04
Το ταξίδι του μέλιτος – πολύ βαρύγδουπη φράση για να περιγράψει την πρώτη εκδρομή του Γρηγόρη με την Κατερίνα μετά το γάμο τους. Δεν θα έκαναν εξωτικό ταξίδι, ούτε τότε ούτε αργότερα, είχαν συμφωνήσει ότι δεν το χρειάζονταν. Μετρημένοι στις ζωές τους έως τότε, ταπεινοί και στο νέο ξεκίνημα, έφυγαν όταν τελείωσε το γλέντι και ζήτησαν απ' το Νικόλα να τους πάει στο Καλέμι.
Εκεί, στα εξίμισι στρέμματα του Φραγκή, ήταν ο παράδεισος των παιδικών χρόνων της Κατερίνας. Το προσωπικό της καταφύγιο που δεν άργησε όχι απλά να το συμπαθήσει αλλά και να το αγαπήσει ο Γρηγόρης, όσες φορές ήρθε εκεί καλεσμένος ή απρόσκλητος – τις περισσότερες στα κρυφά. Εκεί λοιπόν ήθελε, ήθελαν να περάσουν την πρώτη νύχτα γάμου, την πρώτη μέρα τους σαν παντρεμένοι, το πρώτο σούρουπο και ηλιοβασίλεμα – και ήταν πραγματικά μοναδική η θέα του πορτοκαλόχρωμου ήλιου να βυθίζεται στο Αιγαίο.
Ήταν η δική τους μέρα, μακριά ή κάπως μακριά από τους άλλους, χωρίς ηλεκτρικό, χωρίς τηλέφωνο, με τζάκι, πετρογκάζ και νερό απ' το πηγάδι. Η Αθήνα, το μεροκάματο, το καθημερινό στρίμωγμα στα τρόλλεϋ, τα ψώνια με την ψυχή στο στόμα, ταβέρνα κάθε Σάββατο, σινεμά κάθε δεκαπέντε – αυτά φάνταζαν μακρινά αν και στην πραγματικότητα δεν ήταν, σε τέσσερις μέρες εκεί θα γύριζαν.
Οι προοπτικές στις δουλειές τους, αβέβαιες. Πωλητής σε εμπορικό εκείνος, γραμματέας σε συμβολαιογραφείο εκείνη. Παιδιά από την επαρχία, σχετικά καινούργιοι στην πρωτεύουσα, όχι απ' αυτούς που πρόλαβαν μέσα σε μισή γενιά και γίναν γκάγκαροι Αθηναίοι. Πολλές φορές μεταξύ τους τούς κορόιδευαν αυτούς τους δήθεν, όχι χωρίς το γνώθι σαυτόν, ότι κάποτε κι εκείνοι έτσι θα γίνονταν. Άλλωστε σε κάποιους απ' αυτούς, στους συγγενείς τους που για μικρότερο ή μεγαλύτερο διάστημα τους φιλοξένησαν μέχρι να κάνουν τα πρώτα του βήματα στην πόλη, είχαν κι υποχρέωση. Ειδικά η Κατερίνα, που για μεγάλο διάστημα έμεινε φιλοξενούμενη στο ρετιρέ της θείας Σωτηρίας στην Αχαρνών. Έστω και τύποις τον τελευταίο ενάμιση χρόνο, αφού τα περισσότερα βράδια κοιμόταν στο εργένικο διαμέρισμα του Γρηγόρη, που έμελλε να γίνει και το επίσημο σπίτι τους ως παντρεμένοι. Τα βιβλία της πάντως, ένα βασικό της αποκούμπι – όσο θυμόταν τον εαυτό της, ένα βιβλίο πάντα θα κρατούσε – τα είχε στης θείας κι έτσι η, ας πούμε, μετακόμισή της λίγο πριν το γάμο απέκτησε και κάποιο ουσιαστικό περιεχόμενο. Κι ο Γρηγόρης δεν πήγαινε πίσω, βιβλιοφάγος κι αυτός, ένα απ' τα λίγα κοινά σημεία δύο χαρακτήρων που συνέθεταν, σχεδόν από κάθε άλλη άποψη, ένα παράξενο ζευγάρι.
Εκείνη την ώρα, τα βιβλία ήταν κι αυτά μαζί με τον υπόλοιπο κόσμο, μακριά τους. Ο Γρηγόρης καθόταν στην πλακόστρωτη αυλή και ρέμβαζε κοιτώντας προς το πέλαγος. Η Κατερίνα είπε να τον πειράξει λίγο.
Μη μου πεις ότι σου λείπουν τα κιτάπια σου!
Ο Γρηγόρης χαμογέλασε χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει. Εσύ είσαι το κιτάπι μου, ήθελε να της πει, δεν ήξερε όμως αν ήταν αρκετά ρομαντικό κι έτσι το μετάνιωσε και ξεστόμισε κάτι πιο κοινότοπο, κάτι για το δικό τους παραμύθι που θα έγραφαν από δω και πέρα στην κοινή τους ζωή.
Η Κατερίνα φύσηξε τη μύτη της και μπήκε μέσα για να ανάψει το τζάκι. Το κρύο σε λίγο θα δυνάμωνε.
05
Η πρώτη νύξη είχε γίνει τον περασμένο Σεπτέμβριο. Λίγο πριν το δημοψήφισμα κι αυτή, γι' αυτό κι ο Μίμης κρατούσε μικρό καλάθι.
Ο διοπτροφόρος κύριος με το γκρίζο κουστούμι, ενσάρκωση της έννοιας του Υπηρεσιακού Παράγοντα, περιφερόταν στα κεντρικά καταστήματα των μεγάλων τραπεζών, σε αναγνωριστική αποστολή για τη χρηματοδότηση ενός φιλόδοξου έργου του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η Σταδίου, η Πανεπιστημίου, η Καραγεώργη Σερβίας και η Κολοκοτρώνη είχαν δει πολλούς Υπηρεσιακούς Παράγοντες, βγαλμένους όλους θαρρείς από το ίδιο καλούπι, πάντα στα γκρίζα ανεξάρτητα από το χρώμα της παράταξης που κυβερνούσε.
Τα πρόσωπα άλλαζαν και η πίτα μοιραζόταν, αλλά το παιχνίδι ήταν απαράλλαχτο. Το Δημόσιο, με τον μανδύα Ιδρυμάτων και αυτόνομων Οργανισμών, έκανε μπίζνες και έπρεπε να δανειστεί. Κάποια από τις τράπεζες θα δάνειζε με ευνοϊκότερους όρους από τις άλλες. Αυτό γινόταν με το αζημίωτο. Το αρμόδιο στέλεχος της τράπεζας ζητούσε το κατιτίς του σε αντάλλαγμα για την εξυπηρέτηση.
Ο άνθρωπος του Υπουργείου Παιδείας δεν έψαχνε για ένα οποιοδήποτε δάνειο. Έφερνε προς συζήτηση ένα πρωτότυπο σύστημα χρηματοδότησης με συνδυασμό εράνου και δανεισμού. Το ποσό του δανείου θα αναπροσαρμοζόταν διαρκώς ανάλογα με το ύψος των συνεισφορών, με στόχο μετά την πρώτη πενταετία τα χρεολύσια να είναι ισόποσα των τόκων από τους εράνους – και ουσιαστικά το δάνειο να αυτοεξυπηρετείται.
Όταν πρωτάκουσε την ιδέα, ο Μίμης Μπούσουλας δεν έκρυψε από τον συνομιλητή του την έκπληξή του. Υποψιάστηκε ότι το σαΐνι της Γραβιάς, όπως ήταν γνωστός σε έναν στενό κύκλο σνομπ οικονομολόγων ο Υπουργός Συντονισμού, ήταν το δίχως άλλο ο εμπνευστής της πρότασης. Προτίμησε όμως να κρατήσει αυτή την εκτίμηση για τον εαυτό του, καθώς μάλιστα πλησίαζε η ώρα να μπουν στο θέμα του κατιτίς.
Εκεί, τα πράγματα ήταν απλά.
Έχω έναν γιο, τελειόφοιτο αρχιτέκτονα. Τον Δεκέμβριο απολύεται και μπαίνει στην παραγωγή. Μπορείτε να τον πάρετε να σας βοηθήσει. Θα βρείτε εσείς τον τρόπο. Θα κάνει καλό, και σε σας και σε κείνον.
Ο Παράγοντας ξερόβηξε.
Ξέρετε… Για ένα τόσο σημαντικό έργο, θα πρέπει να γίνει διαγωνισμός. Αυτή είναι και η προσωπική επιθυμία του κυρίου Προέδρου. Αντιλαμβάνεστε ότι …χμμ!... ο διαγωνισμός αυτός πρόκειται να τύχει της αναλόγου προβολής… και η κριτική επιτροπή συνεπώς δεν μπορεί παρά να αποτελείται από εμπείρους και εγκρίτους μελετητάς. Ένας επιστήμων άπειρος, όσο φέρελπις και αν είναι…
Ο Μπούσουλας τον έκοψε. Μη συνεχίζετε. Σας αντιλαμβάνομαι. Μετά από μικρή παύση, πέρασε στην αντεπίθεση: Θα μπορούσε όμως να συμμετάσχει ο ίδιος στον διαγωνισμό, έτσι δεν είναι;
06
Διαβατήριο έχεις, δεν έχεις;
Ρητορική η ερώτηση, και φυσικά είχε, από μικρό τον έπαιρναν μαζί τους στα ταξίδια του εξωτερικού ο Μίμης και η Σωτηρία.
Αυτή τη φορά, θα πήγαινε μόνος του. Και όχι για τρεις μέρες ή μια βδομάδα. Έναν ολόκληρο μήνα θα έμενε στη Βαρκελώνη.
Ήταν απίστευτο αυτό το πρωτοχρονιάτικο δώρο. Πρωτοχρονιάτικο με μια μέρα καθυστέρηση, αλλά χαλάλι! Ο Παντελής είχε σχεδόν τρελαθεί απ' τη χαρά και την έκπληξή του.
Τη Βαρκελώνη την ήξερε από τη γεωγραφία, η δεύτερη πόλη της Ισπανίας όπως ήταν η Θεσσαλονίκη για την Ελλάδα. Την ήξερε και από την ποδοσφαιρική ομάδα που αποτελούσε αντίπαλο δέος της Ρεάλ. Μα πιο πολύ την είχε ξεχωρίσει, μυθοποιήσει κιόλας, από τα φοιτητικά του χρόνια, αφού γνώριζε πολύ καλά το όνομα και τα έργα του μεγάλου αρχιτέκτονα Αντόνι Γκαουντί. Τη Σαγκράδα Φαμίλια, αυτή τη μυστηριώδη ημιτελή εκκλησία, τον διάκοσμο του πάρκου Γκουέλλ, τα κτίρια στη λεωφόρο Ντε Γκράσια…
Με το μυαλό του φοιτητή, του ονειροπόλου, ίσως η αποστολή του στη Βαρκελώνη να του έφερνε θλίψη. Γιατί το αντικείμενο της πρώτης του δουλειάς δεν είχε καμία σχέση με αυτά τα ονειρικά κτίσματα. Με όλη την συμβολική του σημασία, το κτίριο αυτό ήταν από αρχιτεκτονικής πλευράς πολύ λιγότερο σημαντικό από τα έργα του Γκαουντί, σχεδόν πεζό σε σύγκριση μαζί τους.
Από την άλλη, προσπαθώντας να το σκεφτεί σαν επαγγελματίας, έστω με τη μηδενική του πείρα, καταλάβαινε ότι ήταν τυχερός που η αποστολή του δεν αφορούσε τα έργα των ονείρων του. Θα μπορούσε έτσι να δουλέψει αποστασιοποιημένα και ψυχρά, αφήνοντας τη συγκίνηση για τις ελεύθερες ώρες, που σίγουρα θα έβρισκε, ώστε να επισκεφθεί σαν τουρίστας, θαυμαστής και οπαδός τα αριστουργήματα του μεγάλου αρχιτέκτονα.