδοξο.
Να κάνεις τι στην Αθήνα; την ξαναρώτησε αμέσως μετά, κι έτσι δεν συνεχίστηκε η συζήτηση για το Πασχάλιον του 1969.
Η Εύα έκανε μια μικρή παύση. Αναζήτηση δεν έχει μόνο η δική σου η δουλειά. Κι η δική μου έχει, και μάλιστα περισσότερη. Αρχαιολόγος χωρίς έρευνα ίσον μηδέν.
Δεν ήξερα ότι σε ενδιαφέρουν οι ελληνικές αρχαιότητες, απόρησε ο Παντελής.
Δε με ενδιαφέρουν οι ελληνικές αρχαιότητες, απάντησε με σταθερή φωνή η Εύα. Η συζήτηση που ακολούθησε ήταν ένα μάθημα ιστορίας για τον Παντελή. Και μάλιστα μεσαιωνικής. Στα σχολικά του χρόνια αυτήν την περίοδο την είχε μάθει ως Βυζαντινή, αλλά τώρα είχαν μπει σε ένα ιδιαίτερο κεφάλαιο, για το οποίο δεν ήξερε τίποτα.
Ναι, ήξερε για την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους και για τα κρατίδια που γεννήθηκαν μετά από αυτήν. Θυμόταν το Δουκάτο των Αθηνών και το όνομα του Όθωνος Ντε Λα Ρος. Είχε δει και στον κινηματογράφο τον Πύργο των Ιπποτών. Αλλά μέχρι εκεί. Ο δέκατος τέταρτος αιώνας, αυτός που ενδιέφερε την Εύα, του ήταν εντελώς άγνωστος.
Για εβδομηνταπέντε περίπου χρόνια, οι άρχοντες της Αθήνας δεν ήταν ούτε βυζαντινοί, ούτε τούρκοι, αλλά ούτε καν φράγκοι, με τη στενή έννοια. Ήταν από την Βαρκελώνη, τη Λιέιδα, τη Ζιρόνα…
Δηλαδή ισπανοί; ρώτησε ο Παντελής.
Δηλαδή καταλανοί, απάντησε η Εύα, με χαμηλωμένη αλλά πάντα σταθερή φωνή.
29
Το σκάκι θέλει καθαρό μυαλό.
Σίγουρα οι απογευματινές και βραδινές ώρες δεν ήταν οι καλύτερες δυνατές. Όχι με αντίπαλο τον Άρη, έναν μοναχικό εργένη εισοδηματία που δεν είχε τις καθημερινές έγνοιες των περισσοτέρων ανθρώπων.
Το μυαλό του Μίμη όμως δεν ήταν καθαρό ούτε εκείνο το πρωί. Αν ξεκίναγε μια παρτίδα σκάκι θα την έχανε σε δώδεκα κινήσεις, σαν αρχάριος. Το μυαλό του ήταν βραδυκίνητο σαν το λεωφορείο που τον πήγαινε στο κέντρο, στριμωγμένο στο πρωινό αθηναϊκό μποτιλιάρισμα.
Είχε κακοκοιμηθεί. Ξυπνούσε μες στη νύχτα, βασανισμένος από τη σκέψη του αρχιμανδρίτη, τη σκέψη του Χρήστου, τη σκέψη της οργάνωσης της Βάσως – και από έναν πονοκέφαλο που δεν έλεγε να φύγει.
Φτάνοντας στο γραφείο, παρήγγειλε έναν διπλό ελληνικό στο κυλικείο. Ήξερε ότι αυτό δεν θα αναπλήρωνε τον χαμένο ύπνο, αλλά έπρεπε να κάνει κάτι.
Το γραφείο είχε ησυχία. Ο Χρήστου δεν είχε φτάσει ακόμα. Όταν του έφεραν τον καφέ, ο Μίμης ήπιε μια γουλιά και, αφού σήκωσε το ακουστικό, σχημάτισε τον αριθμό του Υπηρεσιακού Παράγοντα. Καμία απάντηση και πάλι. Καλά, δεν πατάνε καθόλου στα γραφεία τους; απόρησε μέσα του.
Με τη δεύτερη γουλιά – μεγάλη γουλιά, που σχεδόν έφερε στη μέση την κούπα με τον διπλό καφέ – σκέφτηκε την Κατερίνα. Το Γρηγόρη. Την Πάτρα. Το καρναβάλι. Τη Βάσω. Το γερο-Κερκέντελε. Μέρα νύχτα στο λιμάνι. Αχθοφόρος. Τη γυναίκα του. Μέρα νύχτα στο λιβάνι. Καντηλανάφτισσα. Ψυχή του σπιτιού η κυρα-Βασιλεία, μάνα του Γιάννη και της Μαρίτσας, γιαγιά της Βάσως και των άλλων εγγονών, έξι ήταν όλοι τους αλλά η Βάσω ήταν η αγαπημένη, είχε και τ' όνομά της. Κάποιοι έλεγαν ότι της έμοιαζε κιόλας. Αταβισμός.
Ήταν ολοφάνερο.
Μόνο σ' ένα είδος οργάνωσης θα μπορούσε να ανήκει η Βάσω.
Σε μια οργάνωση που το όραμά της δεν ήταν ο Τρίτος Γύρος, αλλά η Δευτέρα Παρουσία.
Με την τρίτη γουλιά καφέ έφτασε στο κατακάθι. Γύρισε το καντράν έξι φορές. Στο δεύτερο χτύπημα απάντησε μια γυναικεία φωνή. Μια γνώριμη φωνή. Μια γνώριμη φράση. Ναι, παρακαλώ;
Ο Μίμης μπήκε κατευθείαν στο θέμα. Φώναξε τη μικρή για καφέ το απόγευμα. Θα' μαι κι εγώ.
30
Η καριέρα μιας ισπανίδας αρχαιολόγου σίγουρα δεν ήταν απαραίτητο να περάσει από την Ελλάδα. Η χώρα της Εύας ήταν πλούσια σε προϊστορικά, αρχαία και μεσαιωνικά μνημεία – σταυροδρόμι λαών, αναπόσπαστο τμήμα κάποτε της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, κατακτημένη αργότερα από τους άραβες. Ωστόσο, η έρευνα για τα αβέβαια ίχνη της καταλανικής κυριαρχίας στο αθηναϊκό έδαφος – ή μάλλον υπέδαφος – είχε αναμφισβήτητη πρωτοτυπία. Πέρα από την ευκαιρία που θα έδινε στην Εύα και τον Παντελή να ξαναβρεθούν.
Ο συνδυασμός του τερπνού με το ωφέλιμο δεν σταματούσε εκεί. Στη Βαρκελώνη είχε την έδρα της μια πρωτοποριακή εταιρεία γεωτεχνικών ερευνών. Οι ειδικοί επιστήμονες της Φροντιέρρα θεωρούνταν από τους πιο άρτια καταρτισμένους παγκοσμίως για να δώσουν έγκυρες απαντήσεις σχετικά με τη θεμελίωση ενός μνημείου στην δύσκολη θέση που είχε προεπιλεγεί στα Τουρκοβούνια. Η επίσκεψη των μηχανικών αυτών στην Αθήνα θα αποτελούσε, σύμφωνα με τις οδηγίες που είχε παραλάβει ο Παντελής από την πρεσβεία, το απαραίτητο δεύτερο στάδιο της μελέτης του ναού του Τάματος. Η Εύα ανακοίνωσε στον Παντελή την απόφασή της να έρθει μαζί με την αποστολή της Φροντιέρρα.
Η συνύπαρξη της Εύας με τους συμπατριώτες της τεχνικούς δεν θα περιοριζόταν στο ταξιδιωτικό μέρος. Οι δικές της έρευνες θα γίνονταν στην ίδια έκταση που είχε δεσμεύσει το ελληνικό Δημόσιο για την κατασκευή του Ναού. Ορισμένες από τις διερευνητικές γεωτρήσεις της Φροντιέρρα θα γίνονταν σε πρόσθετο εύρος. Με αυτόν τον κομψό τρόπο θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν από έναν επιτήδειο γραφειοκράτη – ο Παντελής θυμήθηκε τον πατέρα του και τους τύπους των υπουργείων που αυτός του περιέγραφε – τα σκάμματα με τα οποία θα γέμιζε, σαν ελβετικό τυρί, η επιταγμένη περιοχή στα Τουρκοβούνια.
Σε κάποιο άγνωστο βάθος η Εύα είχε την ελπίδα, ή μάλλον την πεποίθηση, ότι θα έβρισκε σημάδια από μια συγκεκριμένη, αόρατη κληρονομιά των καταλανών της Αθήνας.
Οι αναφορές στα υπόγεια δίκτυα και τους κοίλους λόφους υπήρχαν σε αρκετές πηγές της υστεροβυζαντινής, οθωμανικής και νεοελληνικής περιόδου. Η Εύα όμως ανήκε στους λίγους που είχαν την τύχη, και την υπομονή, να διαβάσουν ένα χειρόγραφο χιλίων διακοσίων σελίδων που είχε βρεθεί στο μοναστήρι του Μοντσερράτ και αναφερόταν στους Αλμογκάβερς, τους μισθοφόρους της Εταιρείας που αποτέλεσε τον κινητήριο μοχλό της καταλανικής παρουσίας στην Ελλάδα. Το κείμενο αυτό περιείχε αρκετές διφορούμενες αναφορές σε στοές και πηγάδια, τα οποία υποτίθεται ότι βρίσκονταν στην πραγματική επτάλοφο – χαρακτηρισμός που κατά τους επίλεκτους μελετητές του Μοντσερράτ δεν μπορεί παρά να αναφερόταν στην μετέπειτα ελληνική πρωτεύουσα, για να την αντιδιαστείλει από τις κλασικές επταλόφους της μεσαιωνικής ιστορίας, τη Ρώμη και την Πόλη.
Γυρίζοντας στο δωμάτιό του ο Παντελής μετά από αυτό το συμπυκνωμένο μάθημα ιστορίας, κοίταξε ξανά το σημείωμα της πρεσβείας. Επιβεβαίωσε αυτό που θυμόταν: μόνο για τα γεωτεχνικά γινόταν λόγος.
Οι δυνατότητες ήταν δύο. Είτε η Εύα δημιούργησε από το μηδέν μια καλή αφορμή για να ξαναδεί τον Παντελή το συντομότερο δυνατό. Είτε πάλι, η επίσκεψη της Εύας και η διευρυμένη γεώτρηση είχαν προαποφασιστεί και απλά το σημείωμα της πρεσβείας απέφευγε να αναφερθεί σε όσα γίνονται χωρίς να λέγονται.